
Στο υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025 βιβλίο του Βιντσέντζο Λατρόνικο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Loggia (που μας γνωρίζουν, μεταξύ άλλων, διαφορετικές πολύ ενδιαφέρουσες όψεις της ιταλικής λογοτεχνίας με συνέπεια, εδώ σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση) μπαίνουμε στο σπίτι της 'Άννας και του Τομ, ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων από την Ιταλία που ζει το όνειρο της δημιουργικής ελεύθερης εργασίας στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν.
Με καταιγιστική αμεσότητα, εικόνες και συναισθήματα που ζωντανεύουν και εναλλάσσονται σε κάθε σειρά, όπως το feed των ηρώων στο instagram, χιούμορ, αναστοχασμό και αυτοκριτική, η "Τελειότητα" μας κάνει κοινωνούς του μύθου της εναλλακτικής, καλλιτεχνικής μητρόπολης του Βερολίνου και μας παίρνει μαζί της μονοκοπανιά μέχρι το προδιαγεγραμμένο τέλος (δύσκολα θα αφήσετε το βιβλίο πριν το διαβάσετε και με τα μάτια σας).

Ζώντας τον μύθο του δημιουργικού Βερολίνου
"Το Βερολίνο τους καθόριζε περισσότερο από το επάγγελμά τους. Το Βερολίνο ήταν ουσιαστικά η κύρια ενασχόλησή τους - να το παρατηρούν, να το καταλαβαίνουν, να νιώθουν αναπόσταστο μέρος του. Η δουλειά ήταν κάτι που τους είχε τύχει. Το Βερολίνο αυτό που είχαν επιλέξει."
Ανάμεσα σε μικροζυθοποιίες, pop up με φυσικά κρασιά και βίγκαν ζαχαροπλαστεία, εταιρείες έξυπνου τουρισμού και συνεργατικούς χώρους εργασίας, η Άννα και ο Τομ έζησαν για κάποια χρόνια την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαν να ζήσουν κάνοντας πράγματα που τους αρέσουν χωρίς να χρειάζεται να δουλεύουν πολύ σε μια πόλη που όλα ήταν πολύ φθηνά. Γραφίστες, content creators, δημιουργοί concept, όχι μόνο δημιουργούσαν μια αισθητική που απέπνεε κάθε μπεργκεράδικο και κάθε αφίσα στο Βερολίνο, αλλά "την εσέπνεαν με όλο τους το είναι κι ένιωθαν πως ήταν ο αγωγός που διοχέτευε έναν αέρα κοσμοπολιτισμού στη βαλτωμένη ατμόσφαιρα της νότιας Ευρώπης" μέσω των post τους στα social. "Οι οικογένειές τους δεν καταλάβαιναν. Η ιδέα της τηλεργασίας είχε κάτι ύποπτο για εκείνους, έβλεπαν τη μετακόμισή τους στο Βερολίνο σαν ένα καπρίτσιο, ένα Erasmus εκτός χρόνου. Αντί να χτίζουν το μέλλον τους, ξόδευαν".

Παρότι ζήλευαν με έναν παράξενο τρόπο τη μυθική δεκαετία του ‘90 τότε που καθετί περίμενε να το ανακαλύψουν, τότε που γίνονταν καταλήψεις σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα ή νοικιάζονταν για ψίχουλα, εκτός από χρόνο, το Βερολίνο τους πρόσφερε ακόμη άφθονο χώρο. "Χώρο που τον είχε εκκενώσει η ίδια η ιστορία." "Ένα ολόκληρο αεροδρόμιο έμενε σε αχρηστία χωρίς να χτιστεί ή να φυτευτεί τίποτα στη θέση του, και αντί να γίνει πάρκο, βαφτίστηκε Freiheit, τουτέστιν ελευθερία. Ο κενός χώρος ήταν που συμβόλιζε γι αυτούς τη βαθιά ουσία του Βερολίνου."

'Έκαναν για τα χρήματα αυτό που κάποτε έκαναν από πάθος. Είχαν μετατρέψει το πάθος τους σε επάγγελμα. "Το Βερολίνο τους καθόριζε περισσότερο από το επάγγελμά τους.Το Βερολίνο ήταν ουσιαστικά η κύρια ενασχόλησή τους - να το παρατηρούν, να το καταλαβαίνουν, να νιώθουν αναπόσταστο μέρος του. Η δουλειά ήταν κάτι που τους είχε τύχει. Το Βερολίνο αυτό που είχαν επιλέξει."

Στην πρόσφατη ομιλία του στο Ινστιτούτο Γκαίτε στην εκδήλωση "Heritage in Focus - Παρακαταθήκες Αεροδρομίων: Tempelhof και Ελληνικό” ο διακεκριμένος θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Anh-Linh Ngo είχε παρουσιάσει αναλυτικά τη δυστοπική εικόνα του πώς έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες το Βερολίνο με την ιδεολογία της αγοράς να μεταμφιέζεται σε αστικό σχεδιασμό δημιουργώντας μια πόλη για την ελίτ.
Σύμβολο του gentrification, της αλλαγής των χρήσεων γης, των αντιφάσεων και της επισφάλειας της δημιουργικής εργασίας και της gig work, το Βερολίνο της "Τελειότητας" είναι μια πολύ πραγματική πόλη που όλοι όσοι έχουμε ζήσει κάτι από το όνειρό της ως κάτοικοι, επισκέπτες, πολιτιστικοί τουρίστες μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Αλλά, ταυτόχρονα είναι και ένα σύμβολο της απανταχού gentrified μητρόπολης των ίδιων αλγοριθμικών μαγαζιών και τάσεων που σταδιακά αλλάζει χρήσεις (γης), διώχνει τους κατοίκους της και υποδέχεται νέους. Σαν τη Λισαβόνα που θα ζήσουν για λίγο οι ήρωες προς το τέλος του βιβλίου αναζητώντας να σώσουν κάτι από το όνειρο και τη δουλειά τους. Σαν την Αθήνα του τουριστικού κέντρου, της "Μυκονιάτικης" Αττικής Ριβιέρας, των καταλήψεων που γίνονται γκαλερί για να γίνουν πολυτελή διαμερίσματα.
"Η τέχνη ήταν ο υπόγειος παλμός της ζωής τους στο Βερολίνο"

Όσες έχουμε επισκεφτεί ή συμμετάσχει σε καλλιτεχνικά δρώμενα σε υποβαθμισμένες γειτονιές από το Mitte ως το Μεταξουργείο δεν μπορεί να μην αναγνωρίσουμε κάπου εκεί μέσα τον εαυτό μας. Η σύγχρονη τέχνη και οι γκαλερί ως σκηνικό θεάτρου και κοινωνικό κέντρο όπου όλοι είχαν λόγο και παρουσία, ακόμη κι όταν ήξεραν πολύ καλά ότι δεν την καταλάβαιναν, και τα σχόλια για τα έργα ακούγονταν ψιθυριστά στα ελληνικά ή τα αγγλικά, έχει, βέβαια, τη δική της θέση στη ιστορία της "Τελειότητας". Άλλωστε, όπως έχουν αναλύσει οι θεωρητικοί της πολιτιστικής βιομηχανίας, η μορφής του/της καλλιτέχνη με την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα που αυτή συνεπάγεται έχει αποτελέσει πρότυπο για τον σύγχρονο καπιταλισμό, με διάφορους κλάδους να υιοθετούν παράλληλα την αισιόδοξη ορολογία της τέχνης με διόλου αισιόδοξα αποτελέσματα.
Καθώς λοιπόν, στη Βερολινέζικη κοινότητα της "Τελειότητας" όλοι ταυτίζονταν με μια κάποια εκδοχή της αριστεράς, και περνούσαν πιο πολύ χρόνο στο Instagram απ’ ότι θα ήθελαν, με τις συνταγές για κουνουπίδι καψαλισμένο στη φωτιά να εναλλάσσονται με τις εκκλήσεις για βοήθεια στους πρόσφυγες που αρχίζουν να συρρέουν στο Βερολίνο, παρακολουθούμε το peak του ηθικού ενθουσιασμού τους να εκδηλώνεται στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και στα κοινωνικά δίκτυα και σταδιακά να αποσύρονται από την πολιτική δράση καθώς οι πρόσφυγες μετεγκαθίστανται σε κοινωνικές κατοικίες.
Και ύστερα ήρθαν οι Αμερικάνοι

"Τον εξευγενισμό τον αντιλαμβάνονταν μόνο ως κάτι που έπρατταν οι άλλοι".
Την εποχή που είχαν φτάσει στο Βερολίνο η Άννα και ο Τομ τα ενοίκια ήταν ακόμη χαμηλά, υπήρχε ακόμη οι τσαγκάρης της γειτονιάς, ώσπου ήρθαν οι Αμερικάνοι. "Τον εξευγενισμό τον αντιλαμβάνονταν μόνο ως κάτι που έπρατταν οι άλλοι". Πότε απομακρύνεται η "Τελειότητα" και ζωή που είχαν χτίσει η Άννα και ο Τομ αποδεικνύεται ξαφνικά εύθραυστη, έτοιμη να γίνει θρύψαλα; Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο (γεν. Ρώμη, 1984) που έζησε για χρόνια στο Βερολίνο και σήμερα κατοικεί στο Μιλάνο, μεταφέρει παραστατικά το αίσθημα της ανασφάλειας των ηρώων του (και μιας γενιάς) που εκδηλωνόταν μέσα από έναν διαρκή, νευρικό ενθουσιασμό πριν αποφασίσουν τελικά να πάρουν ό,τι από το συμβολικό κεφάλαιό τους δεν είχε απορροφηθεί από την πόλη και την αγορά και να κατηφορίσουν προς το νότο για να συνεχίσουν να δημιουργούν concepts αυτή τη φορά προσανατολισμένοι στο αγροτικό, τουριστικό όνειρο της πατρογονικής γης, φτιαγμένο λίγο πολύ με τα ίδια υλικά που έχουν μάθει.

Εν τω μεταξύ στο Βερολίνο οι καταλήψεις είχαν εκκενωθεί ή κατεδαφιστεί, όπως η θρυλική Tacheles, οι φίλοι τους είχαν αρχίσει να φεύγουν υποσχόμενοι να γυρίσουν μόλις βρουν διαμέρισμα ή δουλειά και τα εγκαταλελειμένα οικόπεδα είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει - ή μάλλον ήταν σαν να είχαν εμφανιστεί έτοιμα κιόλας - νεόδμητα πολυτελή συγκροτήματα, πάντα χωρίς κουρτίνες, με νησίδες κουζίνες από brushed inox, όπου πότε πότε φαινόταν η φιγούρα ενός άντρα, γιατί πάντα άντρες ήταν, όρθιοι δίπλα στον πάγκο της κουζίνας να σιγοπίνουν ένα ποτήρι κρασί.