Μπαμπάς του ελληνικού stand up θα μπορούσε, χωρίς υπερβολές, να χαρακτηριστεί ο Λάμπρος Φισφής κι αυτό όχι λόγω παλαιότητας ή πρωτιάς στο χρονολόγιο των εντός συνόρων παραστάσεων αλλά λόγω του γενικότερου mindset κωμωδίας που εισήγαγε ερχόμενος από τις σκηνές της Ολλανδίας, οργανώνοντας μαζί με την Βρανά τα πρώτα open mics το ’12 (απαρχή του λεγόμενου «δεύτερου κύματος»), παίζοντας ακατάπαυστα και καθαγιάζοντας το είδος απ’ τη ρετσινιά του προσβλητικού, τότε που ακόμη ήταν αδιευκρίνιστο το τι σημαίνει stand up.
Παραμένει, επίσης, ένας από τους τοπ αναγνωρίσιμους περφόρμερ στο ευρύ κοινό (σίγουρα η τηλεόραση έπαιξε το ρόλο της) αλλά κι ένας άνθρωπος που δουλεύει πάντοτε με αυστηρό μέτρημα κι επαγγελματισμό στα κείμενά του: Μετράει τα γέλια κάθε λεπτό, το ρυθμό και τις παύσεις, μετράει τη δομή και τη συνοχή, «μετράει» μέχρι και το κοινό κάθε παράστασης για να σκαρφιστεί inside jokes που λύνουν στα γέλια. Ενσαρκώνοντας πάντα τον goofy τύπο της διπλανής πόρτας που παρατηρεί τα μικρά παράλογα της καθημερινότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της (χρυσής) συνταγής είναι το «Δες το Θετικό», το δεύτερο κατά σειρά special στο βιογραφικό του Φισφή, το οποίο σημείωσε πάνω από 35.000 θεατές σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ πλέον σκοράρει διαδικτυακά και on demand με την κινηματογραφική του εκδοχή από την (άψογη σε ήχο και εικόνα) μαγνητοσκόπηση στο κατάμεστο Θέατρο Βέμπο.
Είναι μια απ’ τις καλύτερες ελληνικές παραστάσεις και το λέω αυτό έχοντας δει όλα τα comedy specials που έχουν παιχτεί. Την συγκεκριμένη την είχα παρακολουθήσει από τα καθίσματα του Ακροπόλ κι επιστρέφοντας τώρα για δεύτερη φορά –κατά τι πιο ατημέλητος και άνετος από το σαλόνι του σπιτιού μου–, επιβεβαίωσα την αρχική μου εικόνα.
Σε κάθε bit, ο Φισφής φροντίζει μελετημένα τα σημεία του, πού θα κερδίσει γέλια και πώς θα τα αυξήσει κλιμακωτά, πώς θα χρησιμοποιήσει το σώμα του και το μικρόφωνο για να δώσει ζωή στα αστεία του, πότε θα κάνει callbacks και πότε crowdwork ώστε να κρατήσει την ένταση και να αυτοσχεδιάσει επί τόπου.
Σε αυτό τον μονόλογο, ο Λάμπρος μιλάει για τις φοβίες που έχει αναπτύξει μεγαλώνοντας αλλά και τις απολαύσεις που έχει αγκαλιάσει, πώς η διασκέδαση (κι η απελευθέρωση) μεταβολίζεται μόλις πατήσεις τα τριάντα κι απ’ τα κλαμπ μετακομίζει στις ταβέρνες, πόσο αλλάζει η αξία του βραδινού ύπνου και η επικινδυνότητα του μεσημεριανού, που πάντα ξεκινάει όλο αθωότητα με τη φράση «θα κλείσω λίγο τα μάτια μου» αλλά καταλήγεις να ξυπνάς τρεις ώρες μετά, αγνοώντας τι ημέρα είναι και ποιανού έτους.
Το ταλέντο του Φισφή έγκειται στο να δίνει ξεκαρδιστική αξία στα πιο τετριμμένα πράγματα. Τα αεροπλάνα της Ryanair, φερ’ ειπείν, γίνονται «ΚΤΕΛ με φτερά» αν σκεφτείς πως συναντάς ακριβώς τον ίδιο κόσμο –άτομα χυμένα σε καρέκλες να τρώνε κεφτεδάκια πριν την απογείωση–, η τεκίλα επίσης δεν γίνεται να νοείται ως σφηνάκι ή ποτό αλλά ως απόφαση που πρέπει να συνοδεύεται από το μότο «Καλή Τύχη», ενώ η ελληνική ταβέρνα είναι το μέρος που ανασύρονται τα ένστικτά μας, εκεί που παραγγέλνεις σε κιλά «λες και το έχει υπολογίσει πόσο βαρύτερος θες να φύγεις», μάχεσαι για μια μερίδα πατάτες κι ολοκληρώνεις βγάζοντας άναρθρες κραυγές στο σερβιτόρο («μια οαόλα!»).
Σε κάθε bit, ο Φισφής φροντίζει μελετημένα τα σημεία του, πού θα κερδίσει γέλια και πώς θα τα αυξήσει κλιμακωτά, πώς θα χρησιμοποιήσει το σώμα του και το μικρόφωνο για να δώσει ζωή στα αστεία του, πότε θα κάνει callbacks και πότε crowdwork ώστε να κρατήσει την ένταση του κοινού και να αυτοσχεδιάσει επί τόπου. Έτσι, από το κομμάτι με τα κλαμπ και τις χορευτικές κινήσεις στο dancefloor, όπου ένας θεατής περιέγραψε τη δική του φιγούρα, ο Λάμπρος έχτισε ένα πρωτότυπο act out υλικό που γκέλαρε πολλές φορές μέσα στο σόου.
Το «Δες το Θετικό» κρατάει για φινάλε το καλύτερο κομμάτι του, το οποίο αφιερώνεται στις διακοπές. Όπου ο Λάμπρος ανατρέχει στις εμπειρίες του από τα –πάντα το ίδιο άθλια– rooms to let των ελληνικών νησιών, για τα οποία μάλλον οι προδιαγραφές αδειοδότησης αναγράφουν ενωμένα κρεβάτια για διπλό (με κενό ανάμεσα), ντιβανοκασέλες με σκόρο, τηλεόραση έξι ιντσών που πιάνει καμπάνα μόνο Τουρκία και μπάνιο χωρίς μπανιέρα – τύπου «εσύ αποφασίζεις πού θα είναι το ντουζ». Και πρέπει μάλιστα να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός στο πλύσιμο, διότι το σαπούνι που δίνουν είναι τόσο μικρό που δεν φτάνει για όλα.
Αλλά το πιο αγχωτικό πράγμα των διακοπών είναι όταν ταξιδεύεις με πλοίο κι είσαι οδηγός. Εκεί, πέρα από τις τρομακτικές ανακοινώσεις του καπετάνιου στο «ξεμπαργκέισον πρόσες» και τις προειδοποιήσεις για συριγμούς, έχεις να αντιμετωπίσεις τον μαινόμενο παρκαδόρο στο αμπάρι κατά την αναχώρηση, ένα παιδί «του γράσου και της βενζίνης» που κουνάει πέρα-δώθε τα χέρια του και ουρλιάζει προς το μέρος σου τρεμάμενος, «Μάτια σε μένα!». Τόσο εκπληκτικό το περφόρμ που κερδίζει χειροκρότημα κι απ’ το σαλόνι.
Προμηθευτείτε το εισιτήριό σας εδώ και δείτε την παράσταση. Προσοχή: Μετά την αγορά και την ενεργοποίηση του κωδικού, η παράσταση είναι διαθέσιμη για το επόμενο τρίωρο.