©Γιώργος Χατζηνικολάου
Η "Linda" της Πενέλοπε Σκίνερ, που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Επί Κολωνώ από την Ομάδα Νάμα, παραμένει ένα έργο με ισχυρό θεματικό αποτύπωμα και σαφή κοινωνική στόχευση. Πίσω από την προσωπική ιστορία της ηρωίδας, το έργο φωτίζει τις αόρατες πιέσεις του σύγχρονου κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος, όπου η αξία του ανθρώπου ταυτίζεται με την απόδοση, την εικόνα και τη διαρκή επιτυχία. Η Λίντα ενσαρκώνει τη γυναίκα που καλείται να ανταποκριθεί σε αντικρουόμενες απαιτήσεις- να είναι επαγγελματικά επιτυχημένη, συναισθηματικά διαθέσιμη και διαρκώς "νεανική"- σε μια κοινωνία που δεν συγχωρεί τη φθορά ούτε την αποτυχία. Το έργο θίγει ευθέως τον ηλικιακό ρατσισμό, τη σταδιακή κοινωνική αορατότητα και την ψευδαίσθηση της αυτονομίας μέσα σε ένα σύστημα που προβάλλει την αυτοβελτίωση ως ατομική ευθύνη, αποσιωπώντας τις δομικές ανισότητες.

Παράλληλα, αναδεικνύει τις μορφές έμμεσης κοινωνικής βίας που ασκούνται μέσω προσδοκιών, στερεοτύπων και εσωτερικευμένων κανόνων, μετατρέποντας το προσωπικό αδιέξοδο σε συλλογικό σύμπτωμα. Έτσι, η "Linda" ξεπερνά τα όρια ενός ψυχολογικού δράματος και λειτουργεί ως αιχμηρό σχόλιο πάνω στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, προκαλώντας τον θεατή να αναμετρηθεί με τις δικές του βεβαιότητες.
Στα κεκτημένα της γραφής της συγγραφέα συγκαταλέγεται η σχεδόν κινηματογραφική λογική μοντάζ: σκηνές που εναλλάσσονται γρήγορα, γεφυρώνοντας οργανικά τον κοσμοπολίτικο έξω κόσμο με τον ασφυκτικό ιδιωτικό χώρο των προσωπικών ρηγμάτων. Οι σπινθηροβόλοι διάλογοι επιτρέπουν να διαγραφούν καθαρά οι χαρακτήρες, ενώ είναι φανερή η πρόθεση επαναδιατύπωσης της έννοιας της σύγχρονης τραγικής ηρωίδας. Ωστόσο, η συνολική δραματουργική δομή δεν επιτρέπει την πλήρη ωρίμανση μιας βαθιάς αίσθησης τραγικότητας· η τελική σκηνή μοιάζει περισσότερο με μια ασφαλή αναπαραγωγή δοκιμασμένων μοτίβων παρά με αναπόφευκτη κορύφωση.

Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη είναι καθαρή, ευανάγνωστη και λειτουργική, αξιοποιώντας αποτελεσματικά το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, συνεργάτη στη σκηνοθεσία. Χωρίς να επιδιώκει ριζικές ρήξεις, στηρίζεται στη δύναμη του κειμένου και των ερμηνειών. Δεν ρισκάρει δηλαδή ιδιαίτερα, αφήνοντας το βάρος κυρίως στις ερμηνείες-επιλογή που τελικά δικαιώνεται εν μέρει. Η Μυρτώ Αλικάκη είναι εξαιρετική στον ρόλο της Linda: αποδίδει με ακρίβεια όλες τις ψυχικές της διακυμάνσεις, από την αυτάρεσκη αυτοπεποίθηση έως τη ρωγμή και την κατάρρευση. Η ισορροπία της με τον Μιχάλη Μαρκάτη, στον ρόλο του συζύγου, είναι ουσιαστική και συγκινητική.

Οι γονεϊκές σχέσεις αποτελούν τον πιο συγκλονιστικό πυρήνα της παράστασης: η Χριστίνα Μαριάνου ως κόρη που αδυνατεί να επικοινωνήσει και κλείνεται στον εαυτό της και η Μαριέλα Δουμπού ως η μικρότερη, πειστική και μετρημένη, δίνουν βάθος και συναισθηματικό βάρος. Με μέτρο ο Γιώργος Σαββίδης, πολύ πειστική η Ηρώ Πεκτέση ως νέα, φιλόδοξη και εκδικητική εταιρική παρουσία, ενώ ο Άλκης Κούρκουλος (επί οθόνης) ξεχωρίζει ως το απρόσωπο, απροσέγγιστο αφεντικό. Είναι μία ουσιαστική παράσταση με δυνατό θέμα και ισχυρές ερμηνείες, που συγκινεί κυρίως εκεί όπου μιλά για τη γονεϊκή σχέση και την αόρατη φθορά του χρόνου.
Περισσότερες πληροφορίες
Linda
Η ηρωδία αυτή είναι η Λίντα Γουάιλντ, που πιστεύει ότι έχει κατακτήσει την κορυφή και ότι αυτή θα της ανήκει για πάντα. Μέσα από την αιχμηρή γραφή της, το σατιρικό βρετανικό χιούμορ και την πλοκή με χαρακτηριστικά θρίλερ, η Σκίνερ μοιράζεται την ιστορία της εκκωφαντικής πτώσης μιας σύγχρονης τραγικής ηρωίδας. Δεν εστιάζει μόνο στις δυσκολίες μίας γυναίκας να πετύχει και να επιβιώσει -τον σεξισμό, τα ταμπού της ηλικίας, της ομορφιάς, της οικονομικής ανεξαρτησίας-, αλλά μιλάει για όλους όσους προσπαθούν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές και να βρουν την «ευτυχία» μέσα σε μια αμείλικτη πραγματικότητα.