Δύο ανεβάσματα της «Φαλακρής τραγουδίστριας» μέσα στην ίδια σεζόν –και μάλιστα έπειτα από μακρά περίοδο απουσίας– μάλλον κάτι θέλουν να μας πουν. Το κατεξοχήν έργο που αμφισβητεί, μέχρι πλήρους αποδόμησης, την ικανότητα της γλώσσας να λειτουργήσει ως μέσο επικοινωνίας αντικατοπτρίζει, θεωρώ, κάτι από την εποχή μας.
Μάλιστα, η Σοφία Μαραθάκη στη δική της εκδοχή έφερε στο προσκήνιο κυρίως αυτό το χαρακτηριστικό. Δεν εννοώ πως η παράστασή της κάνει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση νύξη για το εδώ ή το τώρα. Καθόλου. Αφήνει το έργο στο πλαίσιο που το έχει τοποθετήσει ο συγγραφέας, το αντιμετωπίζει δηλαδή ως μια διαβρωτική ανακατασκευή ενός «έργου σαλονιού».
Η Μαραθάκη πιάνεται από την «αγγλική» ταυτότητα του έργου: η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα αγγλικό αστικό σαλόνι και τα δύο βασικά ζευγάρια, οι Σμιθς και οι Μάρτινς, είναι τυπικοί Άγγλοι. Δεν στηρίζεται όμως σε αυτήν παρά μόνο περιφερειακά, για να παίξει με την αγγλική γλώσσα ή να σχολιάσει υπογείως την «καθαρότητα» της βρετανικής φυλής (ο Σμιθ της παράστασης παραπέμπει σε Ινδό, ο Μάρτιν σε Ιρλανδό –ακατανόητο γιατί η μετάφραση ή η σκηνοθεσία θέλει το επώνυμό του να ακούγεται γαλλικό ως Μαρτέν– και ο Αρχηγός της πυροσβεστικής σε Σκοτσέζο) και τροφοδοτεί με την όψη «αγγλικής εξοχής» την ενδυματολογία και το σκηνικό (Κωνσταντίνος Ζαμάνης).
Κατά βάση, η Μαραθάκη εστιάζει στο ζήτημα της μη επικοινωνίας. Η παρουσία όλων των ηθοποιών στο προσκήνιο, η ηχώ που δημιουργούν επαναλαμβάνοντας λέξεις ή φράσεις από τους διαλόγους της σκηνής που παίζεται, το κούρδισμα της δράσης πάνω σε ένα μοτίβο επαναληπτικότητας που σιγά σιγά απορυθμίζεται μέχρι να αποδιαρθρωθεί τελείως είναι σημεία καθοριστικά για τη σκηνοθετική ιδέα. Μάλιστα, αυτά αντιμετωπίζουν εύστοχα τις προκλήσεις του δεύτερου μισού του έργου, με την είσοδο του Αρχηγού της πυροσβεστικής (εξαιρετικός ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης), όταν το παράλογο κορυφώνεται και οι ανούσιες, χωρίς κανένα νόημα κουβέντες εκτοξεύονται σε κάθε κατεύθυνση.
Μέχρι τότε, όμως, και ειδικά στην αρχή, ο ρυθμός χωλαίνει, ζήτημα πολύ σημαντικό για το συγκεκριμένο έργο, ίσως και λόγω της μετάφρασης της Δήμητρας Κονδυλάκη που δεν ακούγεται όσο πρέπει σπιρτόζικη και στακάτη. Ειδικά το ζευγάρι των Σμιθς (Μάριος Παναγιώτου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου) έχει μια περίεργη ουδετερότητα στην ερμηνεία του, που εμποδίζει να λειτουργήσει όπως πρέπει ο απολαυστικός διάλογος με τον οποίο τους έχει προικίσει ο συγγραφέας. Η δουλειά με το κείμενο και η δημιουργία προσώπων που θα μεταφέρουν πειστικά την κενότητά τους στον θεατή δεν είναι κάτι που μπορεί να παραβλεφθεί για χάρη της φόρμας. Καλύτεροι ο Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου και η Μαρία Παρασύρη, πλάθουν δύο απολαυστικές περσόνες, όπως και η ίδια η Μαραθάκη στο ρόλο της υπηρέτριας.
ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» Φρυνίχου 14, Πλάκα, 2103222464. Διάρκεια: 70΄
Περισσότερες πληροφορίες
Η φαλακρή τραγουδίστρια
Μια νέα ανάγνωση που αντιμετωπίζει το έργο του Ιονέσκο ως «οικοδόμημα καταστροφής» που καταρρέει σταδιακά, προδίδοντας την πνευματική και επικοινωνιακή ανεπάρκεια του σύγχρονου ανθρώπου.