«Εσύ πόσο ναζί είσαι;» σε βάζει να αναρωτηθείς το ιστορικό δια-πολιτιστικό φεστιβάλ Steirischer herbst στο Γκρατς της Αυστρίας, που ξεκινά την Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου. Στην 51η χρονιά του κάνει μια τολμηρή επιλογή, βάζοντας στο μικροσκόπιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας την ακροδεξιά στροφή της Ευρώπης, με επίκεντρο την ίδια τη χώρα στην οποία πραγματοποιείται αλλά και την ευρύτερη γεωγραφική «γειτονιά» της.
Στην εναρκτήρια περφόρμανς το πάντα αιχμηρό σλοβένικο γκρουπ Laibach αποδομεί τη «Μελωδία της ευτυχίας», συνοδεία ορχήστρας και παιδικής χορωδίας (!), βασισμένο στην άποψη του Slavoj Žižek ότι η κλασική χολιγουντιανή ταινία ικανοποιεί τόσο την επιφανειακή επιθυμία να αντιταχθεί κάποιος στο φασισμό όσο και τη βαθιά επιθυμία να αγκαλιάσει τις βασικές αξίες του.
Οι καλλιτεχνικές παραγωγές ειδικά για το φεστιβάλ περιλαμβάνουν από μια εγκατάσταση που μεταφέρει χώμα από ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στο χώρο μιας γκαλερί, φέρνοντας στην επιφάνεια την ιστορία του, μέχρι μια ιδιότυπη χωματερή, όπου οι κάτοικοι που θέλουν να ξεφορτωθούν ναζιστικά μεμοραμπίλια που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους από τις οικογένειές τους μπορούν να το κάνουν ανώνυμα. Και, μάλιστα, όλα αυτά αναθέτοντας τη διεύθυνση του φεστιβάλ σε μια Ρωσίδα επιμελήτρια, την Ekaterina Degot, η εκθεσιακή δράση της οποίας στη χώρα της είχε ενοχλήσει το καθεστώς Πούτιν.
Παράλληλα η πλατφόρμα συζητήσεων «Οι μικροί μας φασισμοί» συγκεντρώνει σημαντικούς διανοητές και καλλιτέχνες εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο ο εθνικισμός κανονικοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90, ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη ως εργαλείο αντικομμουνιστικής αντίστασης, και τις συνέπειες που έχει αυτό σήμερα. «Ένας Ρώσος φιλόσοφος είπε κάποτε ότι η αποστολή της χώρας μας είναι να αποτελεί ένα τρομακτικό παράδειγμα για τις υπόλοιπες. Μπορεί να είναι υπερβολή, πιστεύω όμως ότι αυτό που συνέβη και συμβαίνει στη Ρωσία αφορά τους πάντες», μας λέει η Degot.
Έχει πάντως ενδιαφέρον πως ακόμη και σε μια χώρα όπως η Αυστρία, όπου η επίσημη πολιτιστική πολιτική δείχνει σημάδια συντηρητικής στροφής, η τέχνη βρίσκει τρόπους να αναμοχλεύσει το παρελθόν και να αναμετρηθεί με δύσκολα ζητήματα ταυτότητας. Κάτι το οποίο στην Ελλάδα θα δυσκολευόμασταν να κάνουμε – και μάλιστα με ξένο διευθυντή στο τιμόνι. Αλλά και όταν το κάνουμε, η πίεση που ασκείται στους δημιουργούς από τον λαϊκιστικό δημόσιο λόγο είναι εξοντωτική.
Ας αναλογιστούμε για παράδειγμα, πέρα από όποιες δικαιολογημένες αντιδράσεις, το είδος του λόγου που αρθρώθηκε από μεγάλη μερίδα των καλλιτεχνών και των media όταν ανακοινώθηκε η ανάθεση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Φεστιβάλ Αθηνών στον Γιαν Φαμπρ ή τον αποκλεισμό ξένων επιμελητών –για διευθυντές ούτε λόγος– από τα δημόσια μουσεία και ας κάνουμε τις συγκρίσεις. Από αυτήν την άποψη ίσως ο μόνος καλλιτεχνικός θεσμός της πόλης που έχει κάνει τον κοσμοπολιτισμό και την ανοιχτότητα πράξη, καλώντας διεθνείς και Έλληνες επιμελητές, είναι η Μπιενάλε της Αθήνας, ένας κατεξοχήν αντι-θεσμός για τα τοπικά δεδομένα.