Αν προσπαθούσαμε ελάχιστα χρόνια νωρίτερα να ανακαλέσουμε την τελευταία φορά που ένα σύγχρονο ελληνικό έργο μονοπωλούσε το ενδιαφέρον, θα έπρεπε να πάμε τουλάχιστον μία δεκαετία πίσω, όταν το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη ανέβαινε στο Εθνικό. Όμως σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς μια σειρά από έργα σύγχρονης προβληματικής βρήκαν δίοδο επικοινωνίας με την πλατεία, μέτρησαν απανωτά sold out και οδηγούνται σε δικαιολογημένες επαναλήψεις.
Δεν είναι σίγουρο αν μπορούμε να μιλήσουμε για έργα με κοινά γνωρίσματα, αν και όσον αφορά τη φόρμα χρησιμοποιούν κυρίως το ρεαλισμό, αφήνοντας παράλληλα χαραμάδες στο παράλογο και σε ποιητικές ή σουρεαλιστικές εκφάνσεις. Μέχρι ενός σημείου, η απήχησή τους οφείλεται στο ότι καταπιάνονται με διαφορετικές πτυχές της ελληνικότητας και της σύγχρονής πραγματικότητας, αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές, όπως κάνει ο περιβόητος «Άγριος σπόρος» του Γιάννη Τσίρου, που επαναλαμβάνεται για τέταρτη σεζόν (Επί Κολωνώ, από 1/10).
Είναι όμως κι άλλα: ο «Χαρτοπόλεμος» του πρόσφατα εκλιπόντος Βαγγέλη Ρωμνιού, δείγμα γραφής της γενιάς των 30άρηδων που ασφυκτιούν μέσα στον διαλυμένο κοινωνικό και οικογενειακό ιστό της Ελλάδας της κρίσης (Μικρό Γκλόρια, από 21/9)· οι «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» της Αλεξάνδρας Κ., που μεταχειρίζεται τα κλισέ περί ελληνικότητας στην προσπάθεια να συνθέσει ένα σατιρικό πορτρέτο της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης (Πειραματική Εθνικού, από 17/10)· το «Mute» του Γιώργου Αδαμαντιάδη, που εκπλήσσει με τη μεταχείριση που επιφύλαξε ένας νέος άνθρωπος σε μια μακρινή σελίδα της ελληνικής Ιστορίας, που διαδραματίζεται το 1920 (Σημείο, από τον Οκτώβριο).
Άλλα, αντιθέτως, υπερβαίνουν το «εδώ»: ο «Εθνικός Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου ξεδιπλώνει μπροστά μας τις ιστορίες μιας «παλιοπαρέας» και με το σπιντάτο ρυθμό και τις συνεχείς ανατροπές του θα μπορούσε να αποτελεί σενάριο ανεξάρτητης αμερικάνικης παραγωγής (Από Μηχανής, από 26/9), ενώ η «Γρανάδα» του Γιάννη Καλαβριανού είναι ένα ωραίο παράδειγμα σκηνικής διαπραγμάτευσης θεμάτων όπως η απώλεια και το πένθος μέσα σε μια ευφάνταστη δραματουργική κατασκευή, όπου η «μικρή» διάσταση της καθημερινότητας συνομιλεί με το μεγαλείο του σύμπαντος (Νέος Κόσμος, από 3/10).
Ούτε οι προηγούμενες δεκαετίες ήταν στείρες από άποψη καλών εκπροσώπων – άλλωστε οι προαναφερθέντες Τσίρος και Κατσικονούρης είναι ανάμεσα σε αυτούς που έθεσαν τα θεμέλια για τη σημερινή έκρηξη. Τουλάχιστον όμως όσον αφορά τη σκηνική τύχη και τη μακροβιότητα των έργων, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ανθηρά, κάτι που οφείλεται και στην επικράτηση του devised theatre, όπου ο σκηνοθέτης εκτελούσε «χρέη» συγγραφέα και η σκηνοθεσία γινόταν η νέα δραματουργία.
Τώρα, το ενδιαφέρον στρέφεται ξανά στο κείμενο και τα αποτελέσματα φαίνονται και στη σκηνή, και στο ταμείο. Έπειτα, δράσεις όπως το Αναλόγιο και το Φεστιβάλ Ελληνικού Θεατρικού Έργου ή η πολιτική του Εθνικού να δίνει βήμα σε νέα ελληνικά έργα (παρότι η κριτική φάνηκε υπερβολικά αυστηρή στο όχι χωρίς προτερήματα «Ένας στρατιώτης που τον έλεγαν Λαβ» του Ιάσονα Σίγμα), έπαιξαν το δικό τους σημαντικό ρόλο.
Φυσικά, τα νέα έργα ακολουθούν το ύφος της εποχής τους: εστιάζουν στο «πιασάρικο» story, στις ανατροπές, στους γρήγορους διαλόγους και δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα έχουν γραφτεί από πρακτικούς της σκηνής: ο Καλαβριανός είναι σκηνοθέτης, ο Ρωμνιός, ο Τσιοσιόπουλος και ο Αδαμαντιάδης ηθοποιοί, ενώ το άλλο talk of the town που επαναλαμβάνεται, το «Στέλλα κοιμήσου», είναι δημιουργία του κινηματογραφιστή Γιάννη Οικονομίδη («Τζένη Καρέζη», από 1/10).
Κάποια, μάλιστα, έχουν δοκιμαστεί στο εξωτερικό, αποδεικνύοντας πως μπορούν να ενδιαφέρουν το ξένο κοινό: η «Απειλή» της Άρτεμης Μουστακλίδου, που πραγματεύεται το φλέγον θέμα του προσφυγικού, επικεντρώνοντάς το εύστοχα σε ένα μικροαστικό ζευγάρι που ζει κλεισμένο στο σαλόνι του, ξεκίνησε από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, έφτασε στο Φεστιβάλ Αβινιόν και τώρα έρχεται στην Αθήνα (Από Μηχανής, από 24/9).