
Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου (της ομάδας Elephas Tiliensis) έχοντας ασχοληθεί ως επί το πλείστον με λογοτεχνικά κείμενα, αναλαμβάνουν στην τελευταία τους παράσταση το φιλόδοξο εγχείρημα να δώσουν θεατρική υπόσταση στη "Σεροτονίνη " του Μισέλ Ουελμπέκ. Καθώς το ζήτημα της μεταφοράς στη σκηνή κειμένων που δεν προορίζονται γι’ αυτή είναι πάντοτε προκλητικό όσο και πολυδιάστατο, είναι άξιο λόγου να επισημανθεί κατ’ αρχήν πως συνολικά η δουλειά τους δεν βασίζεται στην υιοθέτηση ενός τρόπου παρουσίασης της λογοτεχνίας, αλλά κάθε παράσταση δείχνει να προκύπτει από την επιθυμία να βρεθεί ο μοναδικός εκείνος τρόπος που θα εκφράσει το συγκεκριμένο κείμενο στη σκηνή - ή καλύτερα την οπτική των σκηνοθετών για το συγκεκριμένο κείμενο (ενδεικτικά: η λύση της αφήγησης ακολουθήθηκε στην πρώτη τους παράσταση με την "Περσινή αρραβωνιαστικιά" της Ζατέλη [2015], μία ενδιαφέρουσα σύζευξη μουσικής και λόγου στον "Οδυσσέα" του Τζόις [2018], η μεταδραματικότητα στο "Αγάπησέ με", παράσταση βασισμένη στην "Αμερικάνικη ιστορία" του Φρανκ Κρίστοφερ [2020]).
Στην περίπτωση της "Σεροτονίνης" οδηγούνται σε ένα πολυσυλλεκτικό θέαμα, με πολλά στοιχεία μεταδραματικότητας, σπάσιμο σύμβασης και διάδρασης με τους θεατές (η έναρξη αγγίζει το όριο μιας παράστασης stand up), αλληλεπίδραση με τη ζωντανή μουσική (του Θωμά Μπέλτσιου, που εκτελεί ο ίδιος), έντονα σκιτσαρισμένα πρόσωπα και ανεβασμένη σκηνική ενέργεια, ενώ η ιστορία φιλτράρεται στη σκηνή ως περιεχόμενο ενός (τηλεοπτικού) σόου, όπου οι αυτοκτονίες, η κατάθλιψη, τα αδιέξοδα του σύγχρονου δυτικού κόσμου, η θηλιά της ελεύθερη αγοράς, ο σεξισμός πασπαλίζονται με χρυσόσκονη, κιτς φαντασμαγορία και επίπλαστη θετική διάθεση. Στην παρουσίαση του βιβλίου (Εστία, 2019) διαβάζουμε: "Η Σεροτονίνη [...] διασχίζει μια Γαλλία που αναμασά τις παραδόσεις της, τυποποιεί τις πόλεις της και καταστρέφει τις εξοχές της, φέρνοντας τους ανθρώπους στα όριά τους. Ο μεσήλικας πρωταγωνιστής, ένας γεωργικός μηχανικός, αφηγείται όλη τη ζωή του, τη φιλία του μ' έναν αριστοκράτη γεωργό [...], την αποτυχία των ιδανικών της νιότης τους, τη χαμένη του λίμπιντο, την ίσως παράλογη ελπίδα του να ξαναβρεί έναν χαμένο έρωτα". Στην παράσταση, αυτή η αφήγηση της ματαιωμένης και ξοφλημένης διαδρομής γίνεται αντικείμενο μίας ψευτογκλαμουράτης φιέστας, βάζοντας στο επίκεντρο της παράστασης και ένα κριτικό σχόλιο για τη ηθική χρεωκοπία των ΜΜΕ.
Η σύγκρουση μεταξύ όσων λέγονται και του σκηνικού ύφους δημιουργεί μία ενδιαφέρουσα όσο και δυναμική συνθήκη, ενώ το "κωμικό" περιβάλλον της παράστασης δεν υπονομεύει τη δραματικότητα της ιστορίας. Αντιθέτως, τη μεγεθύνει σαν να πρόκειται για έναν κλαυσίγελω, προσδίδοντας στην παράσταση ιδιαίτερη επιδραστικότητα. Δεν είναι σίγουρο σε ποιο βαθμό συναντιούνται το ύφος της συγγραφικής αφήγησης με αυτό της σκηνικής πραγμάτωσής του, όμως το ζητούμενο δεν επιβάλλεται να είναι η ταύτισή τους. Αυτό που ίσως λείπει είναι η αίσθηση ισορροπίας και μέτρου: αυτή ίσως έδινε στη σκηνική συνθήκη, που τώρα είναι συνεχώς στην τσίτα και στο όριο του γκροτέσκο, περισσότερες ανάσες και άνοιγε περισσότερα παραθυράκια προς το σύμπαν του συγγραφέα. Το σκηνοθετικό ζητούμενο πάντως υπηρετείται άψογα από την ερμηνευτική ομάδα: η Μαρία Κωνσταντάκη σηκώνει στις πλάτες της με αξιοσημείωτη δεινότητα (αυτοσχεδιαστική και όχι μόνο) το ρόλο της παρουσιάστριας του σόου, ο Άρης Λάσκος, η Θεοδώρα Τζήμου και η Μαρία Γκιώνη εναλλάσσονται στους πολλαπλούς ρόλους τους με αστείρευτη ενέργεια, ενώ ο Δημήτρης Αγαρτζίδης παρά την, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σιωπηλή του παρουσία, βάζει τον ρόλο του Φλοράν στο κέντρο του σκηνικού σύμπαντος.
Περισσότερες πληροφορίες
Σεροτονίνη
Σε παγκόσμια πρώτη μεταφέρεται στο θέατρο το μυθιστόρημα του αμφιλεγόμενου όσο και επιδραστικού συγγραφέα για την πολιτική παρακμή του σκληρού κόσμου μας.