
Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα, στις 7 Νοεμβρίου οι πρώτες φωτογραφίες από τις πρόβες και το video trailer μας φέρνουν κοντά στην καρδιά της παράστασης "Ερρίκος Ε’" του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που ανεβαίνει στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από 85 χρόνια. Η νέα μετάφραση και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Διαμαντή μεταφέρει στο σήμερα το πιο πολεμικό έργο του Σαίξπηρ, ένα έργο που μιλά για πόλεμο, εξουσία και την αιώνια σύγκρουση ανθρώπου με άνθρωπο.

Ο Ερρίκος, βασιλιάς της Αγγλίας, αποφασίζει να εισβάλει στη Γαλλία για μια ασήμαντη αφορμή, κι ο λαός τον ακολουθεί, γνωρίζοντας την απειλή αλλά και την ευκαιρία της δόξας. Όμως ο πόλεμος δεν έχει τίποτα γοητευτικό· η πραγματικότητα της βίας και της απανθρωπιάς παραμένει σκληρή. Μέσα από τη σκηνική του ανάγνωση, η παράσταση υπενθυμίζει πως κάθε εποχή, από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, βρίσκει τα αδέλφια να σηκώνουν τα όπλα εναντίον αδελφών.

Οι φωτογραφίες από τις πρόβες μαρτυρούν τη συγκέντρωση και τη ζωντάνια του εξαιρετικού πρωταγωνιστικού καστ: Θάνος Μαγκλάρας, Παρθενόπη Μπουζούρη, Ελίνα Παπαθεοδώρου, Γιάννης Σιάμπαλιας, με τη φωνή και την παρουσία των Δημήτρη Καταλειφού, Μάνιας Παπαδημητρίου και Ιωάννας Μακρή να δένουν το σύμπαν της παράστασης.

Όπως ίσως θα έλεγε ο ίδιος ο Σαίξπηρ, η τέχνη του θεάτρου μπορεί να μετατρέψει την ιστορία της φρίκης σε ποίηση· να κάνει τον θεατή συμμέτοχο και μάρτυρα, να ξυπνήσει τη φαντασία και, τελικά, να εμπνεύσει αντίσταση απέναντι στη βία και την καταστροφή. Αυτή η παράσταση, στη Σκηνή Lab του Θεάτρου Σημείο, υπόσχεται να ζωντανέψει τον "Ερρίκο Ε’" πολύ ζωντανά στην ελληνική σκηνή.

Σκηνοθετικό σημείωμα
Ο "Ερρίκος Ε’" είναι ένα από τα πιο ποιητικά έργα του Σαίξπηρ, περιλαμβάνοντας
μερικούς από τους καλύτερούς του στίχους, αφιερωμένους εδώ στις περιγραφές μαχών και σφαγών, απειλής και αγωνίας. Επιχειρώ ένα ανέβασμα μ’ αναφορές στο νταντά και στον υπερρεαλισμό, στον Μπρεχτ και στο καμπαρέ. Συνεχίζω, ταυτόχρονα, να επιμένω στην επιθυμία μου να παρουσιάσω ένα θέατρο συμπύκνωσης, λιτό, χωρίς πολλούς ηθοποιούς ή εντυπωσιακά σκηνικά θεάματα. Έτσι, αυτή τη φορά έχουμε τέσσερις χαρακτήρες (μια Θεατρίνα, έναν Πολέμαρχο, μια Ανταποκρίτρια κι έναν Λιποτάκτη) που εν καιρώ πολέμου έχουν βρει καταφύγιο σ’ έναν υπόγειο μισοκατεστραμμένο χώρο (που είναι ταυτόχρονα εγκαταλελειμμένο θέατρο, παρεκκλήσι και μπούνκερ. Εκεί περνούν τις ατελείωτες ώρες της πολιορκίας, αναπαριστώντας τον Ερρίκο Ε’ του Σαίξπηρ – ή, τέλος πάντων, μια οποιαδήποτε πολεμική ιστορία (γιατί θεωρώ ότι ο Ερρίκος Ε’ αφηγείται κάθε πόλεμο, με τον ίδιο τρόπο που ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα αφηγείται κάθε έρωτα). Κάθε τόσο η παράστασή τους διακόπτεται από οξείς, εχθρικούς ήχους: σειρήνες, έκτακτες ανακοινώσεις και διαγγέλματα, βόμβες που πέφτουν, πυροβολισμοί κ.λπ.

Οδηγήθηκα σ’ αυτή την άποψη από το ίδιο το έργο, το οποίο συγγενεύει κάπως με τις Τρωάδες ή με τους Πέρσες, καθώς μας αφηγείται τα συμβάντα ενός πολέμου, χωρίς ποτέ να μας τα δείχνει αυτούσια. Ο Σαίξπηρ έχει γράψει εδώ σκηνές πριν και μετά από μια μάχη, στα μετόπισθεν, όπως, αντίστοιχα, στους αντιθαλάμους της πολιτικής και της διπλωματίας, πριν και μετά από τη λήψη μιας απόφασης ή την επίτευξη μιας συμφωνίας. Το κορυφαίο, δε, εύρημά του στο έργο αυτό είναι ο ρόλος του Χορού – που αντίθετα από την κλασική παράδοση, εδώ παίζεται από ένα και μόνο άτομο. Είναι ένας επίμονος και σαρκαστικός σχολιαστής που προλογίζει κάθε πράξη στους θεατές, υπενθυμίζοντάς τους το σημείο όπου βρίσκεται η δράση του έργου, καθώς και την αδυναμία της τέχνης του θεάτρου ν’ αναπαραστήσει τα γεγονότα της Ιστορίας χωρίς να τα μικραίνει.
Ο Χορός αυτός -η ενσάρκωση του θεάτρου μέσα στο θέατρο- είναι το αποκορύφωμα μιας σειράς από ευρήματα που κάνουν τη γραφή του Σαίξπηρ στον Ερρίκο Ε’, απολύτως σύγχρονη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα εξής: ένας αρχιεπίσκοπος αποδίδει έναν ακατάληπτο μονόλογο στην Α’ Πράξη, που αποτελεί την παρουσίαση της αιτίας που η Αγγλία εισβάλει στη Γαλλία (κοινώς, του για τί πολεμάμε)· μια παρέα από δειλούς αλήτες ακολουθεί τον αγγλικό στρατό για να κάνει πλιάτσικο, μιλώντας διαρκώς μια δική τους σκατολογική ιδιόλεκτο· ο Άγγλος Βασιλιάς και η Γαλλίδα Πριγκίπισσα ερωτεύονται, μεταξύ επιβολής και γοητείας, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να μιλήσουν καν την ίδια γλώσσα ή να καταλάβουν καλά-καλά ο ένας τον άλλον.
Μπαίνω στη διαδικασία να μιλήσω με τόση λεπτομέρεια επειδή το έργο είναι πρακτικά άγνωστο στο θεατρικό κοινό της χώρας μας, καθώς πάνε πάνω από ογδόντα χρόνια από το τελευταίο του ανέβασμα στη σκηνή και δεκαεννιά από την τελευταία φορά που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας. Μου δόθηκε, λοιπόν, μ’ αφορμή αυτή την παράσταση, η ευκαιρία ν’ αναμετρηθώ με το λόγο του Σαίξπηρ κι ως μεταφραστής για πρώτη φορά. Ελπίζω τ’ αποτέλεσμα να μην σταθεί άχαρα κι ανάξια πλάι στις άλλες εξαιρετικές μεταφράσεις αυτού του έργου που έχουν ήδη γίνει στη γλώσσα μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Κάπα που δέχτηκαν να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο τη σχετική προσπάθεια. Και ταυτόχρονα θα ήθελα να ευχαριστήσω τους παλιούς και νέους συνεργάτες μου, πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή, που δέχτηκαν να μπουν σ’ αυτή την περιπέτεια, σηκώνοντας όλοι μαζί στις πλάτες μας την ευθύνη της παρουσίασης αυτού του κορυφαίου έργου για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά το 1940.

Είμαι πεπεισμένος ότι ο Ερρίκος Ε’ του Σαίξπηρ μπαίνει στην ίδια χορεία μ’ έργα όπως οι Πέρσες του Αισχύλου, ο Θάνατος του Δαντόν του Μπύχνερ, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού, η Έρημη Χώρα του Έλιοτ και το Χιροσίμα, αγάπη μου της Ντυράς. Όπως κι εκεί, έτσι κι εδώ βλέπουμε μια ιστορία φρίκης να μετατρέπεται σε υψηλή ποίηση, και μάλιστα ποίηση γραμμένη περισσότερο για ν’ ακούγεται παρά για να διαβάζεται, εξάπτοντας, λοιπόν, το πνεύμα του ακροατή, οδηγώντας το έτσι σε μια τελική πράξη αντίστασης – την ύψιστη, κατά την άποψή μου, αντιπολεμική στάση: την υπέρβαση της πραγματικότητας και την επίτευξη της φαντασίας.