Όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου πέντε χρόνια, όταν η Αριάν Μνουσκίν, η ψυχή του περίφημου Théâtre du Soleil, κάλεσε τον Ρομπέρ Λεπάζ να σκηνοθετήσει την ομάδα των ηθοποιών της. Η είδηση από μόνη της έφτανε για να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού παγκοσμίως, καθώς ήταν η πρώτη φορά στην πενηντάχρονη διαδρομή του θεάτρου που δεν θα σκηνοθετούσε η Μνουσκίν ή κάποιο άλλο μέλος της θεατρικής κολεκτίβας που είχε ιδρύσει η ίδια στο Παρίσι το 1964 και λειτουργεί έκτοτε πάνω στις αρχές της κοινοβιακής ζωής και της ισότιμης συλλογικότητας. Η αναφορά του ονόματος του Λεπάζ με τη σειρά της ανέβασε ακόμη περισσότερο τις προσδοκίες, καθώς ο «αλχημιστής» Καναδός σκηνοθέτης έχει αποδείξει πολλάκις πως δεν θεωρείται τυχαία ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης θεατρικής γλώσσας.
Από αυτήν τη συνάντηση γιγάντων προέκυψε η παράσταση «Kanata», που έκανε τελικά πρεμιέρα στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβριο, αφού έμελλε να αποδειχτεί μία από τις πλέον πολυτάραχες κατά την προετοιμασία τους παραστάσεις της σύγχρονης σκηνικής ιστορίας, ενώ στην πόλη μας έρχεται για τρεις βραδιές στο Μέγαρο Μουσικής (13-15/7). Πίσω από τον μυστηριώδη για το ξένο κοινό τίτλο (από τη λέξη «kanata» που σημαίνει χωριό στη γλώσσα των ιθαγενών προήλθε το όνομα του Καναδά), κρύβεται το παρασκήνιο μιας παράστασης που επιθυμεί να αφηγηθεί την οδυνηρή ιστορία των αυτόχθονων κατοίκων του Καναδά.
Το κείμενο, κατά τη δήλωση του Λεπάζ, αποτελεί ένα συνδυασμό μυθοπλασίας και πρωτότυπων αφηγήσεων των ίδιων των αυτοχθόνων, όμως η απουσία ιθαγενών ηθοποιών από την παράσταση προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της κοινότητάς τους.
Το περιεχόμενό της δεν ξαφνιάζει όσους γνωρίζουν το θέατρο που δημιουργεί ο Λεπάζ, το οποίο εμφορείται από έντονο ενδιαφέρον για την παγκόσμια ανθρωπογεωγραφία. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., πως η παράσταση «Tectonic plates» που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αφορούσε την κοινότητα των Κινέζων μεταναστών στη χώρα του.
Αντίστοιχες ανησυχίες τον οδήγησαν στο «Kanata», όπου διακόσια χρόνια σύγχρονης καναδικής Ιστορίας μετουσιώθηκαν σε μια ατομική «μικροϊστορία» που εμπλέκει ένα ζευγάρι Γάλλων με μια αυτόχθονα του Κεμπέκ. Το κείμενο, κατά τη δήλωση του Λεπάζ, αποτελεί ένα συνδυασμό μυθοπλασίας και πρωτότυπων αφηγήσων των ίδιων των αυτοχθόνων, όμως η απουσία ιθαγενών ηθοποιών από την παράσταση προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της κοινότητάς τους, που εξέφρασε την άποψη ότι η παράσταση μιλάει «γι’ αυτούς χωρίς αυτούς».
Ενοχλημένοι, μάλιστα, απέτρεψαν την προγραμματισμένη πρεμιέρα στο Παρίσι τον περασμένο Ιούλιο, κατηγορώντας τον σκηνοθέτη πως δεν τους συμβουλεύτηκε κατά την προετοιμασία του. «Συγνώμη, κ. Λεπάζ, αλλά δεν χρειάζεται να μιλήσεις εκ μέρους μας». Με τρανταχτούς τίτλους και ανάλογα κείμενα διαμαρτυρίας που δημοσιεύτηκαν στον καναδικό και γαλλικό Τύπο, οι εκπρόσωποι της κοινότητας επεσήμαναν πως «απουσιάζουν σταθερά από τον δημόσιο διάλογο» και «συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται με αποικιοκρατικά κριτήρια», τονίζοντας πάντως πως δεν επιθυμούσαν επ’ ουδενί να λογοκρίνουν την παράσταση.
Ο Λεπάζ και η Μνουσκίν, από την άλλη, υποστήριξαν σθεναρά τη δουλειά τους, επισημαίνοντας ότι κύριο γνώρισμα της θεατρικής πράξης είναι η μεταμόρφωση, η ενσάρκωση ενός «άλλου προσώπου». Φαίνεται, πάντως, πως ο Λεπάζ ξαναδούλεψε την παράσταση, ενσωματώνοντας το παρασκήνιο ακόμη και στον τίτλο της, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς πώς και πόσο επηρεάστηκε το περιέχομενο της τελικής εκδοχής. Πάντως, οι κριτικές μετά την πρεμιέρα στο Παρίσι εντόπισαν στην υπόθεση νύξεις που φαίνεται να συνδέονται με την ανάγκη του σκηνοθέτη να υπερασπιστεί τον εαυτό του, διακηρύττοντας πως, ως καλλιτέχνης, κάνει θέατρο επειδή τον συγκινούν οι ιστορίες των ανθρώπων όχι η καταγωγή τους.
Η συζήτηση δικαίως ήρθε στη δημόσια σφαίρα –και μάλιστα αναμένεται να φουντώσει ακόμη περισσότερο όταν η παράσταση θα ταξιδέψει στο Κεμπέκ το 2020–, επιβεβαιώνοντας και ξαναθυμίζοντας τη στενή σύνδεση που έχει το θέατρο με τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Αυτό όμως που σίγουρα πρέπει να σημειωθεί είναι πως δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους τυχαίους καλλιτέχνες που εργαλειοποίησαν ένα σημαντικό ζήτημα για ιδιοτελείς σκοπούς. Η Αριάν Μνουσκίν και ο πολυπολιτισμικός θίασος του Théâtre du Soleil έχουν αποδείξει με τις δουλειές τους πως οι κεραίες τους είναι στραμμένες έξω στην κοινωνία, ενώ η όλη δράση τους ξεπερνάει τα στεγανά της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Όσο για τον Ρομπέρ Λεπάζ, που η ίδια του η καταγωγή από το Κεμπέκ –την καναδική επαρχία με τους γαλλικής καταγωγής κατοίκους– συμπυκνώνει την ένωση δύο πολιτισμών, έχει αποδειχθεί ο εμπνευστής ενός θεάτρου που στέκεται υπεράνω συνόρων, που ανιχνεύει τα γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των λαών μόνο και μόνο για να τα ξεπεράσει και να εστιάσει στα κοινά, πανανθρώπινα νήματα που τους συνδέουν.
Το βλέμμα του δεν φεύγει ποτέ από τον άνθρωπο, ακόμη και όταν συνομιλεί με τη μεγάλη Ιστορία ή με την ίδια την απεραντοσύνη του σύμπαντος, για να θυμηθούμε τις δύο παραστάσεις του που είδαμε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, «The far side of the moon» (2011) και «887» (2017). Γι’ αυτό και οι δουλειές του, αν και χρησιμοποιούν στο έπακρο τις νέες τεχνολογίες, τις ενσωματώνουν ποικιλότροπα, καταλήγοντας πάντα σε ένα αποτέλεσμα βαθιά συναισθηματικό, ποιητικό και ανθρώπινο. Κι αυτό είναι που ελπίζουμε να απολαύσουμε και στην τωρινή.
Περισσότερες πληροφορίες
Kanata - Επεισόδιο 1ο: Η διαμάχη
Ο Γαλλο-αμερικανός πρεσβευτής της θεατρικής πρωτοπορίας έστησε μια παράσταση με θέμα τους αυτόχθονες του Καναδά και τη σχέση σύγχρονης τέχνης και κοινωνίας, η οποία δεν σταματά να γεννά εκρηκτικές αλληλεπιδράσεις εντός και εκτός σκηνής