
Εξαιρετικό δείγμα θεάτρου συνόλου, σε μια σφιχτοδεμένη παράσταση που, συν τοις άλλοις, συστήνει στο ελληνικό κοινό ένα μέχρι τώρα άπαιχτο έργο.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αναλαμβάνει αυτό το εγχείρημα (όπως έκανε πέρυσι με τον «Αύγουστο» του Τρέισι Λετς) παίρνοντας το ρίσκο να πρωτοπαρουσιάσει ένα αδοκίμαστο έργο και να συστήσει έτσι στους Έλληνες θεατές τις τάσεις που διαμορφώνουν σήμερα το παγκόσμιο θέατρο. Η παράσταση, εκτός της αυταξίας της, αποδεικνύει και μια παραδοχή για τον ίδιο τον ΜακΦέρσον: μια τυπική ιρλανδική πένα μπορεί να αφορά κάθε θεατή. Ο «Φάρος» είναι ένα τέτοιο δείγμα. Εδώ δεν εισρέουν μυστικιστικοί θρύλοι της Ιρλανδίας όπως στο «Φράγμα», το πρώτο έργο του που παίχτηκε στην Ελλάδα. Είναι η κουλτούρα του αλκοόλ που πρωταγωνιστεί και βέβαια η θρησκεία, ο καθολικισμός, που πάντα έχει αισθητή παρουσία στη δραματουργία του.
Το έργο φέρνει στο επίκεντρο, με «τσεχοφική» ευαισθησία, τέσσερις αντιήρωες που φλυαρούν, συγκρούονται, φιλιώνουν, αλλά κυρίως πνίγουν τις προσωπικές τους αποτυχίες σε ατελείωτες ποσότητες αλκοόλ, ώσπου ένας ξένος, που γνωρίζει πολλά για το παρελθόν τους, ποντάρει τη ζωή τους σε μερικές παρτίδες πόκερ. Η επιδεξιότητα του συγγραφέα φαίνεται στο πόσο άνετα κινείται μεταξύ των ειδών. Κωμωδία και δράμα, αλληγορική παραβολή και μεταφυσικό θρίλερ, γνήσιος, γειωμένος ρεαλισμός μπολιασμένος με θρησκευτικές αποχρώσεις, χωρίς όμως να ηθικολογεί (η δράση δεν τοποθετείται τυχαία την παραμονή των Χριστουγέννων), όλα αυτά είναι ο «Φάρος», που παράλληλα σκιαγραφεί πέντε ζωντανούς χαρακτήρες, χτίζει τις σχέσεις τους, εκμεταλλεύεται το στοιχείο του μυστηρίου και του σασπένς και αποζημιώνει τον θεατή με ένα ανατρεπτικό, λυτρωτικό φινάλε.

Η παράσταση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη δημιουργεί προηγούμενο και, τουλάχιστον επί του παρόντος, σφραγίζει το έργο. Ίσως υπερτονίστηκε το κωμικό στοιχείο –το χιούμορ κυριαρχεί–, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζονται τα υπόλοιπα. Εναλλαγές ύφους, ρυθμός, κλιμάκωση, όλα είναι μελετημένα κι ενσαρκωμένα με ακρίβεια, ένταση και αλήθεια. Η σκηνοθεσία εστίασε το ενδιαφέρον της σε κάθε ήρωα, στα δηλωμένα και αδήλωτα συναισθήματά τους και παράλληλα στις μεταξύ τους σχέσεις, παραδίδοντας επί σκηνής ένα παλλόμενο ανθρώπινο σύνολο. Το σκηνικό (Αθανασία Σμαραγδή) δημιουργεί πολύ γλαφυρά το σπίτι που στεγάζει τους παραιτημένους από τη ζωή άντρες.
Βεβαίως, αυτή η παράσταση είναι οι ηθοποιοί και οι λεπτομερείς ερμηνείες τους. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αποδίδει με εσωτερική ένταση και μετρημένες εξάρσεις τον Σάρκι, τον ήρωα που βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιδεικνύει την απαιτούμενη απόγνωση και την ισχυρή παρουσία που επιβάλλει ο ρόλος του Ρίτσαρντ, ο Νίκος Ψαρράς (Ιβάν) κλέβει τις εντυπώσεις με την κωμική του δεινότητα, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος συμπληρώνει εύστοχα την τετράδα στον (μικρότερο) ρόλο του Νίκι, ενώ ο Αιμίλιος Χειλάκης ενσαρκώνει με μειλίχιο σαρκασμό την καταλυτική παρουσία του κ. Λόκχαρτ. Ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται ο καθένας, συχνά μόνο με τη στάση ή τις κινήσεις του, είναι αξιοπρόσεκτος, ενώ η μεταξύ τους χημεία απογειώνει το αποτέλεσμα.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Βουκουρεστίου 10, 2103312343. Διάρκεια: 120΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο φάρος
Μια παραβολή για την εξιλέωση γεμάτη μαύρο χιούμορ, με πρωταγωνιστές τέσσερις φίλους που περνούν τη νύχτα με έναν ξένο, παίζοντας χαρτιά και πίνοντας.