
Η παράσταση ξεκινάει με ένα βιντεοσκοπημένο απόσπασμα όπου η Κατίνα Παξινού εκθειάζει την ενέργεια και το φως του επιδαύρειου τόπου, όμως ο Νίκος Καραθάνος έρχεται να μας δείξει μια σκοτεινότερη, λιγότερο "μεγαλειώδη" πλευρά του. Πρόσωπα του έργου είναι οι ηθοποιοί μιας παράστασης, που συγκεντρώνονται μαζί με φίλους και θεατές σε παρακείμενη ψησταριά: μια ευθεία αναφορά στο επιδαύρειο "τελετουργικό", που περιλαμβάνει παράσταση και μετά φαγοπότι στην ταβέρνα του Λεωνίδα στο Ληγουριό. Αντιστοίχως, το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη μοιράζει τη σκηνή σε δύο μέρη, από τη μια πλευρά ένα κομμάτι από το κοίλον της Επιδαύρου, κι από την άλλη, η υπαίθρια ψησταριά.

Το κείμενο, με μπόλικη αυτοανααφορικότητα, επιθεωρησιακό πλουραλισμό και αριστοφανικό ύφος, σατιρίζει και παρωδεί από τα μέσα τον κόσμο του θεάτρου. Έτσι, τα πρόσωπα, η συμπεριφορά και το ήθος τους παρουσιάζονται στην υπερβολή˙ οι καλλιτέχνες είναι ένα μάτσο ψωνισμένων ανθρώπων, ενώ οι θεατές είτε αποκαμωμένοι, φτάνουν ως την αυτοχειρία λόγω πλήξης, είτε διατηρούν το ρόλο του πιστού χειροκροτητή. Όλοι και όλα χωράνε και σχολιάζονται στο πανηγύρι που έχουν στήσει συγγραφείς και σκηνοθέτης: το ντιβιλίκι αλλά και η ανασφάλεια των ηθοποιών, οι ενδοκαλλιτεχνικές έριδες, οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις, τα ερμηνευτικά στιλ, τα αστεράκια και τα βραβεία κοινού, η ασχετοσύνη δημοσιογράφων και κριτικών. Το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό, αν και απευθύνεται περισσότερο στους φανατικούς θεατρόφιλους, αφήνοντας απ’ έξω μεγάλη μερίδα του κοινού.

Περισσότερο, όμως, η παράσταση πλήττεται από το γεγονός πως οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερες. Ο Νίκος Καραθάνος, καλλιτέχνης υψηλής ευαισθησίας, επιλέγει να εκφραστεί μέσω μιας σάτιρας που μένει σε πρώτο επίπεδο (κι, επίσης, κάποιες επιλογές του, όπως το γυμνό στο φινάλε, δεν πείθουν ότι εξυπηρετούν κάτι). Η βαθιά ματιά του, η μεγάλη ευαισθησία, η ψυχή του ανιχνεύονται κι εδώ, αλλά δεν πρωταγωνιστούν. Η παράσταση κάνει τον κύκλο της, έχοντας προσφέρει κάποιο γέλιο και -ακόμη λιγότερη- συγκίνηση κι έπειτα χάνεται χωρίς ν’ αφήσει ένα στίγμα - ενώ μάλιστα ο ίδιος της ο πυρήνας αφορά την πρώτη ύλη του θεάτρου. Τις προσδοκίες του κοινού (της) δεν φτάνει, μάλλον, ούτε η Λένα Κιτσοπούλου, που συνυπογράφει το έργο με τον Γιάννη Αστερή: ο ασύλληπτος κυνισμός, το μαύρο χιούμορ, τα σουρεάλ στοιχεία, η ωμή γλώσσα που τη χαρακτηρίζουν είναι παρόντα αλλά μάλλον συγκρατημένα.

Σημαντική η συμβολή της σύνθεσης του Άγγελου Τριανταφύλλου (ερμηνεύεται ζωντανά από εξαμελή ορχήστρα) και αξιότατοι οι ηθοποιοί του θιάσου˙ το τελικό αποτέλεσμα οφείλει πολλά στο τεράστιο ταλέντο τους: Χρήστος Λούλης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Έμιλυ Κολιανδρή, Ζέτα Μακρυπούλια, Θανάσης Αλευράς, Χάρις Αλεξίου (που προσφέρει τη σημαντικότερη ψίχα συναισθηματισμού και συγκίνησης με τον μονόλογο του "τίποτα", που αφιερώνεται στη δύναμη της τέχνης "το τίποτα να το κάνει κάτι") κ.ά., ακόμη κι όταν η σκηνοθεσία τους περιορίζει στο ελάχιστο, όπως συμβαίνει με την Ιωάννα Μαυρέα και τον Γιάννη Κότσιφα.
Περισσότερες πληροφορίες
Μια νύχτα στην Επίδαυρο
Ένας σπουδαίος πολυσυλλεκτικός θίασος συναντιέται στη σκηνή για μια μουσική παράσταση με άρωμα Επιδαύρου. Μια σαρκαστική κωμωδία για τη ζωή, το θέατρο και την ελληνική πραγματικότητα.