Πλήρως αποστασιοποιημένη από καθετί ρεαλιστικό, η ταινία γίνεται αμέσως μια cult ένοχη απόλαυση.
Heist movie που πιάνει με άνεση έναν ελκυστικό ρυθμό, αλλά δεν καταφέρνει να προσφέρει ευχάριστες εκπλήξεις και να προσεγγίσει την απολαυστική σαρκαστική ευφυΐα των αδελφών Κοέν.
Η ιστορία του ηγέτη της Μποτσουάνα Σερέτσε Χάμα μετατρέπεται γρήγορα σε ένα σε ένα αντιρατσιστικό ρομάντζο με εκβιαστικό συναισθηματισμό και μια ισοπεδωτική απλοϊκότητα.
Μοναδική ερμηνεία από τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που τη συνοδεύει η αριστουργηματική μουσική του Ένιο Μορικόνε.
Ατόφια κινηματογραφική εμπειρία που πλάθει εικόνες που προκαλούν δέος, στερείται όμως της δυνατότητας να προκαλέσει στον θεατή συναισθηματική σύνδεση με τους ήρωες.
Ένα ρεσιτάλ από τον Γκρέγκορι Πεκ, που κέρδισε δικαίως το μοναδικό Όσκαρ της καριέρας του για την πολυεπίπεδη (γεμάτη ημιτόνια κι εκφραστικές παύσεις) ερμηνεία του.
Ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα γραφής της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του Όρσον Γουέλς.
Η γνωστή συνταγή των δύο προηγούμενων ταινιών επαναλαμβάνεται – δείχνει όμως πως έχει εξαντλήσει την έμπνευσή της.
Το μελόδραμα που κυριαρχεί στην ταινία παίρνει γρήγορα διαστάσεις «Άρλεκιν», με τους ηθοποιούς να επιδιώκουν ένα βεβιασμένο πάθος που στερεί την όποια αυθεντικότητα από την ταινία.
Ο Μπερτολούτσι ρίχνει μια καυστική κριτική ματιά στο παρελθόν της Ιταλίας και ανοίγει ένα νέο κινηματογραφικό κεφάλαιο, καθώς δημιουργεί αρχιτεκτονικά στιλιζαρισμένες εικόνες χάρη στην πρωτοποριακή δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο.
Ανατριχιαστική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Στίβεν Κινγκ, το οποίο ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ μετατρέπει σε αριστουργηματική κλειστοφοβική ταινία τρόμου.
Έχοντας στο μυαλό της περισσότερο τις αλληγορίες πάνω στο κινηματογραφικό μέσο και το ατελείωτο φροϊδικό παιχνίδι πάνω στο συνειδητό και το ασυνείδητο, η Ζλοτόφσκι ξεχνάει να «στερεώσει» το σεναριακό της σκελετό και να παραδώσει μια ιστορία με ειρμό.
Δράμα εποχής που προδίδεται από τους υψηλούς (μελο)δραματικούς τόνους που δεν αφήνουν κανέναν από τους χαρακτήρες –και κατ’ επέκτασιν την ιστορία– να αποκτήσει στιβαρότητα και βάθος.
Αν και η χρήση της μουσικής γίνεται με πρωτότυπο και κινηματογραφικά υποδειγματικό τρόπο, ο Έντγκαρ Ράιτ δεν ανεβάζει αφηγηματικές στροφές, καθώς παρουσιάζει μάλλον τους πιο αδύναμους πρωταγωνιστές και το λιγότερο χιουμοριστικό στόρι στη φιλμογραφία του.
Η εξωφρενική υπόθεση της ταινίας του δοκιμασμένου στο είδος της περιπέτειας Πάτρικ Χιούζ («Οι Αναλώσιμοι 3») δικαιώνεται από την ορμητική απελευθέρωση δράσης στη μεγάλη οθόνη με γερές δόσεις χιούμορ.
Ο Ντε Σίκα σκηνοθετεί με απαράμιλλο στιλ μια (επί επτά!) σπαρταριστή μάχη των δύο φύλων.
Στιλιζαρισμένη κατασκοπική περιπέτεια, που δανείζεται τις ανατροπές ενός Λε Καρέ και τις μπλέκει με αμείλικτες σκηνές δράσης.
Η προδιαγεγραμμένη έκβαση της υπόθεσης σε συνδυασμό με την άτολμη σκηνοθεσία της Μπερκό αποδυναμώνουν την ταινία, η οποία πάσχει από έλλειψη σφρίγους κι ευρηματικότητας, βγάζοντας έτσι έναν απλοϊκό, διαδικαστικό χαρακτήρα.
Συναρπαστική πλοκή και υπαρξιακά ερωτήματα σε ένα μεσογειακό «Seven», εξαιρετικό δείγμα της ισπανικής σχολής αστυνομικού θρίλερ. Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν κι έξι βασικές υποψηφιότητες για Γκόγια.
Η ταινία θέλει να είναι μια καταιγιστική κατασκοπευτική περιπέτεια, σύντομα όμως ο ρυθμός της χάνει το απαιτούμενο νεύρο κι έτσι καταλήγει να μοιάζει με τηλεοπτικό δράμα.
Μια ιστορία που ανακυκλώνει γνωστά κλισέ για την αγάπη, την οικογένεια και τα μικρά πράγματα της καθημερινότητας που δίνουν αξία στη ζωή, μέσα από επιτηδευμένες συναισθηματικά σκηνές και το προσχηματικό παίξιμο των ηθοποιών.
Ειλικρινής ως προς τις προθέσεις της, όμως εντέλει επίπεδη ρομαντική ιστορία με προδιαγραφές τουριστικής διαφήμισης.
Η Βερτμίλερ απεικονίζει υποδειγματικά τις αγκυλώσεις της ιταλικής κοινωνίας, αλλά και ένα σύστημα που γνωρίζει πώς να αφομοιώνει όλες τις πάστες ανθρώπων.
Υποτυπώδες σενάριο που στήνεται γύρω από λαϊκό χιούμορ σεφερλίδικου επιπέδου χωρίς στοιχειώδη έμπνευση ή έστω πρωτοτυπία.