Ρυθμός, ενέργεια, εκσυγχρονισμός, πολλές οι τονωτικές ενέσεις του σκηνοθέτη, το αποτέλεσμα όμως καταλήγει άνισο, καθώς αρκετά από τα ευρήματά του δεν τον δικαιώνουν κι επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο ένα ούτως ή άλλως περίεργο έργο.
Η άγνωστή μας μέχρι τώρα «Κουζίνα» γράφτηκε τη δεκαετία του ’50 και στην υπόθεσή της αποτυπώνονται τα «παρασκήνια» ενός εστιατόριου. Ήρωες είναι οι εργαζόμενοι και ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου και θέμα του οι μεταξύ τους σχέσεις, απ’ όπου προκύπτουν τα επιμέρους –κοινωνικά πάντα– υποθέματα, το εργασιακό στρες, η ανεργία αλλά και οι κοινωνικές και φυλετικές προκαταλήψεις, μια και το προσωπικό του εστιατόριου είναι πολυπολιτισμικό και αυτό προκαλεί συγκρούσεις κ.ά.
Παρά το ενδιαφέρον θέμα, το έργο φτάνει στ’ αφτιά μας κάπως ράθυμο, ίσως επειδή δεν έχει ένα ισχυρό κέντρο βάρους, ούτε δυνατή πλοκή και για πολλή ώρα εξαντλείται γύρω από τη ζωή της κουζίνας. Αλλά και όταν ο θεατής αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως υπάρχει ένα θέμα που ωθεί κάπως τα πράγματα, δηλαδή το αδιέξοδο love story μεταξύ δύο υπαλλήλων που θα έχει δραματική κατάληξη, αυτό ακούγεται μάλλον μελοδραματικό.
Η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος Νανούρης δείχνει πως αγάπησε και παιδεύτηκε δημιουργικά με το έργο. Εμπνευσμένος ίσως και από σύγχρονες αγγλικές παραστάσεις που του έδωσαν μια δεύτερη ζωή, έστησε και τη δική του με βασικό εύρημα το ρυθμό και τη χορογραφημένη κίνηση. Αυτή η ανάγνωση, πλην της ενέργειας που μεταφέρει από τη σκηνή στην πλατεία, αποτύπωσε τους φρενήρεις ρυθμούς που επικρατούν στο εστιατόριο πολύ αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι θα έκαναν τα λόγια.
Επιπλέον ο ολοένα γρηγορότερος ρυθμός των μηχανικών κινήσεων των υπαλλήλων λειτούργησε ως εύστοχη απεικόνιση της εργασιακής ρουτίνας κι έδωσε ωραίο σωματικό ένδυμα στο συσσωρευμένο θυμό τους. Σκηνές δε όπως του slow motion ή της λίμνης των κύκνων θα μας συνοδεύουν για καιρό.
Από εκεί και πέρα όμως, η σκηνοθεσία υπερφόρτωσε ένα κείμενο που φαίνεται από μόνο του να θέλει να χωρέσει πολλά. Είναι κατανοητή η επιθυμία να εκσυγχρονίσει ένα παλιό κείμενο προσαρμόζοντας στο 2018 κάποια αριθμητικά και κοινωνικά δεδομένα του, βρήκα όμως αχρείαστη τη μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα (μάλιστα κάθε ηθοποιός κρατάει το πραγματικό του όνομα) και, κυρίως, τις προσθήκες και τις αλλαγές που έγιναν για να ενισχυθεί ο κοινωνικός προσανατολισμός του έργου, όπως οι αναφορές στο gay pride, το εμβόλιμο κείμενο του Μπρεχτ για την «παιδοκτόνο Μαρία Φαράρ» κ.ά.
Αυτά επιβαρύνουν ό,τι η σκηνοθεσία θέλησε να τονώσει, δηλαδή την ευρυθμία της παράστασης, κάνουν το έργο να ακούγεται διδακτικό, ενώ το αποτέλεσμα ζημιώνεται και από το υποκριτικό κομμάτι κι επειδή οι ηθοποιοί είναι άνισοι (ξεχωρίζουν οι Απόστολος Καμιτσάκης, Παναγιώτης Γαβρέλας, Φίλιους-Μιχαήλ Κανάκης), αλλά κυρίως επειδή έχουν οδηγηθεί (από τον σκηνοθέτη;) σε μια ενοχλητική ένταση κι ερμηνείες εξωτερικά δουλεμένες.
ΑΠΟΘΗΚΗ Σαρρή 40,Ψυρρή, 2103253153. Διάρκεια: 90΄.