Ήταν τέλη του 2015 όταν έπεσε στα χέρια μου για πρώτη φορά το κείμενο της "Βρωμιάς". Μιας ιστορίας με έναν και μοναδικό ήρωα, τον Σαντ. Η πρώτη φράση του: Με λένε Σαντ. Σαντ στα αγγλικά σημαίνει λυπημένος, δεν είμαι λυπημένος.
Μετανάστης από το Ιράκ στην Γερμανία, εν μέσω του πολέμου στον Περσικό, ο Σαντ έχει εγκαταλείψει τον τόπο του για μια καλύτερη ζωή σε μια χώρα που θαυμάζει και έχει αγαπήσει πολύ μέσα από τους συγγραφείς της και την κουλτούρα της. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.
Ο Σαντ γίνεται ο ξένος, ο άλλος, ο διαφορετικός, αυτός που δεν ανήκει πουθενά, που δεν του δίδεται μια ίση ευκαιρία στα όνειρά του, ο μόνος. Έτσι δημιουργεί το μικρό του προσωπικό σύμπαν, σε ένα δωμάτιο με χαρτόκουτα για έπιπλα, με μια μόνο καρέκλα που είναι η πατρίδα του, με τις φωτογραφίες των δικών του ανθρώπων που έφερε μαζί του και τα τριαντάφυλλά του, που πουλάει τα βράδια για να ζήσει. Αυτός είναι όλος του ο κόσμος.
Με συγκίνησε βαθιά αυτός ο χαρακτήρας. Η ερημιά του, η νοσταλγία για τους δικούς του, η πίκρα του, ο φόβος, αλλά και η ευαισθησία και η αγάπη του για τους ανθρώπους που δεν αλλοιώνονται από την συνεχή απόρριψη και την βία που εισπράττουν. Ο Σαντ ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο πένθος για τη ζωή που άφησε πίσω του, και στην λαχτάρα του για μια καινούρια, καλύτερη, που ελπίζει ότι κάποτε θα καταφέρει να ζήσει.
Ο Ρόμπερτ Σνάιντερ αφουγκράστηκε το πολιτικό κλίμα της εποχής – του πολέμου στον Περσικό κόλπο- και έγραψε την "Βρωμιά". Έκανε όμως πολλά παραπάνω. Κατόρθωσε να γράψει ένα επώδυνα διαχρονικό κείμενο για κάθε πόλεμο, για κάθε "ξένο", για καθετί διαφορετικό, κάθε εποχής. Η γραφή του είναι εξίσου σύγχρονη με την θεματική. Άμεση και συναρπαστική. Κοφτές φράσεις, καταιγισμός σκέψεων και συναισθημάτων, σκληρές αλήθειες αλλά και πολύ χιούμορ, μαύρο πολλές φορές και αυτοσαρκαστικό.
Είμαι ευγνώμων για την συνάντησή μου με την "Βρωμιά" και τον Σαντ γιατί με πήγε πολλά βήματα παρακάτω. Είδα μέσα από τα μάτια του το πώς είναι να υπάρχεις και να μην υπάρχεις. Να είσαι αόρατος και αντιμέτωπος με μια κοινωνία αλαζονική. Την αλαζονεία που πηγάζει από την αίσθηση της ασφάλειας, ότι αυτά συμβαίνουν στους άλλους, όχι σε μένα. Τον τελευταίο καιρό ζήσαμε στο πετσί μας το πόσο εύκολα χάνει κανείς τα κεκτημένα του, τα καθημερινά του δεδομένα. Πόσο τραγικά εύκολο είναι να αναγκαστεί κανείς να εγκαταλείψει το σπίτι του και την ζωή του. Πώς ανατρέπονται όλα μέσα σε μια στιγμή.
Ο Σαντ με πήρε από το χέρι και μού έδειξε τον κόσμο του, το φως που εκπέμπει και την ελπίδα μέσα στο περιθώριο. Αυτό κάνει. Και μας συστήνει όλους τους Σαντ αυτού του κόσμου. Και ύστερα βραδιάζει, νικάει τον φόβο του και βγαίνει για να πουλήσει τα τριαντάφυλλά του. 12 χιλιόμετρα κάθε βράδυ. 48 κέντρα. Όλη του η ζωή.
"... κάπου άκουσα μια φράση στα αραβικά, αλλά ξέρω πως τη σκέφτηκε
κάποιος στα γερμανικά. Τώρα θα την πω αυτή τη φράση.
Γι’ αυτά που δε μπορείς να μιλήσεις, καλύτερα να σιωπάς.
Τώρα ξέρω πως αυτή η φράση είναι λάθος.
Γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να μιλάς".