Eδώ και τριάντα πέντε χρόνια, ο χορογράφος με καταγωγή από την επαρχία της Βοϊβοντίνας της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στη σημερινή Σερβία, μαγεύει τους θεατές ανά τον κόσμο με τα χορογραφικά του θεάματα. Εδώ τον έχουμε απολαύσει στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, όταν παρουσίασε την παράσταση «Cherry-Brandy», βασισμένη σε κείμενα του Τσέχοφ. Η λογοτεχνία και το θέατρο (ο Κάφκα, ο Μπίχνερ κ.ά.) συχνά έχουν εμπνεύσει παραστάσεις του Νατζ, παρ’ όλα αυτά, η δουλειά του εντάσσεται στο χώρο του σύγχρονου χορού, καθώς του επιτρέπει μια σύμμειξη μέσων και τεχνοτροπιών με σκοπό την ελεύθερη πτήση στον μαγικό κόσμο των εικόνων, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Οι σπουδές του ξεκίνησαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης (μουσική και ιστορία της τέχνης), για να συνεχίσουν στο Παρίσι με υποκριτική, κινησιολογία, μιμική (δίπλα στον μεγάλο Μαρσέλ Μαρσό) και μοντέρνο χορό, ενώ παράλληλα πήρε μαθήματα πολεμικών τεχνών (τάι-τσι και μπούτο), γι’ αυτό και στις δουλειές του ενσωματώνει όλα τα παραπάνω εκφραστικά εργαλεία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε τη δική του ομάδα και έκτοτε καθιερώθηκε ως πρωτοπόρος του σύγχρονου χορού, ενώ παράλληλα ασχολείται με τις εικαστικές και γλυπτικές εγκαταστάσεις και τη φωτογραφία.
Το ποιητικό και παθιασμένο βλέμμα του, η διαρκής αναζήτηση για νέες φόρμες και η ευρωπαϊκή Ιστορία έχουν τροφοδοτήσει το καλλιτεχνικό του μονοπάτι, όμως ο Νατζ είναι ένας καλλιτέχνης χωρίς σύνορα. Εξάλλου, η δουλειά που θα δούμε στην Ελευσίνα είναι ένα έργο με επιρροές από ποικίλους πολιτισμούς, καθώς δανείζεται τον τίτλο του από την (αρχαιο)ελληνική λέξη «όμμα» και ανεβάζει στη σκηνή οχτώ χορευτές από την Αφρική (Σενεγάλη, Κονγκό, Μάλι, Ακτή Ελεφαντοστού, κ.α.), που, ενώ λειτουργούν ως ενιαίο σώμα, φέρει ο καθένας τη δική του σωματική γλώσσα, τον δικό του χορό, το δικό του δημιουργικό background.
To «OMMA» που ερμηνεύει τη λέξη ως την ικανότητα θέασης πέρα από το βιολογικό βλέμμα, ως συνθήκη μιας βαθύτερης ενδοσκόπησης του εαυτού, χειροκροτήθηκε το καλοκαίρι στην Μπιενάλε της Βενετίας και την Μπιενάλε Χορού της Λιόν και χαρακτηρίστηκε ως ένα «ταξίδι αυτογνωσίας τόσο αρχέγονο όσο και η ίδια η φύση του χορού», που επιχειρεί να αποδείξει την υπόθεση πως ο χορός γεννήθηκε παράλληλα με την ανθρωπότητα, και, άρα, η επιστροφή στην πηγή του χορού και της κίνησης ισοδυναμεί με την επιστροφή στην προέλευση του σύμπαντος.