
Η παράσταση που συνυπογράφουν ο Κωνσταντίνος Σαμαράς και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου δεν είναι απλώς συνεπής στο είδος της μουσικοθεατρικής βιογραφίας, αλλά με έναν τρόπο το ξεπερνάει. Η "μυθιστορηματική" πορεία ζωής του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή και η έντονη προσωπικότητά του (υπήρξε αμετανόητος πότης, καπνιστής και τζογαδόρος, όπως και άπιστος σύζυγος) θα αρκούσαν για να τροφοδοτήσουν ένα "χορταστικό" κείμενο, όμως η επιλογή του Σαμαρά να κινήσει το έργο σε δύο χρονικά επίπεδα, βάζοντας σε συνεχή αντιπαραβολή τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Στράτου (που μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια, με πατέρα κομμουνιστή, γεγονός που πλήρωσε και ο ίδιος μεγαλώνοντας) με αυτά της δόξας που γνώρισε ως κορυφαίο όνομα της νυχτερινής Αθήνας, προσδίδει στη δραματουργία ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, σε ένα είδος θεάτρου που δεν υπηρετεί συνήθως, παρέδωσε μια καλοδουλεμένη παράσταση γεμάτη συναίσθημα, που δεν επαναπαύεται μάλιστα στη δύναμη των τραγουδιών. Καθοριστική αποδεικνύεται και η στιβαρή ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη, ο οποίος δεν επιχειρεί να μιμηθεί τον Διονυσίου, αλλά τον προσεγγίζει σαν να δημιουργεί έναν θεατρικό χαρακτήρα από την αρχή. Ωραίο και το δραματουργικό εύρημα της επιστροφής του "φαντάσματος" του πατέρα του Στράτου, τον οποίο έχασε μικρός, βγάζει την παράσταση από το πλαίσιο μιας απλής παράθεσης γεγονότων και τραγουδιών, με τον Γιάννη Νταλιάνη να διακρίνεται εξίσου. Συγκινητική η Μπέσσυ Μάλφα, αν και αδίκως παροπλισμένη, λόγω της μικρής έκτασης που δόθηκε στο ρόλο της μητέρας, ενώ η Μαρία Κεχαγιόγλου ερμηνεύει με εσωτερικευμένο τσαγανό τον αμήχανο ρόλο της "μετρημένης" συζύγου του Στράτου, που ζει στη σκιά ενός άπιστου άνδρα αλλά δεν (πρέπει να) μιλάει.

Η συμμετοχή στην παράσταση των δύο γιων του Διονυσίου, Άγγελου και Στέλιου, είναι σχεδόν αποκαλυπτική. Δεν είναι μόνο ότι επωμίζονται την ερμηνεία των τραγουδιών, τα οποία εντάσσονται σωστά στη δράση, αντιστοιχώντας σε συγκεκριμένα γεγονότα από τη διαδρομή του τραγουδιστή, ούτε μόνο ότι προκαλούν έντονα συναισθήματα καθώς ερμηνεύουν τα τραγούδια του πατέρα τους, αλλά ότι αποτελούν μια σχεδόν μεταδραματική παρουσία, καθώς είναι μαζί θεατές και συμμετέχοντες στην παράσταση της ζωής τους.

Το σκηνικό (Γιώργος Γαβαλάς-Μιχάλης Σαπλαούρας) ανασυστήνει τον φυσικό χώρο του Διονυσίου, ένα νυχτερινό κέντρο, όμως προσφέρει τις κατάλληλες λύσεις ώστε να υποστηριχθούν διαφορετικοί χώροι δράσης, ενώ τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη αποτυπώνουν τη χαρακτηριστική αισθητική των 80s, της δεκαετίας που ταυτίστηκε με τον Διονυσίου. Τυπικές οι χορογραφίες του Πάρη Μαντόπουλου, πλαισιώνουν τα τραγούδια στο πνεύμα μιας λαϊκής πίστας. Η ερμηνευτική ομάδα που αναλαμβάνει τους υπόλοιπους ρόλους και υπερασπίζεται το ωραίο αποτέλεσμα αποτελείται από τους: Μιχάλη Αλικάκo, Χρύσα Κλούβα, Δημήτρη Μαχαίρα, Μαρίνο Ταρνανά, Δήμητρα Σταύρου, Δημήτρη Γαλανάκη, Ευγενία Κάρνου, Ρωξάνη Καρφή, Λεωνίδα Μπακάλη, Γιώργο Δημόπουλο, Στάθη Γεωργαντζή, Αλίκη Γεωργίου. Τη ζωντανή ορχήστρα διευθύνει ο Νίκος Στρατηγός, ενώ συμμετέχει και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου
Παράσταση-αφιέρωμα στον μεγάλο Θεσσαλονικιό λαϊκό τραγουδιστή Στράτο Διονυσίου, με τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια του σε ζωντανή εκτέλεση, όπως τα «Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή», «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή», «Ο Σαλονικιός», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Άκου ρε φίλε» κ.ά., που ζωντανεύει τη μυθιστορηματική ζωή του. Με την αυθεντική φωνή και τη δωρική παρουσία του κυριάρχησε στις νυχτερινές πίστες τις δεκαετίες του ‘60, του '70 και του '80, ξεχωρίζοντας με τα ανεπανάληπτα τραγούδια του που παραμένουν διαχρονικά.