Τα βιβλία του Χρήστου Βακαλόπουλου δεν υπάρχουν πια στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, κινηματογραφική κριτική: όλα είναι εξαντλημένα, ενώ την ίδια στιγμή τα κείμενά του βρίσκουν τρόπους να τρυπώσουν μέσα στοσυλλογικό αναγνωστικό όνειρο και να διαστείλουν τον κύκλο του.
Επομένως, αυτή η παραδοξότητα επιβεβαιώνει το γεγονός πως ο Βακαλόπουλος έχει μεταμορφωθεί σε φάντασμα. Να είσαι φάντασμα, είναι η καλύτερη εκδοχή για έναν συγγραφέα. Μπορείς να μετακινηθείς σε διαφορετικούς χρόνους, να συναντήσεις διάφορες γενιές, να μπεις σε σπίτια περνώντας απαρατήρητος χωρίς να σε καταλάβει κανείς,αφού δεν έχεις σώμα:δεν έχεις τα κουσούρια του συγγραφέα που κουβαλάει τη βιβλιογραφία του στην πλάτη.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως ο Χρήστος μυθοποιήθηκε επειδή πέθανε νωρίς. Μα, από τότε, πολλοί συγγραφείς πέθαναν και δεν έγινε το ίδιο μ’ εκείνους. Ούτε νομίζω πως οι νεότεροι συγκινούνται με κάτι που συνέβη πριντριάντα ένα χρόνια, ακριβώς. Το θυμάμαι σαν κάτι εξοργιστικό. Πώς είχε πεθάνει ένας τόσο νέος άνθρωπος που μόλις είχα δει την ταινία του, το "Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε", στον κινηματογράφο Έλλη; Κάθε σχέση είναι μεταθανάτια. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Πολλοί πάντως κλάψανε κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να διαβάσω τα βιβλία του: "Οι πτυχιούχοι", "Υπόθεση μπεστ-σέλερ", "Νέες αθηναϊκές ιστορίες". Όμως, δεν ξετρελάθηκα. Το γράψιμό του είχε μια αβάσταχτη οικειότητα που με πέταγε στην απέναντιόχθη, στην αδιαφορία. Ήταν μια περίεργη εποχή και πίστευα πως μόνο όταν ένα βιβλίο έρχεται από πολύ μακριά, έχει τη δύναμη να σε ανακατέψει, να σε αποτελειώσει και τελικά να σε ορίσει. Τώρα δεν ξέρω τι πιστεύω. Μάλλον τίποτα.
Έπρεπε να περάσουν άλλα είκοσι χρόνια μέχρι να πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο 700 σελίδων, που δεν είναι ακριβώς βιβλίο, αλλά αποθήκη, εργαλειοθήκη, ψυγείο. Διαβάζοντας την "Ονειρική υφή της πραγματικότητας", άλλοτε σκόρπια και άλλοτε μ’ εμμονή ορισμένα κομμάτια, άλλαξε η άποψή μου.
Εδώ, ο Χρήστος εμφανιζόταν αποκαλυπτικός. Ήταν μακριά και ταυτόχρονα πολύ κοντά, ζεστός και λίγο ψυχρός, απλός αλλά με μεγάλο βάθος, έξυπνος και όχι εξυπνάκιας, θυμωμένος και νηφάλιος, ειρωνικός και τρυφερός, καταφέρνοντας να κάνει μια εκδοχή μυθοπλασίας μέσα από τη γενναιοδωρία που προσέφερε ένα είδος, παρεξηγημένο στην Ελλάδα. Επειδή δεν είχε ακόμα εξερευνηθεί αρκετά: το δοκίμιο. Δεκάδες κείμενα πολιτισμικής κριτικής, που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, αποδείκνυαν πως η καλύτερη λογοτεχνία που είχε γράψει, ήταν αυτά τα αρθράκια για τη μαζική κουλτούρα.
Ακόμα και η "Γραμμή του ορίζοντος", που θεωρείται η κορυφή του, δεν έφτανε στο επίπεδό τους. Ποιος ήταν λοιπόν ο Βακαλόπουλος; Ένας άνθρωπος που είχε εισπνεύσει τη χρυσόσκονη της γαλλικής κουλτούρας, αλλά είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο νότο. Ένας ντόπιος Σερζ Ντανέ, εξίσου ευθύς και πονεμένος, ο οποίος μάλιστα είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα, αφήνοντας έναν τεράστιο όγκο γραπτών για το σινεμά, που, επιτέλους, έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά έξω από το Παρίσι.
Λέγεται πως ο Χρήστος ήταν ώριμος από τα πρώτα κείμενα που έγραψε στα είκοσι. Δεν ισχύει. Είναι λάθος να μετράς την ηλικία ενός συγγραφέα από τη γέννησή του. Το σωστό είναι να τη μετράς από το θάνατό του. Επομένως, τα κείμενα που έγραψε στην "Αυγή", τέλη της δεκαετίας του ’70, είναι πράγματι ώριμα, επειδή όμως γράφτηκαν δεκαπέντε χρόνια πριν το θάνατό του. Ο Βακαλόπουλος ήξερε πως θα πέθαινε, άλλωστε είχε αρρωστήσει πολύ νέος και τραβιόταν από νωρίς με την υγεία του. Επόμενο ήταν, όλα τα κείμενά του να ηλεκτριστούν από το επικείμενο τέλος. Για να τον παραφράσω: τα κείμενά του ήταν σαν "όνειρα θανάτου".
Κάποιος θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί τι κείμενα θα έγραφε αν ήταν υγιής, ή τι θέση θα είχε αν ζούσε ακόμα. Μα ποιος έχει χρόνο γιαλόγια και υποθέσεις; Τίποτα δεν έχει σημασία. Verba volant, scripta manent. Το μόνο που έχουμε δικαίωμα να πούμε πια είναι πως στα μέσα του μήνα θα γινόταν εξήντα οκτώ χρονών. Ήταν ένα παιδί του Ιανουαρίου.
Πιθανότατα, αυτό που έχει σημασία να επισημανθεί είναι ο τρόπος που χαρτογράφησε μια ολόκληρη πόλη. Μια πόλη που δεν πρόκειται να εξαφανιστεί -αυτό θα ήταν ανακουφιστικό-, αλλά ετοιμάζεται ν’ αντικατασταθεί από ένα σύστημα που κανείς δεν θ’ αντέξει. Έτσι, νομίζω πως η νέα γενιά ψάχνει τα βιβλία του, τα φωτοτυπεί ή τ’ αγοράζει πανάκριβα στις πλατφόρμες μεταπώλησης -που πουλάνε το χαρτί λες και είναι χρυσάφι-, για να συνδεθεί με μια παλαιότερη όψη της Αθήνας, που έχει κρυφτεί πίσω από μελλοντικά ερείπια χρυσών κτιρίων, σε μια φλύαρη εποχή που μάχεται την καθαρή σκέψη. Οπότε, είναι αναμενόμενο να μπλοκάρεται η μνήμη που περιφέρεταιστις σελίδες των βιβλίων του. Όμως, είτε το θέλουν είτε όχι, εμείς θα "γυρίσουμε πίσω μέσα μας, χωρίς να το πούμε σε κανέναν. Διαφορετικά πρέπει να μείνουμε αμήχανοι όπως είμαστε, αποφεύγοντας την πολλή παρέα".