Κατανυκτική ατμόσφαιρα, ψίθυροι, οικείες μελωδίες –από ριζίτικα μέχρι Σουγιούλ–, μεταφυσική αλλά και χιουμοριστική διάθεση, με τον Ακύλα Καραζήση ιδανικό ως Φάουστ. Μια παράσταση ενδιαφέρουσα, μεγάλης διάρκειας, όχι όμως και μεγάλης πνοής.
Είκοσι τριών ετών ήταν ο Γκαίτε όταν πρωτο-σχεδίασε τον «Φάουστ». και τον ολοκλήρωσε ύστερα από 60 χρόνια, το 1832, σε ηλικία 83 ετών. Τι πραγματεύεται αυτό το opus magnum είναι γνωστό: ο σοφός γερο-Φάουστ αφιερώθηκε στην απόκτηση της γνώσης κι έχασε μια εν ηδονή ζωή. Ο Μεφιστοφελής του ξαναδίνει τη νιότη και τις χαρές της, αρκεί ο Φάουστ να του χαρίσει μετά θάνατον την ψυχή του. Το γλωσσικό και νοηματικό πλούτο αυτής της τεράστιας σε έκταση και κοσμογονικής σε επίπεδο σύλληψης έμμετρης ποιητικής τραγωδίας ελάχιστοι γνωρίζουν. σπανίως ανεβαίνει εξάλλου.
Οι παιδαγωγικές προδιαγραφές (το να ακουστεί από σκηνής το έργο) πληρούνται σε μεγάλο βαθμό στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού χάρη και στη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη: ένα μνημείο βιωμένου λόγου. Με δέος, τρυφερότητα, συγκίνηση και σχεδόν θρησκευτική κατάνυξη, χαμηλόφωνα κι αισθαντικά, προσέγγισε ο Μαρμαρινός αυτό το θηριώδες έργο, σκηνοθετώντας το πρώτο μέρος του (4.614 στίχους).
Βρισκόμαστε ενώπιον ενός καλλιτεχνικού άθλου, όχι όμως και μιας μεγαλόπνοης παράστασης. Η σκηνοθεσία εικονοποιεί το έργο σε μια άδεια σκηνή, τελώντας σε συνθήκη πρόβας, χωρίς σκηνικά ή κοστούμια με τη στενή έννοια του όρου. Στην κυρίαρχη αφήγηση εισβάλλουν ευρήματα και τεχνικές οικείες από τις παραστάσεις του Μαρμαρινού όσο και άλλων ομότεχνών του: ψιθυριστή (γι’ αυτό συχνά κακόηχη) εκφορά του λόγου, μικρόφωνα και προβολές, τρεχαλητά και λαχανιάσματα του θιάσου, καπνοί και απόκοσμες ατμόσφαιρες, συμβολισμοί (το ψάρι της αρχής, ο σκύλος του τέλους κ.ά.) καθώς κι εξωκειμενικά σχόλια, όπως τα πρακτικά της δίκης της «αληθινής» Μαργαρίτας ή το φλαμένκο του Γιώργου Μπινιάρη.
Ασύνδετος, αλλά συγκινητικός ο μουσικός παλίμψηστος που δημιουργεί ο Δημήτρης Καμαρωτός μπλέκοντας βόμβους, «αναμνήσεις» ελληνικών μελωδιών (από το ριζίτικο «Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε», το «Είναι μεσάνυχτα» του 1933, το «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω» μέχρι τα «Ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»!) και συμβολικά ηχοτοπία, σαν τον ανεμιστήρα που «κινεί» τις χορδές μιας κιθάρας-αναφορά στην «αιολική άρπα» του Γκαίτε.
Παρά τη φυγόκεντρη δομή, τη φιλολογική συμβολοποίηση και τον αφηγηματικό κατακερματισμό της, η σκηνοθεσία μάς δίνει διαρκώς «σημάδια» της μεγαλειώδους σύνθεσης του Γκαίτε, τονίζοντας εξίσου τις θεολογικές και τις μεσαιωνικές καταβολές όσο και τις οντολογικές, μεταφυσικές αλλά και υφολογικές προεκτάσεις του, με το θέμα του έρωτα μεταξύ Φάουστ και Μαργαρίτας να ανάγεται σε κεντρομόλο δύναμη της παράστασης. Η θρυμματισμένη μνήμη, η πανταχού παρούσα θεολογία, η απροσδόκητη ελληνικότητα, η αίσθηση πως ο Φάουστ –ο άνθρωπος εν γένει– διατελεί εν παραμυθία, η διαλεκτική ανάμεσα στο προσωπικό (σκηνοθετική ανάγνωση) και το οικουμενικό (μύθος του Φάουστ) είναι τα κομβικά και πραγματικά αξιόλογα στοιχεία της παράστασης.
Όμως η κουραστική ροή, η περιγραφικότητα, ο στατικός ρυθμός, η πλαδαρή σύνδεση και η απουσία σφρίγους καθιστούν έως και βασανιστική την παρακολούθησή της. Με το «αχ» του Φάουστ ξεκινά ο Ακύλας Καραζήσης τη γενναία κατάδυσή του στον ήρωα των ηρώων, γυμνός προβάλλει στο δεύτερο μέρος και σταδιακά εκμηδενίζεται. Ο 10μελής θίασος τον συντροφεύει με ζέση, έστω κι αν ξεχωρίζει κυρίως η Μαργαρίτα της νεότατης Δάφνης Ιωακειμίδου-Πατακιά.
Περισσότερες πληροφορίες
Φάουστ
Η εικονογραφία του ανθρώπου που πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο, σε μια παράσταση-περιπέτεια γεμάτη διακειμενικές αναφορές και προσωπικές αφηγήσεις