
Έκανε πρεμιέρα την περσινή σεζόν, επαναλήφθηκε το φετινό φθινόπωρο, βραβεύτηκε στα θεατρικά βραβεία κοινού του "α" με το τρίτο βραβείο καλύτερης παράστασης, τρίτo βραβείο σκηνοθεσίας για την Αικατερίνη Παπαγεωργίου και δεύτερο βραβείο μουσικής σύνθεσης για τη Μαρίνα Χρονοπούλου και τώρα επιστρέφει για τρίτο κύκλο παραστάσεων. Ο λόγος για το σπαρακτικό έργο του Ρουμάνου Ματέι Βιζνιέκ, "Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα", που γράφτηκε με αφορμή τον εμφύλιο πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ανέβηκε από την ομάδα The Young Quill σε μία αξιομνημόνευτη παράσταση υψηλής ποίησης και αισθητικής ταυτότητας.

Από τις 15 Ιανουαρίου του νέου έτους και κάθε Τετάρτη, οι Αλέξανδρος Βάθρης, Ισιδώρα Δωροπούλου, Τάσος Λέκκας, Δημήτρης Πετρόπουλος και Μαίρη Χήναρη επιστρέφουν στη σκηνή του θεάτρου "Μπέλλος" για να αφηγηθούν μία συνταρακτική ιστορία με τον λυτρωτικό τρόπο που μόνο η θεατρική τέχνη μπορεί να προσφέρει. Μέσα από είκοσι πέντε σκηνές και με επίκεντρο την ιστορία δύο γονιών που ψάχνουν το σώμα του γιου τους, προκειμένου να το θάψουν κοντά τους, ο Βίζνιεκ συμπύκνωσε τη συντριπτική πραγματικότητα κάθε εμπόλεμης ζώνης, καταφεύγοντας όχι στο ρεαλισμό ή στο ντοκουμέντο, αλλά στην ποίηση, το γκροτέσκο και το υπερφυσικό στοιχείο. Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου συνέθεσε πάνω σε αυτό το εξαίσιο υλικό μία παράσταση που ακροβατεί μεταξύ "υψηλού" και γελοίου, τραγικού και κωμικού, σπαραγμού και γέλιου, πράττοντας πολύ σοφά. Όπως γράφαμε στην κριτική μας, η επιλογή αυτή "αποφορτίζει την ένταση, προφυλάσσει την παράσταση από τη σοβαροφάνεια ή την αισθηματολογία, αλλά στο ελάχιστο δεν μειώνει την ικανότητά της να αποδώσει την ουσία των πραγμάτων".
Περισσότερες πληροφορίες
Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα
Στη βραβευμένη παράσταση που συνεχίζεται για τρίτη χρονιά, μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο διαδραματίζεται η ρεαλιστική ιστορία του Βίγκαν και της Γιάσμινσκα, που επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.