Δεν είναι τυχαίο πως ο «Γλάρος» αποτελεί συχνή επιλογή, όταν επιθυμία της παράστασης είναι να μιλήσει για τη φύση της θεατρικής τέχνης. Καθώς φέρνει σε πρώτο πλάνο κι εστιάζει στο δίπολο ζωή - τέχνη, αποδεικνύεται ιδανικό «πεδίο βολής» για τους καλλιτέχνες· γι’ αυτό και οι μεταδραματικές αναγνώσεις του αφθονούν. Αυτήν την οδό ακολουθεί η παράσταση του Γιάννη Παρασκευόπουλου, που δίνει το στίγμα της ήδη από την έναρξη, όταν οι έντεκα ηθοποιοί, μετωπικά τοποθετημένοι προς τους θεατές, ξεκινούν να μιλούν για τον «Γλάρο» και τον Τσέχοφ, αντί να παίζουν τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Όλα φωνάζουν «εδώ είναι θέατρο»: αφήγηση στη θέση της δράσης, εκφώνηση σκηνικών οδηγιών, παρουσία νέων ηθοποιών σχεδόν σε όλους τους ρόλους, καθώς δεν υπάρχει επιθυμία ηλικιακής ταύτισης, σημερινά ρούχα ή ρούχα πρόβας για τους περισσότερους κ.ο.κ.
Μία από τις πληροφορίες που ακούει ο θεατής είναι ότι ο «Γλάρος» ξεκινάει forte και καταλήγει pianissimo. Η σκηνοθετική οδός που ακολούθησε ο Γιάννης Παρασκευόπουλος όμως λειτουργεί αντίστροφα. Η μεταδραματική συνθήκη επιφέρει κάποια αδράνεια και σε στιγμές δείχνει να αποτελεί κενό εύρημα, ενώ, αντιθέτως, τα πράγματα αποκτούν περισσότερη ουσία κι ενδιαφέρον όταν αυτή δίνει τη θέση της στη σκηνική δράση. Τότε η σκηνοθετική ματιά αποδεικνύει τη δυναμική της. Ο θεατής βλέπει τους ηθοποιούς να ενσωματώνουν στις λιτές ερμηνείες τους την εσωτερική φλόγα που καίει τους τσεχοφικούς ήρωες, ενώ ενώπιόν του εκτυλίσσεται μια γόνιμη διαδικασία αναζήτησης του έργου· μια «μπρεχτική» οπτική διατρέχει την παράσταση.
Βλέπει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο τα δύο βασικά θέματα του «Γλάρου», η τέχνη και ο έρωτας, γίνονται θέματα ενός θεάτρου σημερινού, «απλού», που δείχνει να προκύπτει αυτονόητα. Η παράσταση ακολουθεί τις διαδρομές των ματαιωμένων ηρώων παραδίδοντας κάποιες αξιοσημείωτες σκηνές, όπως η χρήση της νοηματικής όταν «τα λόγια είναι φτωχά» (όταν δηλαδή ο Τρέπλιεφ βλέπει τη Νίνα στην αγκαλιά του Τριγκόριν), οι διασκευές των τραγουδιών της Έιμι Γουάινχαουζ είναι καίριες, το φινάλε ουσιαστικά συγκινητικό, ενώ γίνεται και ωραία χρήση ολόκληρου του θεάτρου (τα λειτουργικά, λιτότατα σκηνικά είναι του Ρίτσαρντ Άντονι).
Οι νέοι, ως επί το πλείστον άγνωστοι ηθοποιοί ακολουθούν την οδηγία για «απλότητα» και κάποιοι εντυπωσιάζουν: ο Γκαλ Α. Ρομπίσα είναι αποκαλυπτικός στον ρόλο του Τρέπλιεφ, η Έφη Γούση και η Χρυσή Μπαχτσεβάνη προσεγγίζουν ουσιαστικά τη Μάσα και τη Νίνα αντίστοιχα, ενώ η έμπειρη Γιώτα Φέστα εντάσσεται στη νεανική ομάδα με άνεση (αν κι εδώ σκηνοθέτης και ηθοποιός δεν ξεφεύγουν από ένα πλαίσιο ανάγνωσης που εξαντλείται στη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία της Αρκάντινα). Η ερμηνευτική ανισότητα όμως κοστίζει στο συνολικό αποτέλεσμα κι εμποδίζει την παράσταση να φτάσει στο επίπεδο που θα μπορούσε, έστω κι αν γίνεται προσπάθεια να αντισταθμιστεί από τη συνολική εικόνα της ως μιας καλλιτεχνικής διαδικασίας σε εξέλιξη.
ΤΕΧΝΗΣ «ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ» Φρυνίχου 14, Πλάκα, 2103222464. Διάρκεια: 130΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο γλάρος
Ο σκηνοθέτης διαβάζει για τρίτη φορά το κλασικό έργο που μιλά για τα μεγάλα θέματα της ζωής, τη ματαίωση των ονείρων και το αέναο κυνήγι της ευτυχίας, με στόχο να αποκαλύψει τις πιο κρυφές πτυχές του.