Ο Θοδωρής Αμπαζής μας συστήνει ένα σπουδαίο κείμενο, μετατρέποντάς το σε μουσικοθεατρική παρτιτούρα. Όμως τόσο η σύνθεση όσο και –κυρίως– η σκηνοθεσία τού στερούν τη δυναμική, καθώς η παράσταση μένει καθηλωμένη σε μια στατική απόδοση, με ελάχιστες κορυφώσεις.
Η γνωριμία με αυτό το μάλλον άγνωστο στους πολλούς κείμενο είναι το μεγάλο κέρδος που αποκομίζει κάποιος από την ευφάνταστη ιδέα του Αμπαζή να το διασκευάσει σε μορφή όπερας, με τη συνεργασία της Έλσας Ανδριανού που υπογράφει το λιμπρέτο. Ο σπουδαίος Ουγκό συνέθεσε μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στην Αγγλία της Παλινόρθωσης (τέλη 17ου αι.) κι έχει εμφανές και σημαντικό πολιτικό υπόβαθρο. Δύο κόσμοι συνυπάρχουν στο σύμπαν του Ουγκό, οι «πάνω» και οι «κάτω», οι λόρδοι και ο εξαθλιωμένος λαός. Κομμάτι του τελευταίου είναι οι περιπλανώμενοι θεατρίνοι στους οποίους ανήκει ο Γκουίνπλεν, ο άντρας που έχει υποστεί μια φρικτή παραμόρφωση καθώς στο πρόσωπό του έχει χαραχτεί ένα μόνιμο χαμόγελο. Μαζί με την τυφλή Ντέα αποτελούν τη βασική ατραξιόν που παρουσιάζει ο θιασάρχης Ούρσους περιοδεύοντας με την άμαξά του.
Στη σκηνική εκδοχή που έχουν συνυπογράψει Αμπαζής και Ανδριανού κυριαρχεί το πολιτικό πρόσημο: μια κοινωνία διχοτομημένη σε προνομιούχους και μη, ένας λαός καθηλωμένος στην άγνοια προκειμένου να αποδέχεται μοιρολατρικά τα πάντα, λιγοστές φωνές εξέγερσης που είναι καταδικασμένες να πέφτουν στο κενό. Μάλιστα, οι ηχογραφημένες παρεμβάσεις (με τη φωνή του Θανάση Παπαγεωργίου) υπογραμμίζουν ακόμη περισσότερο τα σημεία πολιτικού ενδιαφέροντος και η δραματική ερωτική ιστορία που συνδέει τον Γκουίνπλεν με την Ντέα αφήνεται σχεδόν σε δεύτερη μοίρα.
Το λιμπρέτο κατορθώνει να συλλάβει –και μάλιστα σε ευσύνοπτη διάρκεια– την πολιτική καρδιά του έργου, αναγκάζεται όμως να καταφύγει πολύ συχνά στην αφήγηση, κάτι που στοιχίζει στο σκηνικό θέαμα. Αυτό με τη σειρά του, καθοδηγούμενο από τον Αμπαζή, δεν μεταδίδει ιδιαίτερα ρίγη στην πλατεία, παρά τη θεαματικότατη, υψηλής αισθητικής όψη (σκηνογραφία Κωνσταντίνος Ζαμάνης, κοστούμια Νίκη Ψυχογιού, φωτισμοί Νίκος Σωτηρόπουλος)· διακρίνεται από στατικότητα, ενώ και η μουσική σύνθεση ακούγεται σαν να ακολουθεί πάνω κάτω το ίδιο τέμπο.
Οι ομαδικές σκηνές, ειδικά στο πρώτο μέρος, είναι ενδεικτικές: ούτε η σκηνοθεσία ούτε η χορογραφία (Αγγελική Στελλάτου) εκμεταλλεύονται το σύνολο των δεκάδων ηθοποιών, που εμφανίζονται πάντως άρτια δουλεμένοι και συντονισμένοι, ώστε να ανεβάσουν τη σκηνική θερμοκρασία. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στο δεύτερο μέρος για να νιώσουμε την επίδραση του θεάματος, να δούμε κάποιες ερεθιστικές σκηνές, να ξεχωρίσουμε τα βασικά πρόσωπα πάνω από το πλήθος, να συναισθανθούμε το δράμα που μεταφέρουν.
Ο Αιμιλιανός Σταματάκης στον ρόλο του Γκουίνπλεν είναι εξαιρετικός, αλλά περιμένει το φινάλε για να το αποδείξει, όταν θα εκφωνήσει το φλογερό δημοκρατικό του μανιφέστο στη Βουλή των Λόρδων. Η Εβελίνα Παπούλια ανταποκρίνεται με κυνική αιχμηρότητα στον ρόλο της λαίδης Ζοζιάνα, ο Σπύρος Τσεκούρας είναι ίσως παραπάνω τραχύς ως Ούρσους, ενώ η Ντέα της Μαρίας Δελετζέ φαίνεται υποβιβασμένη από την ίδια τη σκηνοθεσία.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - REX (ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ») Πανεπιστημίου 48, κέντρο, 2103305074. Διάρκεια: 135΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο άνθρωπος που γελά
Το βαθιά πολιτικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτορ Ουγκό, που εστιάζει στο αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας, μετατρέπεται σε μια σύνθεση βασισμένη στο σύγχρονο μουσικό θέατρο και το θέατρο πρόζας.