
Το έργο του Άλντο Νικολάι, σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου, είναι μια τρυφερή και συγκινητική ματιά στην τρίτη ηλικία, όπου το γέλιο και η μελαγχολία εναλλάσσονται αβίαστα. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και καταπιάνεται με έναν κόσμο που συχνά παραμένει αθέατος στο σύγχρονο θέατρο: τους ηλικιωμένους, τις αγωνίες, τις απογοητεύσεις, αλλά και τις μικρές χαρές που δίνουν νόημα στη ζωή. Το κείμενο του Νικολάι δεν είναι από τα πιο δυνατά δραματουργικά, όμως η θεματική του είναι τόσο ουσιαστική που κερδίζει το ενδιαφέρον του θεατή.

Πρόκειται για μια παράσταση που στηρίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στις ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών, οι οποίοι καταφέρνουν να αναδείξουν κάθε πτυχή των χαρακτήρων τους. Ο Χάρης Εμμανουήλ, ως Μπόκα, αποδίδει εξαιρετικά την πικρία και την γκρίνια ενός ηλικιωμένου άντρα που προσπαθεί να πείσει τους άλλους –ίσως και τον εαυτό του– ότι περνά καλά δίπλα στην οικογένειά του. Πίσω από την δυσθυμία του, όμως, ξεπροβάλλει ένας άνθρωπος γεμάτος απογοήτευση και ανάγκη για συντροφιά, την οποία βρίσκει στο πρόσωπο ενός συνομήλικου άντρα που συναντά τυχαία στο πάρκο. Αυτός είναι ο Λαπάλια, τον οποίο ερμηνεύει, κλέβοντας την παράσταση, ο Δημήτρης Πετρόπουλος. Η ερμηνεία του είναι απολύτως ισορροπημένη, καθώς περνά με ευκολία από το γέλιο στη συγκίνηση. Ο χαρισματικός ηθοποιός δίνει ζωή στο χαρακτήρα του με φυσικότητα, παρασύροντας το κοινό σε ένα συναισθηματικό ταξίδι. Η Άννα Παντζέλη, στο ρόλο της Άμπρα, είναι γλυκύτατη και πολύ απολαυστική. Φέρνει αυθορμητισμό και τρυφερότητα ως συνταξιούχα δασκάλα, που προσπαθεί να κρατηθεί από τη νεότητά της, κρύβοντας τη μοναξιά της πίσω από το χαμόγελο και την αισιοδοξία. Στην πορεία, όμως, η αλήθεια της καθημερινότητάς της αναδύεται και στο φινάλε μάς χαρίζει μια σκηνή βαθιάς συγκίνησης, όπου το δάκρυ της γίνεται και δικό μας.

Οι πρωταγωνιστές καταφέρνουν να αναδείξουν κάθε λεπτομέρεια, δίνοντας νόημα στο κείμενο μέσα από τη σκηνική τους παρουσία και το συναισθηματικό τους εύρος. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου είναι βατή και κάπως παιχνιδιάρικη, αποφεύγοντας την όποια υπερβολή. Το λιτό σκηνικό του Νίκου Κασαπάκη εξυπηρετεί την αφήγηση, οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση δένουν όμορφα με τις εναλλαγές της διάθεσης, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Διονύση Τσακνή προσθέτει στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Αν η διάρκεια ήταν πιο σφιχτή, περιορίζοντας τα 85 λεπτά σε μία ώρα, η αφήγηση θα αποκτούσε μεγαλύτερη ένταση, χωρίς να χαθεί η ουσία της τρυφερής και συγκινητικής ιστορίας.
Περισσότερες πληροφορίες
Καπούτ
Μέσα από το χιούμορ και τη συγκίνηση το ιταλικό έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας φωτίζει τον κόσμο των ηλικιωμένων ανθρώπων, έναν κόσμο φαινομενικά απλό και ανέμελο, που όμως είναι γεμάτος μελαγχολία, βίαια πάθη, αδύνατες προσδοκίες, βαθιές απογοητεύσεις, φόβους και ανασφάλειες, εγείροντας παράλληλα προβληματισμούς για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται πολλές φορές από την κοινωνία.