
Απολύτως σύγχρονο είναι το μυθιστόρημα της Γαλλίδας Βιρζινί Ντεπάντ, που γράφτηκε στον απόηχο του #metoo και στην μεταπανδημική εποχή. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι γραμμένο σε επιστολική μορφή, υπό τη μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάσσουν μία σταρ του σινεμά, η Ρεμπέκα, που, στα 50 της, βλέπει την καριέρα της να δύει -και μάλλον αποτελεί τη φωνή της συγγραφέα-, και ο Όσκαρ, ένας επιτυχημένος συγγραφέας• αφορμή της αλληλογραφίας τους, μία προσβλητική ανάρτηση του Όσκαρ για τη Ρεμπέκα στο ίνσταγκραμ. Στην πορεία μια δεύτερη γυναίκα, η Ζόε, θα αποκαλύψει δημοσίως πως είχε πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον Όσκαρ δέκα χρονια πριν, στον εκδοτικό οίκο όπου συνεργάζονταν.

Η Ντεπάντ συνθέτει μία συγκινητική εντέλει ιστορία ανθρώπινης επαφής και φιλίας, ενώ στο μεταξύ δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Η τοξική αρρενωπότητα, οι πατριαρχικές συμπεριφορές, αλλά και το σταρ σύστεμ, ο ηλικιακός ρατσισμός εις βάρος των γυναικών, το αποτύπωμα της πανδημίας στις κοινωνίες είναι θέματα που προκύπτουν στο έργο της, ενώ χάρη στο χαρακτήρα της Ζόε, δεν θέτει επί τάπητος μόνο το θέμα των θολών ορίων της παρενόχλησης (ο Όσκαρ, ανίδεος για τον τρόμο που της προκαλούσε, ισχυρίζεται πως υπήρξε ένας ερωτευμένος άνδρας που της έδειχνε τα συναισθήματά του) αλλά και αυτό της-ενίοτε απειλητικής- δύναμης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την εξάρτηση από αυτά, το πόσο αψήφιστα και αλόγιστα το κοινό αποθεώνει και αποκαθηλώνει συχνά τους ίδιους ανθρώπους. Η συγγραφέας μιλάει έξω από τα δόντια για την πατριαρχία, για τις κακοποιητικές συμπεριφορές, για το τέλος της σιωπής, ενώ την ίδια στιγμή επιτίθεται στην πολιτική ορθότητα, στην κουλτούρα της ακύρωσης, ακόμη και στη διάσπαση του φεμινιστικού κινήματος. Κι όμως δεν ακούγεται ρητορική ούτε γράφει ένα στεγνό μανιφέστο, το έργο της μπορεί να έχει ειρωνεία και θυμό (ειδικά στο ρόλο της Ζόε, που έχει καταγγελτικό λόγο), αλλά έχει και χιούμορ, σαρκασμό και μια βαθιά ανθρωπιά, κατανόηση για τις ανθρώπινες αντιφάσεις.

Είναι επιτυχία της παράστασης -και της δραματουργικής διασκευής, που συνυπογράφουν η Εύα Κοτανίδη και ο Σωτήρης Καραμεσίνης- το πόσο ζωντανά περνάνε στη σκηνή όλα αυτά τα μοτίβα, προκαλώντας αντίστοιχη συναισθηματική εγρήγορση, κι έτσι μόνο σε σημεία ο ρυθμός της παράστασης βαραίνει. Κι αυτό γιατί, αναγκαστικά, υιοθετεί το ίδιο ύφος σε όλη της τη διάρκεια, αποδίδοντας ένα μυθιστόρημα χωρίς δράση, το οποίο επαφίεται στις μακροσκελείς λεκτικές αντιπαραθέσεις και στο χτίσιμο των σχέσεων ειδικά μεταξύ της Ρεμπέκα και του Όσκαρ. Ο Σωτήρης Καραμεσίνης καθοδηγεί πολύ ωραία την παράσταση πάνω στη μικροσκοπική σκηνή του Μικρού Γκλόρια, ενώ πολύ λειτουργική αποδεικνύεται η σκηνογραφική λύση του, των τριών γραφείων που κινούνται πάνω σε ρόδες. Η Εύα Κοτανίδη και ο Ορέστης Τζιόβας έχουν εξαιρετική χημεία, επικοινωνούν υπέροχα μεταξύ τους, ενώ ξεχωριστά πιάνουν τις θερμοκρασίες των ρόλων τους με απόλυτη ευστοχία, μεταφέροντας τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων σχέσεων. Η Μυρτώ Γκόνη μεταφέρει επιτυχημένα την οργισμένη ιδιοσυγκρασία της Ζόε, όμως δείχνει βεβιασμένη όταν καλείται να ξεδιπλώσει την πληγωμένη και τρωτή πλευρά μιας γυναίκας, η οποία υφίσταται κι άλλα πλήγματα κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Συνολικά φροντισμένη η παραγωγή, με τους φωτισμούς (Μελίνα Μάσχα), τα κοστούμια (Κατερίνα Μαργαρίτη), τη μουσική επιμέλεια (Music Art Lab) και τη video art (Έλενα Παυλάκη) να εμπλουτίζουν τη σκηνογραφική λιτότητα.
Περισσότερες πληροφορίες
Αγαπητέ μ@λάκα
Η θρυλική νουβέλα της Βιρζινί Ντεπάντ ανεβαίνει σε πρώτη παγκόσμια διασκευή για το θέατρο. Με αφορμή ένα περιστατικό κακοποίησης η παράσταση αποτελεί μια παρέμβαση για ενσυναίσθηση, θεραπεία και αυτογνωσία. Απέναντι στη σύγχυση, την κρίση, τη βία, την απελπισία και την οργή που προωθούνται καθημερινά από τον κυρίαρχο λόγο των media και των κοινωνικών δικτύων, η παράσταση προτείνει ένα δρόμο συμφιλίωσης με τον εαυτό μας και τους άλλους.