
Γράφαμε τις προάλλες για την "Τελειότητα" του Βιντσέντζο Λατρόνικο και το πόσο όμορφα αποτυπώνει τη σταδιακή κατάρριψη του μύθου του Βερολίνου ως πόλη της ελευθερίας και της δημιουργικής εργασίας καθώς έρχονται οι… Αμερικάνοι και ο αστικός εξευγενισμός. Παρατηρούμε πως οι επιπτώσεις του τουρισμού στους μόνιμους κατοίκους των δημοφιλών προορισμών αλλά και στους εργαζόμενους σε αυτόν εμπνέουν τους νέους συγγραφείς, ειδικά στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. 'Άλλωστε και σε ερευνητικό επίπεδο, η Ισπανία έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια μια συστηματική παραγωγή θεωρητικού λόγου που βλέπει κριτικά τις επιπτώσεις της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού. Δυο από τα βιβλία που ξεχωρίσαμε στις τελευταίες αναγνώσεις μας, μάς έβαλαν με διαφορετικό, ευρηματικό τρόπο σε δύο εργασιακούς μικρόκοσμους, ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στη Βαρκελώνη και μιας αλυσίδας σουπερμάρκετ στα Κανάρια Νησιά φέρνοντάς μας αντιμέτωπες με το άλλο πρόσωπο του τουρισμού, καθώς πλέαμε αμέριμνες στον Αργοσαρωνικό.
"Μεσαία τάξη λιγάκι κατώτερη"

Στο "Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα: Μια ιστορία για τον τουρισμό, την εργασία και την τάξη" (εκδ. Carnivora, μετάφραση: Χριστιάννα Νικηφοράκη) η Άννα Πατσέκο από τη Βαρκελώνη, διεισδύει σε ξενοδοχεία πολυτελείας της πόλης της, όπου όλα είναι αρμονικά, παρακολουθώντας πώς οι διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων προσαρμόζονται σε αυτή την αρμονία, ακόμη κι όταν οι συνθήκες εργασίες τους κάθε άλλο παρά αρμονικές είναι. Γραμμένο με αμεσότητα και ενσυναίσθηση, κινούμενο μεταξύ ανθρωπολογικής έρευνας πεδίου, χρονικού και δοκιμίου, το διεισδυτικό παζλ που φτιάχνει διαβάζεται και ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Ξεκινώντας από τη μινιατούρα κρουαζιερόπλοιου στο σαλόνι των γονιών της και καταλήγοντας στα νεκροταφεία κρουαζιερόπλοιων που έφερε στις οθόνες μας η πανδημία, η Πατσέκο διατρέχει την κατασκευή του "συνδρόμου αγέλης μεσαίας τάξης" των all-inclusive resorts των ‘00s, εστιάζοντας ταυτόχρονα στους σημερινούς εργαζόμενους στα πολυτελή ξενοδοχεία, η πλειοψηφία των οποίων (θέλει να) ανήκει στη "μεσαία τάξη λιγάκι κατώτερη".
Αυτό το εμβριθές χρονικό - ταξική ανατομία του τουρισμού δανείζεται διαφορετικές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και την αργκό του μάρκετινγκ και της τουριστικής βιομηχανίας των αξιολογήσεων και των διαφημίσεων, συνθέτοντας προσωπικές μαρτυρίες, μελέτες, τηλεοπτικές σειρές διαφορετικών δεκαετιών, από το "Paraiso" που έμαθε στο ισπανικό κοινό πριν δυο δεκαετίες ότι όλοι μπορούν να πάνε μαζικές "πολυτελείς" διακοπές ως το "White Lotus" και την εξοικείωση μας (για να μην πούμε ενσυναίσθηση) με τα προβλήματα του 1%. Πόσο εκτιμάται, τελικά, η εργασία στον τουρισμό; Ποιές είναι οι ελλείψεις των τόπων που κατοικούμε που μας κάνουν να δραπετεύουμε από τη μεγάλη πόλη; Μπορεί ένα υπερτουρισικοποιημένο μέρος να αποκτήσει δυνατότητες χειραφέτησης;
Οι αδιάβροχοι κάτοικοι των τουριστικών Καναρίων Νήσων

"Αν αποτύχουν όλα, αν δεν χρησιμεύεις σε τίποτα, αν είσαι σε σύγχυση και χρειάζεσαι χρόνο να πάρεις μια ανάσα, να ανασκουμπωθείς, να αποφασίσεις ποιό θα είναι το επόμενο βήμα σου, μπορείς να μπεις στον τομέα παροχής υπηρεσιών και να ζεις κακήν κακώς από τον τουρισμό."
Σε άλλο κλίμα, τουλάχιστον από λογοτεχνική άποψη, ο "Σουπερόσαυρος" (εκδ. Carnivora, μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη), το πρώτο βιβλίο της Μέργεμ ελ Μεγντάτι (αποστηθίστε το όνομά της και όταν διαβάσετε το βιβλίο θα μας θυμηθείτε!), αν και έργο "99% μυθοπλασία", με μόνη σύμπτωση μεταξύ συγγραφέα και πρωταγωνίστριας το όνομα και την ηλικία, διαβάζεται ως ένα διασκεδαστικό όσο και σκληρό χρονικό εργασιακής ενηλικίωσης με φόντο τα τουριστικά Κανάρια Νησιά που μοιάζουν να αναπτύσσονται διαρκώς σε βάρος των κατοίκων τους. Στις σελίδες του παρακολουθούμε τη νεαρή αφηγήτρια με το πολύπλοκο εκπαιδευτικό προφίλ να αναγκάζεται να χαμηλώσει τις προσδοκίες της για να συμβιβαστεί με τη θέση ασκούμενης σε μια μεγάλη εταιρεία σουπερμάρκετ και μαζί το πώς στα Κανάρια "αν αποτύχουν όλα, αν δεν χρησιμεύεις σε τίποτα, αν είσαι σε σύγχυση και χρειάζεσαι χρόνο να πάρεις μια ανάσα, να ανασκουμπωθείς, να αποφασίσεις ποιό θα είναι το επόμενο βήμα σου, μπορείς να μπεις στον τομέα παροχής υπηρεσιών και να ζεις κακήν κακώς από τον τουρισμό."

"Από πολύ νωρίς το να είσαι από τα Κανάρια δεν είναι απλώς μια καταγωγή, είναι τρόπος ζωής. Φιλοσοφία. Δεν θυμώνουμε. Δεν στρεσαριζόμαστε. Και κυρίως, δεν κρίνουμε τους άλλους. Τι σημασία έχει αν στα δώδεκα σε βάλουν σε μια τάξη με νεαρούς εγκληματίες δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρονών, ή αν στα δεκατέσσερα έχεις ήδη τρεις εγκύους στην τάξη; (...) Στα δεκαπέντε πλέον το ξέρεις, τα έχεις όλα ξεκάθαρα: είναι ο ΝΟΤΟΣ του νησιού, με τους τουρίστες, κι έπειτα είναι ο Νότος που έλαχε σε σένα."
Πώς είναι να μεγαλώνεις στα νησιά "στα οποία κουμάντο κάνει ο τουρίστας, και όπου διαστρεβλώνεται και εκπορνεύεται τόσο η γη"; "Αν είσαι από το Γκραν Κανάρια, και συγκεκριμένα από τον Νότο του Γκραν Κανάρια, μετατρέπεσαι σε άτομο αδιάβροχο στην αποθάρρυνση, ένα πλάσμα ελαφρώς άγριο με μητρική γλώσσα τον κυνισμό. Είναι πολύ δύσκολο να εντυπωσιαστείς, επειδή στα έξι σου είχες ήδη συνηθίσειο να βλέπεις ενήλικες να κοιμούνται του καλού καιρού μέσα σε μια λιμνούλα εμετού δίπλα ακριβώς στο παγκάκι που καθόσουν για να περιμένεις να σε πάρει το σχολικό. Από πολύ νωρίς το να είσαι από τα Κανάρια δεν είναι απλώς μια καταγωγή, είναι τρόπος ζωής. Φιλοσοφία. Δεν θυμώνουμε. Δεν στρεσαριζόμαστε. Και κυρίως, δεν κρίνουμε τους άλλους. Τι σημασία έχει αν στα δώδεκα σε βάλουν σε μια τάξη με νεαρούς εγκληματίες δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρονών, ή αν στα δεκατέσσερα έχεις ήδη τρεις εγκύους στην τάξη; (...) Στα δεκαπέντε πλέον το ξέρεις, τα έχεις όλα ξεκάθαρα: είναι ο ΝΟΤΟΣ του νησιού, με τους τουρίστες, κι έπειτα είναι ο Νότος που έλαχε σε σένα."
Καθώς οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου αλλάζουν ανάλογα με το εταιρικό mail της Μέργεμ από πρακτικάρια σε μισθωτή συνεργάτιδα με διαφορετικά εργασιακά στάτους, μετέχουμε στην προσπάθειά της να γίνει αδιάβροχη, νιώθουμε στους ώμους την κούραση της εργασίας, των σχέσεων, του λεωφορείου του δίωρου πηγαινέλα για το σπίτι που κοστίζει 15 ευρώ, και κυρίως, του ορίζοντα προσδοκιών που κλείνει αντιστρόφως ανάλογα με τις προαγωγές, σε ένα ειλικρινές, παιγνιώδες, ασήκωτα αληθινό millennial ψυχογράφημα.
Στη σκιά της σεζόν
Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι κάποιο πρόσφατο λογοτεχνικό παράδειγμα από την ελληνική λογοτεχνία που να καταπιάνεται με το θέμα του τουρισμού και την εργασία σε αυτόν (πέρα, ίσως από μια πιο γενική προβληματική του ελληνικού καλοκαιριού, σαν αυτή, για παράδειγμα, στον βασισμένο στα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου "Καύσωνα" του Γιάννη Παναγόπουλου που είχαμε δει πέρυσι στη Στέγη Ωνάση). Πάντως, η ταινία "Animal" της Σοφίας Εξάρχου παραμένει ίσως η πιο εμβληματική καλλιτεχνική αποτύπωση του "δουλεύω σεζόν".

Αντίθετα, την εικαστική παραγωγή το θέμα φαίνεται να την απασχολεί πιο έντονα, άλλωστε τα ξενοδοχεία και τα καλλιτεχνικά projects στα νησιά εξελίσσονται σε βασικό χώρο έκθεσης έργων και παραγγελιών για τους/ις καλλιτέχνες/ιδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βίντεο δοκίμιο "Στη σκιά της σεζόν" της Δήμητρας Κονδυλάτου που παρουσιάζει όψεις της αναπαραγωγικής και συναισθηματικής εργασίας στο εμπορευματοποιημένο και έμφυλα ιεραρχημένο περιβάλλον των τουριστικών καταλυμάτων. Μέσα από αποσπάσματα συζητήσεων με φίλες που εργάζονται σε διαφορετικά πόστα και την οπτική καταγραφή τουριστικών περιοχών και καταλυμάτων, επιχειρεί να εντοπίσει πώς ανανοηματοδοτείται η έννοια της οικιακότητας και πώς επιτελούνται οι άυλες ποιότητες αυτών των επαγγελμάτων, όπως η φιλοξενία, η φροντίδα, η επικοινωνία, η ενσυναίσθηση και η γενναιοδωρία, εντός του συγκεκριμένου επαγγελματικού πλαισίου με την επιστροφή της σεζόν.
Πότε ο τουρισμός φτωχαίνει;
Ο Βασίλης Παπαγεωργίου στην περσινή ατομική του έκθεση στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Σάλτσμπουργκ εστίασε στον ελληνικό τουρισμό την εποχή της κλιματικής κρίσης και της εξάντλησης, προσωπικής και πλανητικής επιχειρώντας ένα πολύπλευρο ταξίδι από το Νότο προς το Βορρά που περνά μέσα από διαφορετικούς κώδικες. Οι κατακίτρινες ξαπλώστρες που πρωταγωνιστούν στην εγκατάσταση αντανακλούν κάτι από την ευφορία και τη δυστοπία που γεννά ο τουρισμός, ενώ οι βίντεο-σημειώσεις γειώνουν τη συζήτηση στον ανθρώπινο αλλά και τον περιβαλλοντικό παράγοντα (λειψυδρία, εξάντληση) που συχνά κρύβεται πίσω από μια διαφήμιση αλλά και από το θέσφατο μιας αφήγησης όπου ο τουρισμός είναι πανάκεια.

Στην παρουσίαση του βιβλίου "Sunseekers or Dimming the Sun or” που συμπλήρωσε την έκθεση στη Στέγη Ωνάση, η Julia Morandeira Arrizabalaga (ερευνήτρια και επιμελήτρια στον διασταυρούμενο χώρο της κριτικής θεωρίας, των πολιτισμικών σπουδών και των εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών πρακτικών, και Διευθύντρια Σπουδών στο Museo Reina Sofía στη Μαδρίτη) εστίασε στο πώς σε περιοχές της χώρας της, ειδικά νησιωτικές, που ζουν μόνο από τον τουρισμό ο πληθυσμός προλεταρικοποιείται και "φτωχαίνει" αν όχι οικονομικά σε άλλα επίπεδα επιλέγοντας π.χ. συχνά να μην σπουδάσει, να μην φύγει καθόλου από τον τόπο καταγωγής του, με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στη συντηριτικοποίηση και το "κλείσιμο” της κοινωνίας στον εαυτό της. Μπορουμε να κανουμε αντι-σέξι τον τουρισμο και να αναδείξουμε αλλες ποιοτητες αυτού που αποκαλούσαμε κάποτε παραθερισμό;, διερωτάται.
Ζώντας και δουλεύοντας στο νησί - θέρετρο

Το "Μουσικό Βίντεοκλιπ για το τραγούδι {(Monotonous)*(Déjà vu)*(15gusto)}*” είναι έργο της Νice Contradiction, alter ego της εικαστικού Ναταλί Γιαξή που με τα DIY τραγούδια της επιχειρεί να ευθυγραμμίσει το εφήμερο και το μεταφυσικό, ενώ βρίσκει μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης στο κυπριακό καλοκαίρι. Aφόρητες θερμοκρασίες, κακογουστιά, all-inclusive τουρισμός, ο πόθος για ‘ανέμελη ζωή’ που επιβάλλεται υποδόρια από τη συνθήκη ‘νησί-θέρετρο’, αλλά και η προδιάθεση για καταστροφή, με τις πιο μεγάλες συμφορές της χώρας να έχουν συμβεί αυτή την εποχή, συνθέτουν ένα καλοκαιρινό τοπίο παράξενο, γεμάτο αντιθέσεις και συγκρούσεις. Το συνεχιζόμενο έργο "Nice Contradiction Does Summer Sadness Again Bitches” άρχισε το καλοκαίρι του 2013 και κάθε καλοκαίρι, μεγαλώνει κατά ένα τραγούδι.
Στην εικαστική εγκατάσταση των Μαρία Κ. και Μαρλένο, "Ασβέστωμα” που είχε παρουσιαστεί το 2023 στην έκθεση "Οι πέτρες καίνε τον Ιούλιο και μαζί καίνε και τα μάτια μου. Με ασβέστη, χλωρίνη και κουτσομπολιά" που είχα επιμεληθεί στο Φεστιβάλ Διαδρομές στη Μάρπησσα, ο τουρισμός συνδέθηκε με τον αόρατο χαρακτήρα της έμφυλης και μεταναστευτικής εργασίας. "Όλο τον χρόνο άνθρωποι ασπρίζουν τα σπίτια και μαζί ασπρίζουν και τα ρούχα τους, ο ασβέστης πέφτει πάνω στο δέρμα τους και το καλοκαίρι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους ανθρώπους αυτούς όταν κάθονται μπροστά από τα σπίτια. Το λευκό πάνω στους ίδιους, στα σπίτια και την πόλη είναι μία διαρκή υπενθύμιση ότι το λευκό πρέπει να διατηρηθεί, να παραμείνει καθαρό, να ασπρίσει πάλι. Η λευκότητα και η ορατότητα δημιουργούν έτσι κάθε φορά τις προϋποθέσεις για την αορατότητά και τη συνεχή λευκότητά τους. Τους ψάχνουμε στο χωριό και τους εντοπίζουμε χαμηλόφωνα. Τους ψάχνουμε στο χωριό και τους καλούμε στα σημεία που σπάει το λευκό. Δεν μας αρέσει να κρατάμε το λευκό λευκό.”
Στα μετόπισθεν του τουριστικού ονείρου
Βλέποντας τις μετανάστριες εργαζόμενες στην καθαριότητα στη Σκόπελο να ξεκουράζονται σε μια βεράντα στο βίντεο της Doreida Xhogu από τη σειρά έργων "Mama Klorin” που παρουσιάστηκε στο The Demos Center του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, σε επιμέλεια των Πάτι Βαρδάμη και Ιωάννας Παπαπαύλου, και εξελίσσεται σε ταινία, μια εικόνα από τα backstage του τουριστικού ονείρου έρχεται στο προσκήνιο με φόντο το ειδυλλιακό νησιώτικο τοπίο που συνήθως απολαμβάνουν άλλοι.

Αν και δεν αναφέρεται στην εργασία αυτή καθαυτή, μια από τις πρώτες εικόνες της πίσω πλευράς του ελληνικού τουρισμού, θυμάμαι να έχω δει στις φωτογραφίες της Ζωής Χατζηγιαννάκη "Fleeting island: the production of space in Santorini" (2006-10), μέρος της διδακτορικής διατριβής της που προσπαθούσαν να απεικονίσουν τις δυναμικές και σχεσιακές πτυχές του διαρκώς μεταβαλλόμενου τουριστικού τοπίου της Σαντορίνης.

Τέλος, στην εγκατάσταση "Alien species served with local purities” των Πέγκυς Ζάλη και Παναγιώτη Λιανού (που παρουσιάστηκε στην έκθεση "Τ' αυτιά μας στο τσιμέντο" στο Φεστιβάλ Διαδρομές στη Μάρπησσα το καλοκαίρι του 2024 και πρόσφατα στους "Αρχαιολογικούς Διαλόγους 2025" στο Ρέθυμνο) τα ξενικά είδη που καλούμαστε να φάμε γιατί αποικίζουν τα νερά της Μεσογείου, κα ανταγωνίζονται τα ενδημικά, σερβίρονται με τοπικά "αγνά” προϊόντα προτείνοντας συνταγές που αξιοποιούν συστατικά όπως ο υπερτουρισμός, η προσφυγική κρίση, η άνοδος του εθνικισμού και η αποικιοκρατία. Το έργο περιλαμβάνει τρία μυθο-κριτικά κείμενα με τη μορφή μαγειρικών συνταγών και μια σειρά από γλυπτά μαγνητάκια.