Μια νοσηρή παραβολή για το αντι-ηρωϊκό σήμερα πιστεύω πως ήθελε να είναι το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, το οποίο ανέβασε η ίδια στην Πειραιώς 260 και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στις 14, 15 & 16/7. Αθυρόστομο, εσκεμμένα ενοχλητικό και σχεδόν εξ ολοκλήρου γραμμένο σε έναν -α λα Μποστ- ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με αρκετές πετυχημένες ρίμες, το έργο της, μολονότι διέθετε την ατμόσφαιρα του «πολύκροτου» κι έσφυζε από τρέλα, ζωντάνια και ερμηνείες στην κόψη του ξυραφιού, παρέμεινε, τελικά, ένα ανερμάτιστο κι ασαφές σκαρίφημα, άνισο δραματουργικά, συγκεχυμένο ιδεολογικά κι ανολοκλήρωτο σκηνικά. Η ωραία τρέλα της έναρξης έδωσε σύντομα τη θέση της στην υστερική αναπαράσταση και το ζωτικό χιούμορ οπισθοχώρησε μπροστά στην επιφανειακή καταγραφή εθνικών παθογενειών. Η κεντρική ιδέα συνοψιζόταν στο εξής sci-fi ερώτημα: «Τι θα έκανε ο μαρτυρικός πρωτεργάτης της Εθνικής Επανάστασης, Αθανάσιος Διάκος, αν διακτινιζόταν στην Αθήνα του 2012;» Η Λένα Κιτσοπούλου απάντησε ως εξής: ανοίγει ψησταριά στου Ψυρρή και μεταλλάσσεται σε έναν άθλιο Ελληνάρα, σε έναν homo-malakas που βρίζει χυδαία, ξυλοφορτώνει, βιάζει και τελικά σφαγιάζει την –σημειώστε, έγκυο- σύζυγό του, την Κρουστάλλω, η οποία, παρεμπιπτόντως, τον απατά με τον Κούρδο ντελιβερά υπάλληλό του. Η εν λόγω υπόθεση φοβάμαι πως μπορεί να παρομοιαστεί μάλλον με χοντροκομμένο αστείο παρά με θαυμαστή αλληγορία. Κι έχω την εντύπωση πως η Λένα Κιτσοπούλου, στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί μια τέτοια σύλληψη- ιδεολόγημα, προσδίδοντάς της σουρεαλιστική πνοή, μας χάρισε ορισμένες στιγμές αβίαστου γέλιου και κάποιες άλλες υψηλής συναισθηματικής έντασης αλλά, κατά κύριο λόγο, πελαγοδρόμησε σε φλυαρίες και κοινοτοπίες, σε ένα κακώς εννοούμενο επιθεωρησιακό χιούμορ της μπαλαφάρας και σε αρκετές, άνευ λόγου κραυγαλέες, λύσεις, όπως η τελική σκηνή της σφαγής της Κρουστάλλως. Δεν κατάφερε, όμως, να αρθρώσει κάτι πραγματικά καίριο και σημαντικό για το σήμερα, επικυρώνοντας έτσι την αλληγορική διάθεση του έργου της. Λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη και της Ρίτας Σακελλαρίου ενορχήστρωσαν την παράσταση, από την οποία παρέλασαν ακόμη κι ο Εσταυρωμένος και οι Πρωτόπλαστοι, με την ίδια την Λένα Κιτσοπούλου ως γυμνόστηθη Εύα, με φύλο συκής, ξανθή κόμη και ύφος Τσιτσιολίνας, να δέχεται το ξυλοφόρτωμα του Αδάμ της. Η παρουσίαση των οικείων κακών του έθνους (ο νεοπλουτισμός, ο ρατσισμός, ο λαϊκισμός και η νοοτροπία του ραγιά-εκδικητή) δίχως, όμως, εμπνευσμένο πάντα τρόπο, και η εμμονή στην ενδο-οικογενειακή βία και το ανελέητο βρισίδι, αντί να προκαλέσουν γόνιμο σοκ, έφτασαν να προκαλούν χασμουρητά. Το μεγάλο ατού της παράστασης ήταν τελικά οι αξιέπαινες, πλην όμως διαρκώς «στη διαπασών», ερμηνείες του Νίκου Καραθάνου (Αθανάσιος Διάκος), της Έμιλυ Κολιανδρή -τι λαμπερό πλάσμα- (Κρουστάλλω) και του Γιάννη Κότσιφα (Κούρδος εραστής).
Ήμουν εκεί: «Αθανάσιος Διάκος: η επιστροφή»
Μια νοσηρή παραβολή για το αντι-ηρωϊκό σήμερα πιστεύω πως ήθελε να είναι το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, το οποίο...