Πρίγκιπες και πίθηκοι άδουν εξαίσια, ο Κινγκ Κονγκ υποκινεί απροσδιόριστες επαναστάσεις και μια αξιολάτρευτη εκκεντρικότητα λαμβάνει χώρα στα Ιμαλάια, σε ένα σουρεαλιστικό δρώμενο αξέχαστης εικονοποιίας για την τραγικωμωδία της ύπαρξης· εγχείρημα τολμηρό, άνισο, διασπαστικό όσο και διχαστικό.
Δεν πιστεύω ότι έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο το κοινό του Εθνικού. Ένα έργο φύσει και θέσει εκκεντρικό, όπως η αντι-οπερέτα με τον τίτλο «Οπερέττα» (1966) του Βιτόλντ Γκομπρόβιτς, χρησιμοποιείται σαν καμβάς για να στήσει ο Νίκος Καραθάνος ένα εξίσου ανορθολογικό, μεταφυσικής υφής, κωμικής χροιάς και οντολογικών αγωνιών σκηνικό όραμα. Όλα ξεκινούν με μια μπαλάντα παιγμένη σε γκάιντα υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός πιθήκου στη ράχη ενός βουνού. Είναι τα Ιμαλάια, εκεί όπου διαδραματίζεται το έργο του Γκομπρόβιτς; Ή μήπως το Πάπιγκο όπως αφήνει να εννοηθεί ένας από τους ηθοποιούς του Καραθάνου; Και τι είναι τελικά αυτή η παράσταση που τελειώνει με τον Κινγκ Κονγκ να παίζει πιάνο, αφού πρώτα έχουν παρελάσει από τη σκηνή μια ομήγυρη σαρδανάπαλων βουτηγμένων στην ανοησία και την κοκεταρία, ένας γκουρού της μόδας με το «πι» του και κάμποσοι χορευταράδες πίθηκοι σαν δούλοι-κλεπταποδόχοι ή ρομαντικά ζευγάρια βγαλμένα από το «Όσα παίρνει ο άνεμος»;
Πίσω από όλες τις τρέλες, τις φάρσες, τις τσιρκολάνικες μπλόφες, τα κωμικά ευρήματα και τις κλοτσοπατινάδες είναι προφανές, ήδη από τα πρώτα λεπτά, ότι πρόκειται για μια ονειροφαντασία που βασίζεται μεν στη δαρβινική θεωρία, αλλά στην ουσία παρωδεί την εξέλιξη του είδους μας. Το «σοφοί οι πίθηκοι, ηλίθιοι οι άνθρωποι» μπορεί να είναι το μότο αυτής της παράστασης, στην οποία ακούγονται φράσεις όπως «τι καιροί είναι οι καιροί μας», «το μέλλον είναι μια μαύρη τρύπα και ο χρόνος το πιο μεγάλο ερωτηματικό», «ξεσπάει εντός μας το κλάμα όλου του κόσμου», «επικοινωνούμε αλλά δεν καταλαβαινόμαστε», «η γυμνότητα είναι ένας αριστερισμός, αφού όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, τον ίδιο κώλο έχουμε», «δεν υπάρχει θεός, μόνο μια κατάσταση κι εγώ διαλέγω την επανάσταση».
Ιδανική επιλογή μετά τους περσινούς «Όρνιθες» αποδεικνύεται για τον ανερυθρίαστο σουρεαλιστή του ελληνικού θεάτρου το μετα-αριστοφανικό αυτό έργο. Πολωνός γόνος αριστοκρατικής οικογένειας γαιοκτημόνων, που κατέληξε αυτοεξόριστος στη Λατινική Αμερική, ο Γκομπρόβιτς, γοητευμένος από τη θεία βλακεία του ανάλαφρου είδους της οπερέτας, έγραφε επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια αυτό το έργο που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Διατηρεί σε αυτό τη μουσικοποιητική φόρμα της οπερέτας, αλλά γεμίζει το ψιλοάδειο κέλυφός της με αληθινό δράμα, υπαρξιακό άλγος και οντολογική οδύνη. Δεν αποδιώχνει εντελώς το γελοίο στοιχείο της, ούτε ανακαλεί στη θέση του αποκλειστικά και μόνο το υψιπετές της φιλοσοφίας. σατιρίζει εξίσου και τα δύο υπονομεύοντάς τα μέχρις εσχάτων. Ο Καραθάνος οικειοποιείται αυτό το ανίερο πάντρεμα και το εμβαπτίζει στο ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθετικό του σύμπαν.
Δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική σκευή του έργου ο Καραθάνος. Η υπόθεση της «Οπερέττας» γίνεται η αφορμή για να εκφωνήσει, εν είδει υπερρεαλιστικού μανιφέστου, μια δική του έκκληση στους θεατές, πιο ρομαντική από κάθε πολιτική και πιο βιωματική από κάθε μεταφυσική – είναι εκείνο το «άκου τη φύση πώς τρίζει, πώς μουγκρίζει», που ακούγεται με φόντο το βουνό, φωτισμένο πια σαν ηφαιστειακό τοπίο. Είναι εκείνο το «δεν αντέχω τον εαυτό μου» που ομολογεί ο Χάρης Φραγκούλης, αυτός ο γεννημένος θεατρίνος, ο οποίος παίζει με αδάμαστη ορμή τον κομψευάμενο και πανηλίθιο πρίγκιπα, κινούμενος σαν νευρόσπαστο πάνω στα υψίπεδα του σκηνικού, υποφέροντας όμως από μια υπαρξιακή ζάλη αντίστοιχη με εκείνη του ήρωα του Ζαν-Πολ Σαρτρ στη «Ναυτία» (1938).
Εκεί ο Αντουάν Ροκαντέν πάσχει ακριβώς επειδή συνειδητοποιεί πως ό,τι υπάρχει έχει γεννηθεί χωρίς λόγο, ζει από αδυναμία και πεθαίνει τυχαία. Μόνη παρηγοριά του; Το τραγούδι. Διότι η μελωδία όπως και τα μαθηματικά δεν διέπονται από το παράλογο και άσκοπο της ύπαρξης. Κάνοντας μιαν αντίστοιχη διαδρομή, τόσο ο Γκομπρόβιτς όσο και ο Καραθάνος πλημμυρίζουν την «Οπερέττα» με θεσπέσια τραγούδια: ποπ μπαλάντες και παραδοσιακά μοτίβα, μελωδίες στο ύφος του Κουρτ Βάιλ και παγανιστικούς χορούς.
Όλα γραμμένα από τον Άγγελο Τριανταφύλλου. εδώ με ξυρισμένη κώμη, λαμέ κοστούμι και μια σπαρακτική φωνή, που θαρρείς αποτίνει φόρο τιμής στον πρόσφατα χαμένο Θάνο Ανεστόπουλο. Τόσο ο Τριανταφύλλου (μουσική) όσο και η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου (σκηνικά-κοστούμια), η Αμάλια Μπένετ (κίνηση) και ο Γιάννης Αστερής (μετάφραση-διασκευή) αποδεικνύουν πως ο Καραθάνος δεν είναι μόνος του, αλλά περιβάλλεται από ένα δυνατό επιτελείο άξιων συνεργατών. Στο ίδιο επιτελείο ανήκει και ο μισός θίασος, με τους Χάρη Φραγκούλη, Μιχάλη Σαράντη, Εύη Σαουλίδου και Γαλήνη Χατζηπασχάλη να ξεχωρίζουν λόγω των ρόλων τους.
Ευφυές μες στην πληθωρικότητά του, συχνά όμως φλύαρο και προβληματικό στην ανάπτυξη των λογισμών του, με μιαν αναποφασιστικότητα ως προς το φινάλε αλλά και το χειρισμό κάποιων συγκεκριμένων σκηνών (όπως λ.χ. της πασαρέλας), είναι σίγουρα ένα εγχείρημα άξιο, τολμηρό και άνισο που σίγουρα θα διχάσει το κοινό. Θα σταθώ όμως στην ξεχωριστή ισχύ που έχει αυτό το σουρεαλιστικό δρώμενο με την αξέχαστη εικονοποιία και την άρτια εκτέλεση για την τραγικωμική υπόσταση τόσο της ανθρώπινης ύπαρξης όσο και της τέχνης του θεάτρου.
Τέσσερα χρόνια μετά την «Γκόλφω» ο Καραθάνος κάνει μια εξίσου ευγενική και γενναία σκηνική χειρονομία. Άξιος ήταν όλος ο θίασος και οι μουσικοί: Χάρης Ανδριανός, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Πάρις Θωμόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Νάντια Κοντογεώργη, Κώστας Κορωναίος, Νίκος Λεκάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μπιτούνη, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-REX Πανεπιστημίου 48, 2103305074. Διάρκεια: 120΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Οπερέττα
Με την ελαφράδα της οπερέτας και με πρόσχημα μια εξωφρενική ιστορία αποπλάνησης, ο Πολωνός συγγραφέας παρομοιάζει την πολιτική Ιστορία με παρέλαση κουτών αριστοκρατών και της θλιβερής κουστωδίας τους.