Ένα χάπενινγκ που αποδομεί το γνωστό παραμύθι των Γκριμ και τη νεύρωση του κομφορμισμού. Το ωμό χιούμορ και οι χοντροκομμένες πλάκες προκαλούν ευφορία, ο θίασος παίζει εξαιρετικά, όμως το δεύτερο μέρος ανακυκλώνει ό,τι προηγήθηκε.
«Όχι ρε π…η μου! Πόσα χρόνια θα γίνεται αυτό;» Η –κατά Λένα Κιτσοπούλου–Κοκκινοσκουφίτσα (Έμιλυ Κολιανδρή), απηυδισμένη από τη ρουτίνα του παραμυθώδους βίου της, με αυτοκαταστροφικές τάσεις, καταλήγει με ύφος θυμόσοφου: «Δεν αξίζει τελικά να ζεις. Δεν έχει πολλή έκπληξη το πράγμα». Όπως και σε προηγούμενα έργα της, από τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» μέχρι το «Χαίρε Νύμφη», η Κιτσοπούλου γράφει ένα κείμενο που τελεί σε συνθήκη χάπενινγκ. Τα πάντα μοιάζουν να γεννιούνται τη στιγμή που παίζονται, προκύπτοντας εν θερμώ από αυτοσχεδιασμούς, σκόρπια και χύμα κι εκλύοντας μια πρωτόγνωρη θέρμη. «Το θέατρο είναι η διαστολή της στιγμής»: σε αυτήν τη φράση ίσως θεμελιώνεται η δραματουργική φιλοσοφία της συγγραφέως.
Η πλοκή της ξεχαρβαλωμένης «Κοκκινοσκουφίτσας» της θυμίζει κακόγουστο αστείο – διάχυτοι είναι ο κυνισμός και η κριτική (και αυτοκριτική) διάθεση της Κιτσοπούλου να ρίξει ανάθεμα στον κομφορμισμό της πρωτοπορίας, χρησιμοποιώντας τα ήδη πολυκαιρισμένα μέσα της. Δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση ξεκινά με ένα ξεκαρδιστικό stand up σόλο της Νεφέλης Μαϊστράλη, η οποία μας μπάζει στο κόλπο υποδυόμενη την αγριεμένη ταξιθέτρια που μας βρίζει, κατ’ αναλογία με τα πρόσωπα του έργου του 1966 του Πέτερ Χάντκε «Βρίζοντας το κοινό»: «Γιατί ήρθες ρε; Τι νόμιζες ότι θα πάθεις; Μέθεξη; Κάτσε τώρα να φας στη μάπα πρωτοπορία!» Οι ήρωες της Κιτσοπούλου, απομαγευμένοι και αποπροσανατολισμένοι, δίχως πίστη ή ελπίδα, πάσχουν από δομικές διαταραχές.
Παγιδευμένοι στη συναισθηματική τους ανωριμότητα, ομολογούν: «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Ιστορία». Όλοι λειτουργούν σαν φωνές off της ίδιας της συγγραφέως. δεν είναι χαρακτήρες, αλλά τα άπειρα πιθανά alter ego της, οι φορείς της αφοριστικής, αναρχικής, προβοκατόρικης –έως και μηδενιστικής– ιδεολογίας της Κιτσοπούλου, η οποία δεν παραλείπει να εμφανιστεί στη σκηνή ως παραπαίουσα Σταχτοπούτα-λαϊκή αοιδός σε μεγάλα ντέρτια. Η μπαναλιτέ επικροτείται, η χοντροκομμένη πλάκα γίνεται καθεστώς και το χιούμορ του έργου διαγράφεται ως σχολικό (επιπέδου «Αmerican pie») ή ακόμη και φαιδρό, με πορνογραφικές αναφορές, αθυροστομία και αρκετές κραυγαλέες επιλογές: η εμφάνιση του από μηχανής Κοκκινοσκουφίτσου (Γιάννης Κότσιφας) και του Κυνηγού/αυνανιστή (Γιάννος Περλέγκας) ή ακόμη και ο splatter θάνατος της μητέρας (Ιωάννα Μαυρέα) κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Οι εμμονές της Κιτσοπούλου είναι παρούσες – οι βιασμοί, τα λαϊκά άσματα, η Μερκούρη, η κουζίνα που γεμίζει αίμα, δάκρυα και σπέρμα...
Η διάπυρη δυναμική της γραφής της, η συνθετική της ικανότητα να παντρεύει το ναΐφ με το μεγαλειώδες και το κιτς με τη συγκίνηση όσο και η αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση του θιάσου ανάγουν αυτό το παράταιρο και άνισο θέαμα σε απολαυστικό δείγμα «ζωντανού» θεάτρου. Μόνο που στο δεύτερο μέρος η πλοκή εξοκέλλει, ανακυκλώνοντας τα αρχικά θέματα με μετεφηβικό τσαμπουκά, αλλά χωρίς προορισμό. Οι ήρωες σωριάζονται νεκροί και η ευθύνη της παραγωγής νοήματος αφήνεται στον θεατή.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ Λεωφ. Συγγρύ 107-109, Νέος Κόσμος, 2109005800. Διάρκεια: 120΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Κοκκινοσκουφίτσα, το πρώτο αίμα
Σε αυτήν την ανατρεπτική εκδοχή του γνωστού παραμυθιού η Κοκκινοσκουφίτσα έρχεται –σε ρόλο εκδικητή– να υπογραμμίσει πως «κανείς δεν έζησε καλά και κανείς δεν θα ζήσει καλύτερα»