Μια σκηνική συνάντηση υψηλών προδιαγραφών στην οποία συνυπάρχουν μια δαιμόνια δραματουργική κατασκευή, ένας πρώτης τάξεως θίασος κι ένα εξαιρετικό σκηνικό περιβάλλον, που όμως καταλήγει, παρά τις επιμέρους ποιότητες, κατώτερη των –ομολογουμένως μεγάλων– προσδοκιών.
Ένας είναι ο λόγος που με οδηγεί σε αυτήν τη διαπίστωση: το κωμικό αποτέλεσμα της παράστασης δεν ήταν το αναμενόμενο, πράγμα περίεργο, αν λάβουμε υπόψη ότι έχουμε να κάνουμε με μια καθαρόαιμη κωμωδία, απολύτως προσανατολισμένη στην πλήρη εκμετάλλευση των κωμικών κωδίκων. Το «Σώσε» είναι κομμάτι μιας ομάδας έργων που φέρνουν στο θεματικό τους επίκεντρο την ίδια τη θεατρική πράξη, αλλά ταυτόχρονα ξεχωρίζει από κάθε ανάλογό του. Πρόκειται για μια ευφυώς κατασκευασμένη ωρολογιακή βόμβα προορισμένη να εκραγεί, αφού κλιμακωθεί μέσα από συνεχείς «μικροεκρήξεις».
Κλειδί του έργου και σημείο στο οποίο εντοπίζω την αστοχία της παράστασης είναι η δεύτερη πράξη. Χωρίς αυτή το «Σώσε» θα ήταν ένα έργο –απολαυστικότατο όπως και να ’χει– που μας δείχνει πρώτα την κωμικοτραγική πρόβα ενός δευτεροκλασάτου θιάσου πάνω σε ένα εξίσου δευτεροκλασάτο έργο κι έπειτα την ακόμη πιο κωμικοτραγική παράσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας συμβαίνουν τα μύρια όσα. Η δεύτερη πράξη είναι αυτή που απογειώνει το δραματουργικό μηχανισμό, καθώς διαδραματίζεται στα παρασκήνια την ώρα που παίζεται η «παράσταση».
Εδώ ο Φρέιν έχει συνθέσει μια πραγματικά δαιμονική διπλή κατασκευή, ένα κρεσέντο εισόδων κι εξόδων από τα παρασκήνια στη σκηνή και τούμπαλιν και αντιστοίχως δύο παράλληλες σκηνικές δράσεις. Στην παράσταση αυτή η πράξη φωτίστηκε κατά κύριο λόγο από την πλευρά των παρασκηνίων, οι έξοδοι των ηθοποιών στη «σκηνή» κρύφτηκαν πίσω από το σκηνικό, ενώ μετά βίας ακούγονταν τα λόγια τους. Περιορίζοντας τη δράση σε ό,τι συμβαίνει στα παρασκήνια, ο Λυγίζος υπονόμευσε ένα μηχανισμό που στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν την εκρηκτική, συνεχή εναλλαγή μεταξύ δύο δράσεων –του «Σώσε» και του έργου που παίζεται στο «Σώσε»– και η παράσταση παρουσίασε εμφανή καθίζηση.
Αντιθέτως, πολύ περισσότερο λειτουργική και γι’ αυτό απολαυστικότερη ήταν η μεταχείριση του υπόλοιπου έργου. Καλοκουρδισμένοι ηθοποιοί (Άννα Μάσχα, Σοφία Κόκκαλη, Έμιλυ Κολιανδρή, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ο ίδιος ο σκηνοθέτης στον ρόλο του... σκηνοθέτη κ.ά.) με όψη καρτουνίστικης καρικατούρας καθοδηγήθηκαν με ακρίβεια κι ευρυθμία σε σωματική και λεκτική φρενίτιδα πάνω στο εντυπωσιακό –αλλά μόνο εν μέρει λειτουργικό– σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη. Υποδύθηκαν στα όρια της υστερίας τους μετριότατους ηθοποιούς, που καλούνται να υποδυθούν ήρωες της κακιάς ώρας σε μια ερωτική φάρσα της συμφοράς, υπό τις οδηγίες ενός σκηνοθέτη που θα ήθελε –αλλά μάλλον δεν μπορεί– να σκηνοθετεί Σαίξπηρ.
Στην τελευταία πράξη δε, όπου όλα αποσυναρμολογούνται και η «παράστασή» τους οδεύει στην τελειωτική καταβαράθρωση, οι ηθοποιοί καταλήγουν να έχουν κάτι το τραγικό μέσα στη γελοιότητά τους· σκηνοθετική επιλογή που αποκαλύπτει το δεύτερο επίπεδο ενός φαινομενικά επιφανειακού έργου: το νοιάξιμο για τους ανθρώπους του θεάτρου.
ΣΤΕΓΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΩΝΑΣΗ Λεωφ. Συγγρού 107, Νέος Κόσμος, 2109005800. Διάρκεια: 140΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Το σώσε
Αυτή η σάτιρα για τη ζωή στο θέατρο μας αφήνει να κρυφοκοιτάξουμε μέσα στα παρασκήνια και να δούμε τις προβληματικές σχέσεις μεταξύ των μελών ενός θιάσου.