
Η παράσταση του Εθνικού μάς δίνει την ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε ένα σπουδαίο κείμενο, που γράφτηκε μόλις ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία διαδραματίζεται πολύ νωρίτερα, κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών (1618-48), και αυτή η απόσταση βοηθάει τον Γερμανό δραματουργό να παραδώσει ένα ειρωνικό έργο που λειτουργεί –μέχρι σήμερα– ως προειδοποίηση για τη συνεχώς ανακυκλούμενη φύση του πολέμου. Βλέποντάς το ογδόντα πέντε μετά τη συγγραφή του, το αποτύπωμά του παραμένει βαθύ: η "Μάνα Κουράγιο" δείχνει πως η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μάλλον μια ιστορία πολέμου (και πολέμων) και οι ειρηνικές περίοδοι απλώς διαλείμματα.

Η κεντρική σκηνή του Εθνικού δίνει στον Λιβαθινό τις δυνατότητες να παραδώσει μια παράσταση με όρους κορυφαίου αισθητικά "υπερθεάματος", όπως αποτυπώνεται στα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, ακόμη και στο σκηνικό της ίδιας, δηλαδή το κάρο της Μάνας Κουράγιο όλο κι όλο, που καταφέρνει να γεμίσει τη μεγάλη σκηνή. Καθοριστικότατη στέκεται η πρωτότυπη, νέα σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή, που δεν σταματάει λεπτό να συμπληρώνει τη σκηνική δράση, και η παρουσία της ζωντανής ορχήστρας. Βέβαια, σε μια παράσταση του Λιβαθινού, το υπερθέαμα δεν θα μπορούσε να είναι απλώς μια εντυπωσιακή εξωτερική κατασκευή. Αντιθέτως, και αυτή η παράσταση αποτελεί ένα ωραίο δείγμα συλλογικής δουλειάς που φέρει το διακριτό σκηνοθετικό στίγμα του, καθώς ξεχειλίζει θεατρικότητα και παίζει με τις θεατρικές συμβάσεις.

Η ιστορία παραδίδεται με γλαφυρότητα και η συγγραφική ειρωνεία μεταδίδεται, τόσο χάρη στη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα και τη δραματολογική δουλειά της Έρις Κύργια, που έχει κρατήσει το "ζουμί" του εκτενέστατου έργου, όσο και χάρη στην πολύ καλή ερμηνεία της Μπέττυς Αρβανίτη, στο ρόλο της τυχοδιώκτριας ηρωίδας που εκμεταλλεύεται τον πόλεμο, αλλά ο πόλεμος θα της στερήσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, τα παιδιά της. Ο σκηνοθετικός πλουραλισμός (η κίνηση, τα τραγούδια, οι συνεχείς δράσεις, οι σκηνές συνόλου) αναζωογονεί την απόδοση του πυκνού κειμένου, όμως παράλληλα εντοπίζονται στοιχεία σκηνικής ελαφρότητας και λυρικού συναισθηματισμού που δεν συνάδουν με το μπρεχτικό ύφος· σε αυτά τα σημεία, τα βίντεο και η μουσική προσθέτουν ένα αχρείαστο μελοδραματικό ύφος.

Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο Λιβαθινός έχει κατορθώσει να μεταγγίσει τη μέθοδό του σε ένα θίασο που αποτελείται κυρίως από ηθοποιούς που δεν ανήκουν στη σταθερή ομάδα του, όμως αυτοί εμφανίζονται άνισοι. Πάντως, εκτός της στιβαρής Αρβανίτη, ξεχωρίζει με την ένθερμη σωματική ερμηνεία της η Άννα Μάγκου στο ρόλο της βουβής Κάτριν, ενώ πολύ καλή είναι και η ομάδα των ηθοποιών που εναλλάσσονται σε μικρούς ρόλους (Γιάννης Δενδρινός, Πάρης Λεόντιος, Βασίλης Ντάρμας, Θεοδοσία Σαββάκη κ.ά.). Ωραία παρουσία σαν από καμπαρέ η πόρνη της Εύας Σιμάτου, αν και έντονα εξωστρεφής, κάτι που παρατηρείται και σε άλλες ερμηνείες, ως αντιστάθμισμα ίσως στην μπρεχτική αποστασιοποίηση.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της
Η ιστορία της τυχοδιώκτριας Άννα Φρίλινγκ που εκμεταλλεύεται τον πόλεμο για να επιβιώσει, πουλώντας αγαθά στους στρατιώτες, ενώ μάταια προσπαθεί να προστατεύσει τα τρία παιδιά της. Θέλοντας να παρουσιάσει «την κοινωνία ως ικανή να αλλάξει», ο Μπρεχτ περιγράφει συμβάντα που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου στην Ευρώπη, ως μια παραβολική αντιπολεμική κραυγή για τον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς το έργο γράφτηκε στη Σκανδιναβία το 1938-1939. Στον πρώτο Μπρεχτ της πορείας του Στάθη Λιβαθινού, η μουσική και τα τραγούδια της παράστασης παρουσιάζονται σε μια νέα εκδοχή -και όχι εκείνη του Πάουλ Ντεσάου- με την υπογραφή του Θοδωρή Αμπαζή.