Ελίνα Γιουνανλή
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της παράστασης του ΄Αρη Μπινιάρη: η μουσική φόρμα και η εστίαση σε μια υπαρξιακή ανάγνωση του έργου του Φραντς Κάφκα. Η μουσική φόρμα, σταθερό στοιχείο στο σκηνοθετικό του έργο, δεν λειτουργεί ως απλή αισθητική επιλογή ούτε ως κενό σχήμα. Aντιθέτως, αποτελεί έναν τρόπο απόδοσης του κειμένου, που επιτρέπει στην παράσταση να απευθυνθεί και πέρα από το καθαρά λογικό ή λεκτικό επίπεδο. Ο άψογα συγχρονισμένος μηχανισμός μουσικής, κίνησης, εκφοράς λόγου και ερμηνείας ενεργοποιεί το θυμικό και το ένστικτο του θεατή, αγγίζοντας περιοχές λιγότερο συνειδητές.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος του Μπινιάρη προς το υπαρξιακό πεδίο, κάτι που διατρέχει τις πρόσφατες δουλειές του ("Προμηθέας", "Φάουστ"). Απομακρυνόμενος από τη θεματική του δογματισμού, η οποία απασχόλησε παλαιότερες παραστάσεις του, ο σκηνοθέτης στρέφεται εδώ στην ανίχνευση περισσότερο εσωτερικών διαδρομών. ΄΄Ετσι, το εμβληματικό αφήγημα του Κάφκα διαβάζεται λιγότερο στην πολιτική ή κοινωνική του διάσταση και περισσότερο ως απεικόνιση μιας εσωτερικής πορείας του Γιόζεφ Κ.
Εδώ, η αδικαιολόγητη σύλληψη και ανάκριση του ήρωα δεν λειτουργoύν τόσο ως αντανάκλαση ενός απρόσωπου, εφιαλτικού κρατικού μηχανισμού όσο ως αφετηρία για ένα ενδοσκοπικό ταξίδι. Ο Γιόζεφ Κ. έρχεται αντιμέτωπος με προσωπικούς φόβους και εσωτερικούς "δαίμονες", πέφτοντας σε ένα λαβύρινθο από τον οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Η τέχνη, η θρησκεία και η επιστήμη δεν παρουσιάζονται μόνο ως θεσμοί ή μηχανισμοί εξουσίας, αλλά και ως πρόσωπα της ζωής του ίδιου του ήρωα. Η σκηνοθετική ανάγνωση αφήνει, μάλιστα, ανοιχτό το ενδεχόμενο όλα αυτά να αποτελούν έναν εφιάλτη, παρά πραγματικότητα.

Αν και θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η απομάκρυνση από το πολιτικό στοιχείο του έργου, ο Μπινιάρης στήνει και πάλι έναν άψογα κουρδισμένο σκηνικό μηχανισμό. Στο απρόσωπο, ψυχρό σκηνικό μιας κρατικής υπηρεσίας (ο σχεδιασμός του σκηνικού είναι δικός του), τα πρόσωπα που συναντά ο Γιόζεφ Κ. εμφανίζονται άλλοτε ως στερεοτυπικές, μηχανικές φιγούρες χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά και άλλοτε με υπερτονισμένα, σχεδόν γκροτέσκα γνωρίσματα: κατηγορούμενοι με εφιαλτική όψη, αποκρουστικοί ηλικιωμένοι, προκλητικές γυναίκες. Παράλληλα, η οικογένεια και η θρησκεία συμμετέχουν ενεργά στη συγκρότηση αυτού του εσωτερικού εφιάλτη.

Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται εξαιρετικά στις υψηλές ερμηνευτικές και σωματικές απαιτήσεις της παράστασης (Εβίτα Αγαΐτση, Αλέξης Βιδαλάκης, Αγγελική Δεληθανάση, Θανάσης Ισιδώρου, Βασίλης Καζής, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Σωτήρης Τσακομίδης, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης), ενώ ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, στο ρόλο του Γιόζεφ Κ., αποδίδει πειστικά έναν άνθρωπο που σταδιακά εκμηδενίζεται: αρχικά από την άγνοια του τι του συμβαίνει και στη συνέχεια από το βάρος της ίδιας της ενδοσκοπικής διαδικασίας. Σημαντική συμβολή στη συνολική εικόνα έχουν τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, που υπογραμμίζουν τη σχηματικότητα των προσώπων, η μουσική του Τζεφ Βάγγερ, που συνδιαμορφώνει το δραματικό περιβάλλον της παράστασης, καθώς και η κίνηση-χορογραφία του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου και οι φωτισμοί του Στέφανου Δρουσιώτη.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Δίκη
Η παράσταση «Δίκη» φέρνει στο προσκήνιο το αριστούργημα του Κάφκα με δραματική ένταση και καυστικό χιούμορ. Ο Γιόζεφ Κ., ερμηνευμένος από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, παγιδεύεται σε μια ατέρμονη διαδικασία, σε ένα σύμπαν όπου οι νόμοι είναι ασαφείς και η δικαιοσύνη φαντασιακή. Η παράσταση αποκαλύπτει την αέναη μάχη του ατόμου με την εξουσία και την παράνοια ενός ολοκληρωτικού κόσμου.