
Όταν το φως στη σάλα χαμηλώνει κι οι προβολείς της σκηνής ανάβουν, η ένταση της μουσικής ανεβαίνει και οι καλλίγραμμες καλλονές αρχίζουν τον απελευθερωτικό sexy χορό σε ρυθμό can can. Καθώς η αυλαία σηκώνεται κάνουμε ένα φλας μπακ στο θέαμα που δεν λέει να γεράσει.

Πολύ πριν ο κόσμος ταυτίσει το καμπαρέ με τις σύγχρονες sexy bloomers, μεγάλες ντίβες του θεάματος, όπως η Μαρλέν Ντίτριχ, η Λάιζα Μινέλι και η Ούτε Λέμπερτ, έδωσαν το στίγμα τους και καθόρισαν το ύφος του ιδιαίτερου αυτού θεάματος. Ως είδος διασκέδασης έχει αλλάξει πολλές μορφές, αγκαλιάζοντας ποικίλους τρόπους έκφρασης, ενώ στοιχεία που χαρακτήριζαν την αισθητική των πρώτων καμπαρέ μεταγγίστηκαν σε άλλα είδη, όπως το βαριετέ. Ξεκίνησε ως πρωτοποριακό όχημα έκφρασης, μέσα από το οποίο οι καλλιτέχνες ασκούσαν έντονη πολιτική κριτική, έκαναν σχόλια για την κοινωνία, ενώ το αλκοόλ και η γενική ευθυμία και ελευθερία που επικρατούσαν έκαναν το καμπαρέ τόπο σεξουαλικής αναζήτησης. Στην πορεία των χρόνων εμπλουτίστηκε με διάφορα στοιχεία και από performance εξελίχθηκε σε φαντασμαγορικό σόου, με ιδιαίτερο φωτισμό, μουσική και χορευτικές κινήσεις. Στόχος όμως παραμένει πάντα να προκαλέσει και να ξεσηκώσει το θεατή. Φραμπαλάδες, μποά, διχτυωτά καλσόν και σμόκιν. Αυτό είναι το κλασικό στιλ ντυσίματος για τις χορεύτριες του καμπαρέ κι έχει αποτυπωθεί εξαιρετικά από τον Γάλλο ζωγράφο Τουλούζ-Λοτρέκ, έργα του οποίου θα δούμε από 6 Δεκεμβρίου στο Μουσείο Ηρακλειδών. Σήμα κατατεθέν τα μακριά φορέματα με το καυτό σκίσιμο στο μπροστινό μέρος, έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η κίνηση του σώματος, ιδίως στο can can, βασική κίνηση του οποίου είναι το σήκωμα του ποδιού. Καλλίγραμμες κοπέλες χορεύουν και τραγουδούν ημίγυμνες και με τον τρόπο τους προκαλούν το κοινό να συμμετάσχει. Τη συμμετοχή του κοινού ζητά και ο performer στο one man/woman show του καμπαρέ. Φορά στενά ρούχα και καπέλο, τις περισσότερες φορές κρατά ένα μπαστούνι, και μπροστά ή πάνω από μια καρέκλα, σε μια μισοφωτισμένη σκηνή, τραγουδά και κινείται με θεατρικότητα, συνοδεία πιάνου, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα μια αμφίδρομη σχέση με το κοινό. Με ειλικρίνεια, σπιρτάδα και ευελιξία, έχει την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει, χωρίς να σταματά λεπτό να παρακολουθεί και να προλαβαίνει τις αντιδράσεις του κοινού.
Γυάλινο Μουσικό Θέατρο

Παριζιάνικο σόου
Εσάνς από την ατμόσφαιρα του παρισινού καμπαρέ της Belle Epoque αλλά και των σύγχρονων «Moulin Rouge» και «Folies Bergere» φέρνει το σόου των βραβευμένων Jeffrey Β. Moss και Patrice Marques «Paris Can Can». Έξι Γάλλοι και Αμερικανοί χορογράφοι συνεργάστηκαν για να στήσουν την παράσταση, στην οποία κυριαρχούν η μουσική και το θυελλώδες can can. Ένας έντονος χορός, που απαιτεί ηχηρά χτυπήματα με τα χέρια και τα πόδια, ακόμα και άλματα. Στη Γαλλία του 19ου αιώνα, ο συγκεκριμένος χορός ήταν γνωστός ως chahut, που σημαίνει θόρυβος, αναταραχή. Η σκηνή δονείται και το κοινό απολαμβάνει ένα ταξίδι στο χρόνο.
Οι εκκεντρικές χορεύτριες, οι περίφημες chahuteuses (οι ανυπότακτες), με τις καλτσοδέτες στο μηρό, τις πολύχρωμες φούστες με τα βολάν, τα φτερά και τα στρας, είναι εδώ, έτοιμες να σαγηνέψουν με τον αισθησιασμό τους όσους βρεθούν στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» αναζητώντας κάτι από την ατμόσφαιρα του διάσημου γαλλικού καμπαρέ. Το θέαμα ντύνουν μουσικές των Ζακ Όφενμπαχ, Φραντς Λέχαρ, Κόουλ Πόρτερ αλλά και τραγούδια των Εντίθ Πιαφ και Τζορτζ Γκέρσουιν, ενώ τα σκηνικά θυμίζουν έργα του Τουλούζ-Λοτρέκ.
Η ολοκληρωμένη πρόταση dinner theater εξόδου που έχει φέρει στην πόλη το «Γυάλινο» συνδυάζει την απόλαυση ενός θεαματικού σόου και ενός προσεγμένου δείπνου με προτάσεις του σεφ Γιάννη Γκελντή (πολυνησιακό πιάτο, φιλέτο ταύρου, ριζότο λαχανικών κ.ά.) που μπορούν να συνοδευτούν άψογα από ένα καλό κρασί –η λίστα είναι μεγάλη– ή ένα ποτό.
Οι νύχτες του Τουλούζ-Λοτρέκ

Με αφορμή την έκθεση «Ο Toulouse-Lautrec και η Belle Epoque στο Παρίσι και την Αθήνα», που εγκαινιάζεται στις 6 Δεκεμβρίου στο Μουσείο Ηρακλειδών, κάνουμε ένα φλας μπακ στην πολύπλευρη σχέση του ζωγράφου με το καμπαρέ.
Oι ρίζες του καμπαρέ σε Ευρώπη και Αμερική

Επαναστατική γερμανική κουλτούρα
Το «Cabaret Uberbretti» ήταν το πρώτο που άνοιξε στο Βερολίνο το 1901 για να φιλοξενήσει σόου με τραγούδια, κωμωδία, χορό αλλά και πολιτική σάτιρα. Την εποχή που ο ναζισμός (1933) επέβαλε την ανελευθερία στην έκφραση, οι δημιουργοί που δεν συνελήφθησαν έφυγαν για την Αμερική ή την Ελβετία, όπου συνέχισαν τη δράση τους. Ανάμεσά τους και οι ντανταϊστές Hugo Ball και Emmie Hennings, οι οποίοι έκαναν κέντρο των δραστηριοτήτων τους το «Cabaret Voltaire». Έβγαλαν το δικό τους καμπαρέ στο δρόμο, φωνάζοντας συνθήματα, παρελαύνοντας και παίζοντας μουσική. Μαζί με τη Μάρλεν Ντίτριχ (φωτό), άλλοι γνωστοί performers στα «χρυσά χρόνια» του γερμανικού καμπαρέ υπήρξαν η Μαρία Ντελβάρ, o Φρανκ Βέντεκιντ, η Ισιδώρα Ντάνκαν, ενώ η συνεργασία των Μπέρτολντ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ στο ανέβασμα πολλών θεατρικών δρώμενων σε καμπαρέ, δημιούργησε ένα ιδιαίτερο ύφος τραγουδιών. Στο σύγχρονο Βερολίνο, λίγοι χώροι πλέον κρατούν την παράδοση της πολιτικής σάτιρας, ενώ την τελευταία δεκαετία ανθούν τα σόου-βαριετέ.
Γαλλική λάμψη και γοητείαΣτη Γαλλία του 15ου αιώνα, στα καμπαρέ συναντιόνταν καλλιτέχνες για να απαγγείλουν ποιήματα, να τραγουδήσουν στίχους και να εκτελέσουν μονολόγους και σύντομα σκετς. Το 1881, στο παριζιάνικο προάστιο της Μονμάρτρης, τα ραντεβού δίνονταν στο «Le Chat Noir» (Μαύρη Γάτα). Διάσημοι θαμώνες του ο Μοπασάν, ο Ντεμπισί και ο Σατί. Από το 1900, άνοιξαν παρόμοιοι χώροι στο Μόναχο, το Βερολίνο, τη Βιένη και τη Μόσχα κι εκεί βρήκαν καταφύγιο έκφρασης τα πιο πρωτοποριακά ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα, όπως ο εξπρεσιονισμός και ο φουτουρισμός. Μέσα στα χρόνια, αναδείχτηκε το στοιχείο του γυμνού και στο καμπαρέ δόθηκε μια έξτρα αίσθηση λάμψης και πολυτέλειας, πάντα συνδυασμένη με το αλκοόλ. Αυτή η τάση διαμορφώθηκε στη Γαλλία, αλλά επικράτησε σε όλον τον κόσμο.
Στην Αμερική των αλλαγώνΤα νεοϋορκέζικα κλαμπ «Tony's», «Spivy's Roof» και «The Blue Angel», ατμοσφαιρικοί χώροι με χαμηλό φωτισμό έδωσαν το στίγμα της «σοφιστικέ ψυχαγωγία», που πήγε κόντρα σε ό,τι είχε επικρατήσει από τη λήξη της ποτοαπαγόρευσης το 1933 και για είκοσι χρόνια: τη χλιδάτη διασκέδαση σε πολυτελείς χώρους με αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα. Η προβολή της ταινίας «Cabaret» του Μπομπ Φος το 1972, αναζωπύρωσε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού γι' αυτό το είδος θεάματος. Σήμερα, κάποιοι μιλούν για αναγέννηση του καμπαρέ σ' ένα εμπλουτισμένο στιλ. Το συγκρότημα The Citizens Band, περνά την πολιτική του άποψη μέσα το θέαμα, ενώ υπάρχουν αρκετά σχήματα που κινούνται στο χώρο του Dark Cabaret – ένα είδος μουσικής που συνδυάζει την αισθητική των '20s με την goth κουλτούρα, το punk και την dark wave μουσική. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του είδους οι Tiger Lillies , ο Rozz Williams και οι Dresden Dolls.
Η Αθήνα των music halls

Ξεκίνησε σε χώρους που αυτοχαρακτηρίστηκαν ως «καμπαρέ» και φιλοξενούσαν χορευτικά σόου, τα οποία σχετίζονταν περισσότερο με το βαριετέ παρά με χώρους πρωτοποριακής καλλιτεχνικής αναζήτησης. Σήμερα, ένα τέτοιο θέαμα λόγω του γυμνού θα χαρακτηριζόταν strip show. Τα πιο γνωστά μαγαζιά του είδους ήταν το «CopaCabana», το «Maxim», το «Arizona» και το «Coronet», που προσπάθησαν να κινηθούν στην κατεύθυνση του καμπαρέ. Παρόλα αυτά, στοιχεία του αυθεντικού καμπαρέ επιβίωσαν σε άλλες θεατρικές πρακτικές όπως, για παράδειγμα, στην επιθεώρηση.
Στην Αθήνα του σήμερα δεν υπάρχουν χώροι που να συνδέονται άμεσα με την κουλτούρα του καμπαρέ. Υπάρχουν όμως τέσσερα ελληνικά θεάματα που έχουν κάτι από την ατμόσφαιρά του:Cabaret films σε DVD
Καμπαρέ (1972) του Μπομπ Φόσι, με τους Λάιζα Μινέλι, Μάικλ Γιορκ. Moulin Rouge! (2001) του Μπαζ Λούρμαν, με τους Νικόλ Κίντμαν, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ. Chicago (2002) του Ρομπ Μάρσαλ, με τις Ρενέ Ζελβέγκερ, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς. Moulin Rouge (1952) του Τζον Χιούστον, με τον Χοσέ Φερέρ. Γαλάζιος Άγγελος (1930) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, με τους Εμίλ Γιάνινγκς, Μάρλεν Ντίτριχ. Τα Κόκκινα Φανάρια (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, με τους Τζένη Καρέζη, Γιώργο Φούντα, Μαίρη Χρονοπούλου, Δέσπω Διαμαντίδου. Χ.Μ. INFO
ΓΥΑΛΙΝΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Λ. Συγγρού 143, 2109315600. Από 13/12.