Ένα νεο-αστικό μπουλβάρ για το γάμο και την απιστία, καθώς και για τα ζωτικά ψεύδη που απαιτούνται για τη συντήρησή τους. Ικανοποιητικές ερμηνείες από τους Παπαδόπουλο, Παπαματθαίου, Κοτσαηλίδου σε ένα ευχάριστα αφελές έργο.
«Αν οι άνθρωποι σταματούσαν να λένε ψέματα, δεν θα έμενε ούτε ένα ζευγάρι επί γης. Σε βάθος χρόνου, αυτό θα σήμαινε και το τέλος του πολιτισμού»: δεν περιμένεις να ακούσεις κάτι τόσο βαρυσήμαντο σε ένα ερωτικό μπουλβάρ. Κι όμως, στο «Μου λες αλήθεια;» μιλά έτσι ο άπιστος σύζυγος Μισέλ (Σπύρος Παπαδόπουλος), ο οποίος διάγει το βίο του μεταξύ επαγγελματικών meetings και περίτεχνων φλυαριών, αγώνων γκολφ και weekends στην εξοχή, κι ενώ κερατώνει ανενδοίαστα τη σύζυγό του, παριστάνει τον «άγιο» σκεπάζοντας με κουτοπονηριές τις ατασθαλίες του. Όπως αποδεικνύεται όμως, δεν είναι ο μόνος συντηρητής των ζωτικών ψευδών.
Το έργο του 35χρονου Γάλλου βραβευμένου συγγραφέα Φλοριάν Ζελέρ θυμίζει τις καλοκουρδισμένες φάρσες των Ευγένιου Λαμπίς και Ζορζ Φεϊντό. Μόνο που όταν ο Ζελέρ αρχίζει να καμώνεται πως το έργο του είναι κάτι περισσότερο από μια σύγχρονη φάρσα ηθών, το βαραίνει αναίτια, δίχως να μπορεί να το δυναμιτίσει με την πνευματώδη ζωντάνια των «παππούδων» του είδους. Η ελλιπής θεατρικότητα επιτείνεται από την άνευ σκηνικής θέρμης υποκριτική της Βάνας Ραμπότα, τα άκομψα τελάρα του σκηνικού (Γιώργος Γαβαλάς) και τα ακατάλληλα για θέατρο κοστούμια (Μάκης Τσέλιος). Δίχως έρεισμα βρήκα επίσης τη βουβή παρουσία του Στέλιου Πέτσου.
Τρεις καλές ερμηνείες και η ζυγισμένη σκηνοθεσία επισκιάζουν ως ένα βαθμό τα προβλήματα: ο σοφά μετρημένος Τάκης Παπαματθαίου, η λαμπερή ντάμα Νικολέτα Κοτσαηλίδου και ο πηγαίος Σπύρος Παπαδόπουλος. Ο τελευταίος μοιάζει να αποτίνει φόρο τιμής στο φινετσάτο αυθορμητισμό του Ντίνου Ηλιόπουλου και ταυτόχρονα στην εκρηκτικότητα του αθεράπευτου μπερμπάντη του παλιού ελληνικού σινεμά Λάμπρου Κωνσταντάρα. Ειδικά ως… θεία δίνει ένα μίνι ρεσιτάλ.
ΚΑΠΠΑ Κυψέλης 2, 2108831068. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Μου λες αλήθεια;
Μια απιστία φέρνει τα πάνω κάτω και η ζωή των ανθρώπων αλλάζει δραματικά, διότι –κακά τα ψέματα– η αλήθεια πονάει