Ανάμεσα στις τραγωδίες και τις τρομερές πράξεις που περιγράφουν (μητροκτονίες, παιδοκτονίες, θεοφάνιες κ.λπ.), οι "Βάκχες" κατέχουν περίοπτη θέση. Η δολοφονία του Πενθέα από τα χέρια της εκστασιασμένης μαινάδας/μητέρας του, που περιφέρει το κομμένο κεφάλι του πιστεύοντας πως πρόκειται για κεφάλι λιονταριού, είναι ένα γεγονός που όμοιό του δεν υπάρχει στις σωζόμενες τραγωδίες. Αλλά και το ότι οι "Βάκχες" εμφανίζουν ως πρωταγωνιστή έναν θεό, τον ίδιο τον θεό του θεάτρου (και του αμπελιού), τις καθιστά μοναδικές. Στην τελευταία τραγωδία του Ευριπίδη, καταφτάνει στη Θήβα ο Διόνυσος -γιος του Δία και της Σεμέλης- με σκοπό να εγκαθιδρύσει τη θρησκεία του ("πόλη ανέγγιχτη των οργίων μου, θα κοινωνήσει τη μανία μου", μας πληροφορεί νωρίς). Εκεί αντιμετωπίζει την αντίσταση του βασιλιά της πόλης Πενθέα, ο οποίος αμφισβητεί τη θεϊκή του υπόσταση και αντιστέκεται στη νέα θρησκεία και στις ηδονικές, εκστατικές και οργιαστικές τελετές που τη συνοδεύουν˙ όπως είδαμε, η εκδίκησή του θα είναι φριχτή.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου διάβασε την τραγωδία ίσως ως μια "περφόρμανς" του Διόνυσου, ως μια επιτελεστική πράξη από τα χέρια ενός θεού, που είναι σκηνοθέτης και περφόρμερ. Ο Διόνυσός του (πολύ καλός ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), φορώντας φράκο και ψηλοτάκουνα παπούτσια, βρίσκεται από νωρίς στην ορχήστρα, διαδρά με τους θεατές, επιζητά το χειροκρότημά τους. Η ορχήστρα, καλυμμένη με λευκά πανιά, αποκαλύπτει δυο-τρία κιβώτια με σκηνικά αντικείμενα, επιλογή που παραπέμπει στη θεατρική πρακτική (σκηνικά-κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού). Έχουμε να κάνουμε επίσης με έναν "queer" Διόνυσο˙ ο σκηνοθέτης είδε στην οργιαστική νέα θρησκεία, που καταρρίπτει παλιά στερεότυπα, την ορμή και τη γοητεία της ετερότητας, του "άλλου", του "διαφορετικού". Έτσι, το λάβαρο της διονυσιακής θρησκείας δανείζεται τα χρώματα του ουράνιου τόξου, ενώ πολύχρωμες μπογιές βάφουν από την κορυφή έως τα νύχια όσους και όσες την ασπάζονται, με προεξάρχουσες τις ακολούθους του θεού, που αποτελούν τον Χορό.
Ο πολύχρωμος καμβάς που κατακλύζει την ορχήστρα είναι η πιο ισχυρή εικόνα της παράστασης, μόνο που κανένας συμβολισμός δεν λειτουργεί όταν τα πράγματα μένουν στην επιφάνεια - ενώ ακόμη και από αισθητικής άποψης η όψη απέχει από τις υψηλής αισθητικής δουλειές του Παπακωνσταντίνου, φλερτάροντας με το κιτς. Η επιδερμική ανάγνωση των ρόλων αδίκησε τους καλούς ηθοποιούς (Θέμης Πάνου/Κάδμος, Αλεξία Καλτσίκη/Αγαύη, Αργύρης Πανταζάρας/Πενθέας, Μαριάννα Δημητρίου/Τειρεσίας), ενώ με ελάχιστη επιδραστικότητα μεταφέρθηκαν στις κερκίδες όσα τρομερά συντελούνταν ή περιγράφονταν επί σκηνής. Ιδιαίτερη ευθύνη για το αποτέλεσμα είχαν η απόδοση μεγάλου μέρους του κειμένου με εκφορά που προσομοίαζε σε ψαλμωδία, η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Σκύλλα -επική, πομπώδης, "βαριά" δεν μετέδωσε κάτι από τον εκστατικό χαρακτήρα της βακχείας-, όπως και οι απογοητευτικές χορογραφίες της Νάντης Γώγουλου.
Περισσότερες πληροφορίες
Βάκχες
Γραμμένη στην τρίτη δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου, η τραγωδία του Ευριπίδη εξιστορεί την έλευση του Διονύσου στη Θήβα, την άρνηση της αποδοχής της νέας θρησκείας και την τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου που θα οδηγήσει στον αφανισμό του Πενθέα από την ίδια του τη μητέρα. Ο σκηνοθέτης, στη δεύτερη κάθοδό του στο αργολικό θέατρο, αναμετράται με ένα έργο αποκαλυπτικό για το ενδιαφέρον του ποιητή για την έκσταση και τον μυστικισμό. Όπως σημειώνει ο ίδιος: “Αν αυτό που διαμελίζεται επί σκηνής είναι το άνοιγμα στην ετερότητα, αυτό σημαίνει άραγε ότι έχει πια χαθεί για μας η προοπτική, μέσα από μια μύηση, μια πράξη συλλογική, να ανοίξουμε στο Άλλο, το δικό μας και του κόσμου; Τα κομμάτια μας δεν θα συνδεθούν ποτέ ξανά; Είμαστε καταδικασμένοι, όπως ο Πενθέας, να ζούμε περίκλειστοι στην καλά οχυρωμένη ατομικότητά μας, αλλιώς θα διαμελισθούμε; Δεν υπάρχουν πια οι γέφυρες που θα μας ενώσουν τον ένα με τον άλλο, με το Άλλο, με την ετερότητα των αισθημάτων, των ιδεών, των μύχιων σκέψεών μας, με το παράλογο μέσα μας, με το παράλογο του κόσμου;”