Πήγα να δω το "Εγώ κι Εσύ" της Λόρεν Γκάντερσον στο Ίδρυμα "Μιχάλης Κακογιάννης" με την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο που απευθύνεται κυρίως σε εφήβους. Φεύγοντας, όμως, ένιωσα ότι παρακολούθησα μια παράσταση που αφορά όλες τις ηλικίες, γιατί μιλά για κάτι θεμελιώδες: την ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί, να ακουστεί και ίσως να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του μέσα από την τέχνη.
Το έργο της Γκάντερσον, από τα πιο πολυπαιγμένα σύγχρονα αμερικανικά θεατρικά κείμενα, μοιάζει εκ πρώτης όψεως απλό, σχεδόν λιτό, χωρίς δραματουργικές επιδείξεις. Κι όμως, μέσα από αυτή την απλότητα καταφέρνει να διεισδύσει σε βάθος στην ανθρώπινη ύπαρξη και να την υμνήσει όχι μόνο ως ατομική διαδρομή, αλλά κυρίως ως κοινό βίωμα, ως "εμείς". Η υπόθεση εκτυλίσσεται γύρω από την απρόσμενη συνάντηση δύο εφήβων, της Κάρολάιν και του Άντονι, ένα πρωινό που μετατρέπεται σε αφετηρία ενός υπαρξιακού ταξιδιού, ταυτόχρονα κοινό και μοναχικό.

Η Κάρολάιν ζει απομονωμένη λόγω μιας σοβαρής γενετικής νόσου που προσβάλλει το συκώτι της, εγκλωβισμένη σ’ ένα δωμάτιο και σ’ έναν χρόνο που μοιάζει να έχει παγώσει. Η αιφνίδια "εισβολή" του Άντονι διαρρηγνύει αυτή τη στασιμότητα και ανοίγει έναν χώρο επικοινωνίας. Με αφορμή μια σχολική εργασία, η ποίηση του Γουόλτ Γουίτμαν —και ειδικότερα το "Τραγούδι του Εαυτού μου"— γίνεται καταλύτης. Δεν λειτουργεί ως μάθημα ή αντικείμενο ανάλυσης, αλλά ως τρόπος θέασης του κόσμου, ως μέσο για να ειπωθούν όσα αλλιώς θα έμεναν άρρητα. Οι δύο ήρωες απελπίζονται, συγκρούονται, μοιράζονται φόβους και επιθυμίες και τελικά τολμούν να "δουν τον κόσμο πραγματικά", αναγνωρίζοντας πως αυτή η θέαση είναι δύναμη αλλά και ευθύνη.
Οι ήρωες, όντας έφηβοι, μιλούν με τον δικό τους τρόπο: επαναλαμβάνουν, επιμένουν, επιστρέφουν ξανά και ξανά στα ίδια ερωτήματα, σαν να προσπαθούν να τα κατανοήσουν μέσα από τη φθορά του λόγου. Αυτή η επαναληπτικότητα, απολύτως οργανική για την ηλικία τους, ενδέχεται στιγμιαία να κουράσει έναν ενήλικο θεατή. Ωστόσο, κατανοούμε ότι αποτελεί δραματουργικό στοιχείο, καθώς αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι άνθρωποι παλεύουν να βάλουν τάξη στο χάος των σκέψεων και των συναισθημάτων τους.

Η σκηνοθεσία της Σοφίας Βγενοπούλου αποδεικνύεται καθοριστική σε αυτή τη λεπτή ισορροπία. Με ευαισθησία, καθαρή δομή και προσοχή στις λεπτές αποχρώσεις της σχέσης των δύο ηρώων, οργανώνει την παράσταση με τρόπο που επιτρέπει στην πλοκή να εξελίσσεται φυσικά και να κλιμακώνεται συναισθηματικά. Η σκηνοθετική ματιά αφουγκράζεται τα "ημιτόνια" της εφηβικής επικοινωνίας: τις σιωπές, τις άμυνες, τις αμήχανες εκρήξεις, τη βαθιά ανάγκη για αποδοχή. Η διπλή της ιδιότητα, ως σκηνοθέτιδας και παιδοψυχολόγου, προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιλογές της, καθώς δημιουργεί έναν προστατευμένο χώρο όπου οι λέξεις, οι παύσεις και τα βλέμματα έχουν ισότιμη σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια επισημαίνει τη δυσκολία ενός έργου που στηρίζεται αποκλειστικά στη σχέση δύο σωμάτων επί σκηνής, χωρίς διαφυγές, χωρίς εφέ, "μονορούφι". Να θυμίσουμε πως η Σοφία Βγενοπούλου είχε σημαντική δράση και, στο Εθνικό Θέατρο τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά μέσα από το Μικρό Εθνικό, που λειτουργούσε ως σκηνή για παιδικό και εφηβικό θέατρο με σύγχρονες και ουσιαστικές προτάσεις για νέους θεατές.

Οι δύο ηθοποιοί είναι υπέροχοι: άμεσοι, συγκινητικοί και γεμάτοι ενέργεια. Η Λήδα Κουτσοδασκάλου, ως Καρολάιν, δίνει σώμα και φωνή σε μια έφηβη που δοκιμάζεται διαρκώς, μεταφέροντας την ένταση, την ευθραυστότητα και τη σκέψη της με αλήθεια. Κινείται νευρώδης, αντιδρά απότομα, αλλά αφήνει πάντα να φανεί ο εσωτερικός της κόσμος. Ο Στέργιος Μικρούτσικος, στον ρόλο του Άντονι, φέρνει μια ήρεμη δύναμη και μια απρόσμενη τρυφερότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στον αυθορμητισμό, τον ρομαντισμό και την αμηχανία της ηλικίας. Μαζί έχουν έντονη χημεία και η σχέση τους ξεδιπλώνεται φυσικά, σαν να συμβαίνει μπροστά μας για πρώτη φορά.
Το σκηνικό της Αρτέμιδος Φλέσσα δημιουργεί αμέσως την αίσθηση ενός αληθινού εφηβικού δωματίου και, κάνει τον θεατή να νιώθει ότι βρίσκεται μέσα σε αυτό. Η κίνηση της Σταυρούλας Σιάμου ακολουθεί τη φυσικότητα των νεανικών σωμάτων, η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή συνοδεύει διακριτικά τις στιγμές της ιστορίας και οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη βοηθούν τις συναισθηματικές μεταβάσεις να αναπνέουν και να κυλούν ομαλά.
Το "Εγώ κι Εσύ" είναι μια παράσταση που συστήνει στους εφήβους τον Γουόλτ Γουίτμαν και, ταυτόχρονα, τους μαθαίνει κάτι βαθύτερο: ότι η ποίηση –και η τέχνη γενικότερα– μπορεί να γίνει εργαλείο ζωής. Καθώς η νέα χρονιά του 2026 ανοίγεται μπροστά μας, έργα σαν κι αυτό λειτουργούν ως υπενθύμιση της ανάγκης για επιβράδυνση, σύνδεση και ουσιαστική επικοινωνία. Παραστάσεις που, χωρίς θόρυβο, ζεσταίνουν την καρδιά και μας καλούν να θυμηθούμε πώς είναι να μπαίνει κανείς στη ζωή με όλο του το είναι.
Περισσότερες πληροφορίες
Εγώ κι εσύ
Το βραβευμένο έργο της σημαντικής σύγχρονης φωνής του αμερικανικού θεάτρου είναι ένα ψυχικό ταξίδι δύο παιδιών που, όσο κι αν το κρύβουν πίσω από την επίφαση της νεανικής αδιαφορίας, αναζητούν απεγνωσμένα νόημα στα πράγματα. Εστιάζει στην τρυφερότητα της νεότητας και τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης, ενώ απευθύνεται σε όλες τις γενιές θεατών. Ένα αγόρι εισβάλλει στο δωμάτιο ενός κοριτσιού κρατώντας ένα ποίημα. Ένα μεγάλο, άγριο, τρελό ποίημα. Το κορίτσι είναι άρρωστο. Είναι άρρωστο σχεδόν από πάντα αλλά τον τελευταίο καιρό είναι πια τόσο άρρωστο που δεν μπορεί να πάει σχολείο. Δεν έχει καμία όρεξη να διαβάσει ποίηση. Όμως το αγόρι επιμένει. Είναι ο σταρ της ομάδας μπάσκετ του Λυκείου, είναι ευγενικός και υπομονετικός και τη χρειάζεται. Θέλει τη βοήθειά της για μια εργασία Λογοτεχνίας, θέλει να την κάνει να διαβάσει αυτό το ποίημα, θέλει να την κάνει να αγαπήσει αυτό το ποίημα, θέλει να τη γνωρίσει.

