Η Λένα Κιτσοπούλου δεν είναι η μόνη Ελληνίδα δημιουργός που εκθέτει μπροστά μας τα πιο τοξικά και άρρωστα χαρακτηριστικά της κοινωνίας (δηλαδή τα δικά μας), είναι όμως μία από τους ελάχιστους που η τέχνη της δεν λειτουργεί απελευθερωτικά, για το θεατή τουλάχιστον. Στο βίαιο σύμπαν της δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου, ούτε φιλτράρισμα του απεχθούς μέσα από το "θεραπευτικό", "μαγικό" άγγιγμα της τέχνης. Το διαπιστώνει κανείς και στην τελευταία της δουλειά, που εμπνέεται από το μύθο του Φράνκεσταϊν, του επιστήμονα που δημιούργησε το "Τέρας", ένα πλάσμα από μέλη νεκρών ανθρώπων, για να δείξει ότι στην προκειμένη περίπτωση το τερατικό πλάσμα είναι ο κόσμος που εμείς δημιουργούμε.
Κέντρο βάρους του προβληματισμού της είναι η τοξική (ελληνική) οικογένεια, στην οποία αφιερώνει τον δραματουργικό καμβά της παράστασης. Τα χαρακτηριστικά της οικογένειας ως ενός περιβάλλοντος που ευνουχίζει, βιάζει ή σκοτώνει –ενίοτε κυριολεκτικά– τα παιδιά της περνούν στην ιστορία του νεαρού Βίκτορ Φράνκεσταϊν, ενός νέου που ψάχνει νόημα στη ζωή του, την ώρα που οι γονείς του, η "drama queen" μητέρα και ο παρεμβατικός πατέρας, επιθυμούν να του επιβάλουν τις δικές τους επιθυμίες. Φυσικά, το παραπάνω είναι μια επιγραμματική, σχηματική περιγραφή της παράστασης, που υπακούει στη γενικότερη αισθητική –καλλιτεχνική και ιδεολογική– της δημιουργού: έντονα σαρκαστικό και μακάβριο χιούμορ, καγχασμός, σπλάτερ στοιχεία και κλιμάκωση της όλης ατμόσφαιρας με ρυθμό ωρολογιακής βόμβας. H παράσταση ξεκινάει κωμικά, ως μια πρώτης τάξεως σάτιρα με πολλούς αποδέκτες –ένα πλήθος από άσχετες με το βασικό θέμα αναφορές εισβάλλουν στο κείμενο και το πυρπολούν με σαρκασμό και, ενίοτε, τρέλα–, για να καταλήξει βίαιη και ενοχλητική χωρίς εμφανή διέξοδο από τη φρίκη όλων όσων κυριεύουν την πραγματικότητα της ζωής μας: τρομολαγνεία, αστυνομική και έμφυλη βία, κοινωνική υποκρισία.
Στο μεταξύ, έχει μεσολαβήσει η παρέμβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που ανοίγει, ουσιαστικά, τη συζήτηση περί ορίων της τέχνης. Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να αντέξουμε την προσωπική έκθεση του καλλιτέχνη, ρωτάει, για να δώσει η ίδια την απάντηση, καθώς έχει εκθέσει το γυμνό σώμα της, σε στάση τοκετού, ως δημιουργός που κυοφορεί και γεννάει το νέο έργο της, και να ακολουθήσει μια "παράβαση" σχετικά με την αγωνία και την οδύνη της δημιουργίας. Άνευ λόγου προκλητική, ναρκισσιστική και αυτοαναφορική διακοπή της δράσης ή υπέρτατο ξεγύμνωμα της ψυχής και της αγωνίας της δημιουργού; Θα ήμασταν μάλλον άδικοι, αν υποστηρίζαμε το πρώτο. Πληθωρική, προκλητική και άβολη, η παράσταση δεν είναι "για όλους", αλλά σίγουρα ανοίγει συζητήσεις. Όπως όλες οι παραστάσεις της, κι αυτή χρησιμοποιεί αγοραίο λόγο, trash αισθητική και κάφρικο χιούμορ, με συνειδητή πρόθεση: το θέατρο της Κιτσοπούλου προσποιείται ότι είναι φτηνό, αλλά δεν είναι, χάρη και στους εξαίρετους ηθοποιούς. Χωρίς το ταλέντο τους, η παράσταση ίσως διολίσθαινε, πράγματι, στη φτήνια: Χριστίνα Αντωναράκη, Γιώργος Βουρδαμής, Χρήστος Καραβέβας, Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Φώντας Μίχος, Ηλίας Μουλάς.
Περισσότερες πληροφορίες
Φρανκενστάιν - Ο χαμένος παράδεισος
Βασισμένη στον βικτωριανό μύθο του Φράνκενσταϊν και στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μέρι Σέλεϊ, η δημιουργός υπογράφει μια σατιρική παράσταση που μιλά για τα τέρατα της καθημερινότητας.