«Αν το κολύμπι σε ευχαριστεί να μη βουτήξεις ξανά σε γαλάζια καθαρά νερά. Αν κοιμάσαι ήσυχα τα βράδια να γίνει πέτρινο το μαξιλάρι σου και το σεντόνι σου σιδερένιο. Αν δεν είσαι ειλικρινής απόψε εδώ, άξιος δεν θα είσαι να χορέψεις ούτε ένα λεπτό και μόνος σου εκεί στην άκρη θα στέκεσαι μέχρι να πεθάνεις. Κι από μέσα σου θα λες 'μωρέ κοιτά τι ωραία που χορεύουν και τραγουδούν αυτοί εκεί', 'κοίτα τι όμορφοι άνθρωποι που είναι'»: Σαν εκνευρισμένα παιδιά, που αποκλείονται από το παιχνίδι των συνομήλικων τους, τα πρόσωπα στο τελευταίο έργο του Ευθύμη Φιλίππου «Απολογίες 4 & 5», ξεσπούν διαρκώς σε κατάρες και οργισμένα παραληρήματα. Αίφνης, υπαναχωρούν σε πράξεις αυτό-τιμωρίας και γονυπετείς ικετεύουν για συγχώρεση.
Από τη μια, υπάρχει ένας πενταμελής γυναικείος Χορός που άδει με περισσή σοβαρότητα και καλλιέπεια - έξοχη η δουλειά του Henri Kergomar στο πολυφωνικό της Κορσικής και υποδειγματική η παρουσία της σκηνοθέτιδας Αργυρώς Χιώτη ως «κορυφαίας». Φορώντας στολές που παραπέμπουν εξίσου σε κορίτσια του κατηχητικού ή κάποιου παρθεναγωγείου αλλοτινών καιρών όσο και σε φιγούρες από γιαπωνέζικο manga (κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη), με τις επιβλητικές κοτσίδες τους να ανεμίζουν παιχνιδιάρικα, η Ελένη Βεργέτη, η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, η Ματίνα Περγιουδάκη και η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη ακολουθούν μια χορογραφία που ενώνει τον ικαριώτικο με το butoh και τον κρητικό μπάλο με το tai chi. Από την άλλη, υπάρχει ένα ζευγάρι που θέλει διακαώς να μπει στο χορό (Εύη Σαουλίδου, Φιντέλ Ταλαμπούκας). Για να γίνει, όμως, αυτό, υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: να το επιτρέψει ένας ιεροεξεταστής-δικαστής (Ευθύμης Θέου). Η όλη ιδέα, τόσο απλή είναι. Συνάμα, όμως, απείρως σύνθετη μέσα στην απλότητά της.
Βαθιά αντιδραστικό, το κείμενο του Φιλίππου μοιάζει να εγκαλεί, ηθοποιούς και θεατές, να επιστρατεύσουν το παιδικό τους βλέμμα. Το βλέμμα του παιδιού, αυτού του ανερυθρίαστα αλλόκοτου πλάσματος που κάποτε όλοι μας υπήρξαμε, στοιχειώνει και, ταυτόχρονα, απογειώνει αυτό το ιδιαίτερης δραματικής βαρύτητας και σκηνοθετικής σοβαρότητας εγχείρημα.
«Καλή συναρμολόγηση» μου εύχονταν χαιρέκακα κάποιοι όταν τους ανακοίνωνα πως θα δω το νέο θεατρικό του Ευθύμη Φιλίππου (γενν. 1977), του αλλοτινού κειμενογράφου που εξελίχθηκε σε διεθνώς διακεκριμένο σεναριογράφο («Κυνόδοντας», «Άλπεις», «L», «Chevalier», «Αστακός») και, πρόσφατα, σε δραματουργό κειμένων ιδιαίτερης θερμοκρασίας, όπως ήταν τα «Αίματα» στη Στέγη πριν από δύο χρόνια ή «Τα ωραία μας χέρια», τον περασμένο χειμώνα, στις Ροές. Δεν χρειάστηκε, ωστόσο, να έχω ικανότητες μηχανικού για να «συναντήσω» το τελευταίο έργο του Φιλίππου και να φιλτράρω τις κατηγορίες περί «δηθενιάς» και «σοβαροφάνειας» που είθισται να ακολουθούν τις μη γραμμικές θεατρικές αφηγήσεις, όπως η συγκεκριμένη. Αγαπώ, εξάλλου, τα αινίγματα.
«Όλα τα έργα τέχνης, η τέχνη στο σύνολό της, είναι αινίγματα -αυτό εξόργιζε ανέκαθεν τη θεωρία της τέχνης», έλεγε ο Τεοντόρ Αντόρνο σε έναν από τους περίφημους αφορισμούς του. Αυτό εξοργίζει ανέκαθεν και μια μερίδα των θεατρόφιλων–ειδικών και μη, θα συμπληρώσω. Δεν χρειάζεται, όμως, να ανατρέξει κανείς στη φιλοσοφία για να έρθει σε επαφή με τις «Απολογίες 4 & 5». Το τελευταίο έργο του Φιλίππου έχει, μέσα στην ηθελημένη παιδικότητά του και την εσκεμμένα αυτιστική επαναληπτικότητά του, την αινιγματική αμεσότητα του μεγάλου έργου τέχνης. Αστραποβολεί παιγνιώδους διάθεσης και αλλόκοτου λυρισμού, απροσποίητης πνευματικότητας και θεατρικής αυθεντικότητας.
Τι παράξενα ωραίο έργο είναι αυτό; Είναι, άραγε, μια αλληγορία για το επισφαλές όραμα μιας ισότιμης κοινότητας δικαίου; Μια παραβολή για τον ψυχαναγκασμό της κοινωνικής (ή ακόμη και της ...ευρωπαϊκής) ένταξης; Μια μεταμοντέρνα παραλογή που στοιχειοθετήθηκε με όρους δημοτικού τραγουδιού για να μας τραγουδήσει την κατάρα του νέου απάνθρωπου ανθρωπισμού; Όπως κι αν προσδιοριστεί το κείμενο του Φιλίππου, ένα είναι βέβαιο: πως γράφτηκε σε αγαστή –αδιάσπαστη, θα έλεγα- συνεργασία με την σκηνοθέτιδά Αργυρώ Χιώτη και τους οχτώ ηθοποιούς της ομάδας Vasistas. Σε πραγματικά γεγονότα της ζωής τους, στις προσωπικές ομολογίες και τις βιογραφικές μαρτυρίες τους βασίστηκε. Κι έπειτα, μορφοποιήθηκε σε μια παράσταση μοναδικής αισθητικής και μορφοπλαστικής ισχύος. Η Χιώτη οικειοποιήθηκε δομικά στοιχεία της πολυφωνικής τεχνικής του δημώδους τραγουδιού αλλά και της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας – υπάρχουν κι εδώ επεισόδια, στάσιμα και χορικά και, προπάντων, αν και άτυπα, η αίσθηση μιας ιερουργίας.
Στο καφκικής υφής αισθητικό της σύμπαν, με την αυστηρή γεωμετρία και την εκθαμβωτική ομοιομορφία, όπου καμιά ρωγμή ή σύγκρουση δεν έχει θέση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το υπαρξιακό δράμα της αποχαυνωτικής ομοιομορφίας που εκκολάπτεται με νεοφασιστικούς όρους στην αγκάλη της παγκοσμιοποίησης. Το όνομα «Ευθύμης Φιλίππου» χαίρει αναγνωρισιμότητας διεθνώς. Η ομάδα Vasistas έχει διαρκή παρουσία στη Γαλλία. Η πρόσφατη αυτή συνεργασία τους μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει (και) εκτός συνόρων, συστήνοντας διεθνώς μια νέα σκηνική γλώσσα.
Οι «Απολογίες 4 & 5» παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260 στις 20 & 21/6.