Το εμβληματικό έργο-πείραμα του 1928 σε μια προβληματική παράσταση –συγκεχυμένη μορφολογικά, δραματουργικά, αισθητικά, ερμηνευτικά όσο και φωνητικά–, με έναν, ωστόσο, εξαίσιο πρωταγωνιστή: τον Χρήστο Λούλη, ο οποίος δίνει πλήρη υπόσταση στο χαρακτηρισμό του ρόλου του Μακχίθ ως «τζέντλεμαν των κακοποιών».
Τίποτε δεν παραπέμπει στον υπόκοσμο του βικτοριανού Λονδίνου, όπου υποτίθεται ότι διαδραματίζεται το έργο, ή στο Μεσοπόλεμο της εποχής συγγραφής του (1928). Το σκηνικό περιβάλλον της Εύας Μανιδάκη πετυχαίνει τον εναρκτήριο στόχο του Μπρεχτ: ξενίζει. Είναι ένας κόσμος επιστημονικής φαντασίας, ψυχρός και αδιάφορος, με inox γραφεία-κουβούκλια, κάμερες, laptop και οθόνες plasma κάτω από μια κεντρική κονσόλα κι έναν τεράστιο, πανεπόπτη «οφθαλμό». Μη λειτουργική, όμως, και ανεκμετάλλευτη αποδεικνύεται αυτή η σκηνογραφική επιλογή, ενώ συνολικά η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά εδράζεται σε μια μάλλον ατυχή συνάντηση με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, οδηγώντας σε μια –συγκεχυμένη, ασαφή και φαινομενικά μόνο αντισυμβατική– προσέγγιση του αντικαπιταλιστικού μουσικού έργου
Ο Χουβαρδάς δίνει την εντύπωση πως σκηνοθέτησε βάσει έτοιμων σκηνοθετικών συνταγών: με την εξεζητημένη παραμόρφωση που αξιοποίησε έντεχνα στον πρόσφατο σαιξπηρικό «Ριχάρδο Γ΄», με τις παρουσίες-καρτούν (κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη) και τις ερμηνείες-κόμικς. Όμως, ο πρωταγωνιστικός θίασος (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Νάντια Κοντογεώργη, Κίκα Γεωργίου), με την εξαίρεση του Χρήστου Λούλη, μένει αναξιοποίητος και δεν συγκροτεί κώδικα και ανσάμπλ, ενώ λίγοι μόνο διαθέτουν επαρκείς ή συναφείς με το ύφος του έργου τραγουδιστικές ικανότητες. Μυριάδες σκηνοθετικά ευρήματα και επιτηδευμένοι συμβολισμοί συσσωρεύονται – από την πιθηκόμορφη μάσκα του αφηγητή και τα «γαλλικά φιλιά» του αρχηγού της αστυνομίας μέχρι τις αλά φιλμ νουάρ εικόνες δολοφονημένων θυμάτων (Δημοσθένης Γρίβας) ή τους άστοχους υπέρτιτλους.
Οπερατικά στησίματα στατικής λογικής, με το θίασο να στέκει μετωπικά απέναντί μας και να άδει «θυμωμένα», εναλλάσσονται με σκηνές μπουλβάρ, εξωθημένες όμως σε μια στείρα παρωδία, στην οποία υπακούουν ακόμη και τα περίφημα τραγούδια. Ο σαρκασμός προβάλλεται με τρόπο τόσο φαντεζί ώστε, τελικά, ακυρώνεται. Η φωνητική διδασκαλία (Μιχάλης Παπαπέτρου) μπλέκει άτεχνα το μιούζικαλ με το καμπαρέ, ενώ η προσεγμένη αλλά επίπεδη ενορχήστρωση (Θοδωρής Οικονόμου), εστιασμένη στη μελωδικότητα, με προβλήματα έντασης στην ηχοληψία, καθώς και οι παράτονα μεταφρασμένοι στίχοι (π.χ. «πεθανέ») δυσχεραίνουν (και) την ακουστική ευφορία που εγγυάται η μουσική του Κουρτ Βάιλ (μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας).
«Ένα πολύχρωμο κολάζ με απόλυτα ιδιόρρυθμους κανόνες»: έτσι χαρακτηρίζει, στο σημείωμά του, ο Χουβαρδάς την «Όπερα της πεντάρας». Αντί γι’ αυτό, όμως, αντιμετωπίζει αυτό το κατεξοχήν έργο-πείραμα που αρνείται κάθε μορφής «τέλος» σαν ένα έτοιμο και τελειωμένο προϊόν, μια υπερκατασκευή δίχως πνευματώδες χιούμορ ή συγκίνηση. Τι διακυβεύεται, τελικά, σε αυτό το τόσο διάσημο έργο; Η παράσταση, αντί να αντιμετωπίσει ανοίκεια αυτό το ερώτημα, αναμασά γενικόλογες θέσεις γύρω από την αλλοτρίωση της εξουσίας σε μια κατ’ επίφαση ιδιόρρυθμη συσκευασία. Και αντί να ξεβολέψει το αστικό κοινό της ή, έστω, να προάγει μια πρόσληψη της «Όπερας», μάλλον εξωθεί τους θεατές να παρεξηγήσουν το έργο του Μπρεχτ ως φλύαρο, παρωχημένο και αδιάφορο.
ΠΑΛΛΑΣ Βουκουρεστίου 5, 2103213100. Διάρκεια: 150΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Όπερα της πεντάρας
Έργο με δάνεια και αναφορές από πολλά είδη, ανατέμνει τον υπόκοσμο του Λονδίνου και τις διασυνδέσεις του με την εξουσία, μιλώντας στην πραγματικότητα για τη μεταπολεμική κοινωνία της Γερμανίας.