‘Εχοντας δεχθεί πρόσκληση να παρουσιάσει έκθεση με τη δουλειά του στο πλαίσιο της φιλοξενίας του στη Cité internationale des arts ως μέρος του residency στο οποίο συμμετέχει σε συνεργασία με το ΕΜΣΤ (κάτι διόλου αμελητέο αν σκεφτούμε ότι μόλις 6 από τους 700 residents που φιλοξενούνται ετησίως εκθέτουν εκεί) ο Κοσμάς Νικολάου μου έστειλε ένα ενθουσιώδες mail από το Παρίσι. Ξεκινήσαμε έτσι μια συζήτηση για την εμπειρία του από την πόλη που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ως "το νέο Λονδίνο" τουλάχιστον ως προς την αγορά και τα κραταιά ιδρύματα της τέχνης, αλλά και για τη δουλειά του στο σύνολό της καθότι συνειδητοποίησα ότι στην Αθήνα είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους συνιδρυτές του οργανισμού 3 137 παρά ως καλλιτέχνης.

Η έκθεση Radio Free Europe παρουσιάζει μια επιλογή έργων, τα οποία δημιουργήθηκαν το καλοκαίρι του 2025. Ο τίτλος Radio Free Europe παραπέμπει τόσο στον ραδιοφωνικό σταθμό που ιδρύθηκε το 1949, στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, με έδρα το Μόναχο, όσο και στο τραγούδι των R.E.M. του 1981, υπογραμμίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικής και ποπ κουλτούρας. Η έκθεση ξεδιπλώνεται ως προοίμιο, με κάθε στοιχείο να εμφανίζεται σαν ένα κομμάτι από μια ταινία που βρίσκεται σε φάση παραγωγής.
Η πρακτική του Κοσμά Νικολάου μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή καλλιτεχνικής αρχαιολογίας, που ανακαλύπτει μύθους και κρυμμένες ιστορίες για να κατασκευάσει αφηγήσεις που είναι ταυτόχρονα προσωπικές και γεωπολιτικές.
Πώς προέκυψε η έκθεση Radio Free Europe;

"Είπα στη Nataša Petrešin-Bachelez πόσο κριτικά βλέπω το Radio Free Europe και εκείνη μου είπε, πως όσο μεγάλωνε στη Γιουγκοσλαβία, μία χώρα που δεν υπάρχει πια, το μόνο παράθυρο στον κόσμο γι’ αυτήν ήταν οι εκπομπές του συγκεκριμένου σταθμού. Ταυτόχρονα, είναι ο τίτλος του πρώτου τραγουδιού που κυκλοφόρησαν οι REM."
Τον Ιούλιο έφτασα στο Παρίσι για να εργαστώ εδω τρεις μήνες μέσω του προγράμματος καλλιτεχνικής φιλοξενίας που διοργανώθηκε για πρώτη φορά απο το ΕΜΣΤ στην Cité des Arts στο Le Marais. Πέρα από τη χαρά και τιμή να έχω αυτή την επαγγελματική ευκαιρία, θεωρώ πως είναι πολύ επιδραστικό και ουσιαστικό
το μουσείο της χώρας να αναπτύσσει τέτοιες δράσεις και να υποστηρίζει πέρα από το εκθεσιακό πρόγραμμα καλλιτέχνες εντός και εκτός της Ελλάδας. Νιώθω πως είναι ένα σημείο καμπής με πολύ μεγαλή δυναμική και είναι διπλή η χαρά μου να είμαι μέρος του προγράμματος.
Είχα, λοιπόν, την τιμή και τη χαρά να βρεθώ εδω μαζί με αξιόλογους συναδέλφους, τον Κωνσταντινο Δουμπενίδη, την Λητώ Κάττου, την Σοφία Κολοκούρη και τον Βέρα Χοτζόγλου. Τις πρώτες μέρες του προγράμματος η επιμελήτρια του δημόσιου προγράμματος του οργανισμού Nataša Petrešin-Bachelez, με προσκάλεσε να παρουσιάσω την έρευνα μου, ένα νέο σώμα δουλειάς στο χώρο Petite Galerie, ένα White cube χώρο που έχει θέα στο Σηκουάνα και εκεί παρουσιάζονται 6 ατομικές εκθέσεις απο τους 700 residents που φιλοξενούνται ετησίως εδώ. Κατά την διάρκεια μιας συνάντησης με τη Natasa, συζητούσαμε για τον τίτλο της έκθεσης. Τότε, της είπα πόσο κριτικά βλέπω το Radio Free Europe και εκείνη μου είπε, πως όσο μεγάλωνε στη Γιουγκοσλαβία, μία χώρα που δεν υπάρχει πια, το μόνο παράθυρο στον κόσμο γι’ αυτήν ήταν οι εκπομπές του συγκεκριμένου σταθμού. Ταυτόχρονα, είναι ο τίτλος του πρώτου τραγουδιού που κυκλοφόρησαν οι REM. Έτσι, τρεις λέξεις έφεραν μαζί το πολιτικό και το προσωπικό στοιχείο με την ποπ κουλτούρα.
Φεύγοντας απο την συνάντηση, η Nataša με κοίταξε στα μάτια και χαμογελώντας μου είπε να σκεφτώ αυτό τον τίτλο. Την εκτιμώ πολύ και νομίζω πως η έκθεση δεν θα μπορούσε να έχει άλλο τίτλο.

Με ποιόν τρόπο σε ενδιαφέρει η πολιτιστική μάχη του ψυχρού πολέμου και τι μας λέει ίσως για το σήμερα;
"'Ένας άνδρας προσεγγίζει την Peggy Guggenheim σε ένα πάρτι και της λέει: "Θα σας βοηθήσουμε να μεταφέρετε τα κεφάλαιά σας στην Ιταλία και να ζήσετε μια φανταστική ζωή· απλώς θέλουμε ο Jackson Pollock να γίνει ο σημαντικότερος Αμερικανός καλλιτέχνης που ζει σήμερα". Μια τέτοια ιστορία εξάπτει την φαντασία."
Δεν νιώθω ότι είναι μάχη, αλλά περισσότερο ένας υψηλής έντασης, αναίμακτος ανταγωνισμός ιδεών για την κυριαρχία στο κοινό αίσθημα. Ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηρίζεται από την αγωνία για την επικράτηση στο μη λεκτικό πεδίο, στο συλλογικό ασυνείδητο, για την επιρροή της κοινής γνώμης και τη διαμόρφωση της ποπ κουλτούρας.
Δεν ξέρω αν είμαι ακόμη υπό την επίδραση του "συνδρόμου του νεοφώτιστου", εκείνου που βλέπει παντού γύρω του μόνο αυτό, που μόλις ανακάλυψε. 'Όμως πιστεύω πως το τολμηρό βήμα που έκανα, να συγκεντρώσω δηλαδή τα διαφορετικά ενδιαφέροντά μου κάτω από το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο λειτούργησε, αλλά τελικά ήταν κάτι που οι ερευνητές στην Ακαδημία είχαν ήδη επιχειρήσει πριν από εμένα. Τόσο η διεθνής όσο και η ελληνική βιβλιογραφία με βοήθησε πολύ. Το Σχέδιο Μάρσαλ και οι ζώνες επιρροής έχουν μελετηθεί σε διάφορα πεδία της ζωής. Κεντρικό ρόλο έπαιξαν τα βιβλία της Αρετής Αδαμοπούλου και του Στρατή Μπουρνάζου. Με το Στρατή ήρθα σε επαφή κατά την διάρκεια του residency και ο διάλογος που έχουμε αναπτύξει είναι απολαυστικός. Σίγουρα μετέφερε την έρευνα μου σε άλλο επίπεδο. Η γενναιοδωρία και η αγάπη του Στρατή για την Τέχνη είναι αξιοσημείωτη και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τον ευχαριστήσω. Οσο για την Αρετή, την είχα καθηγητρια και από τότε μάλλον έκανε την δουλειά της σωστά.
Μέσα από το πρίσμα αυτού του ανταγωνισμού, είδα πολλά πράγματα που με αφορούσαν, τον μοντερνισμό, την οργάνωση εταιρειών από επιστήμονες, το ζήτημα της παραψυχολογίας, την ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας στην γεωγραφία και στην ευρωπαϊκή ιδέα, τον τρόπο σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελικά βρήκα πολλές απαντήσεις· ήταν σαν να είδα ξαφνικά τον κόσμο σε τρεις διαστάσεις.
Ταυτόχρονα, πολλά ζητήματα της ελληνικής ταυτότητας άρχισαν να φωτίζονται διαφορετικά: η ανάπτυξη του τύπου της πολυκατοικίας και η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου, η σχέση μας με τον τουρισμό, η στάση μας απέναντι στο κλασικό παρελθόν. Στα έγγραφα της CIA κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα καταγράφεται ως τμήμα της Μέσης Ανατολής, κάτι που συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Αυτό ήταν για μένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό. Ένιωσα μια ανακούφιση μέσα από την κατανόηση, κάτι σαν την ανακάλυψη της πηγής της αιτίας στην ψυχαναλυτική διαδικασία.

Είδα επίσης πώς αναπτύχθηκε η γραφειοκρατία και πώς δομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας αόρατος μηχανισμός που καθορίζει την καθημερινότητά μας, οικοδομημένος κι αυτός μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι, πάρα πολλά στοιχεία του σήμερα άρχισαν να μου μιλούν ευθύγραμμα μέσα από εκείνη την εποχή.
Ταυτόχρονα, είδα κάποια πράγματα διαγραμματικά. Είδα, ας πούμε, πως κινείται η χρηματοδότηση μέσα από ιδρύματα στην Αμερική με κρυφό τρόπο τότε και πως αυτό σήμερα είναι ο ολοφάνερος κανόνας. Στην εποχή μας η τεχνική είναι ακριβώς η ίδια.
Συχνά φανταζόμαστε αυτόν τον κόσμο σαν κάτι κινηματογραφικό και κατασκοπικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι γκρίζος και έχει να κάνει με τα χρήματα. Είναι, θα έλεγα, μια "συμφωνία κυρίων" — που ασκεί σαγήνη και γοητεία.
'Ένας άνδρας προσεγγίζει την Peggy Guggenheim σε ένα πάρτι και της λέει: "Θα σας βοηθήσουμε να μεταφέρετε τα κεφάλαιά σας στην Ιταλία και να ζήσετε μια φανταστική ζωή· απλώς θέλουμε ο Jackson Pollock να γίνει ο σημαντικότερος Αμερικανός καλλιτέχνης που ζει σήμερα". Μια τέτοια ιστορία εξάπτει την φαντασία.

Σε τι είδους αρχεία επικεντρώθηκες και πόσο η προσωπική σου εμπειρία/γεωγραφία βρήκε χώρο στην έκθεση;
Κινήθηκα στην πόλη, φωτογράφισα, κατέγραψα, και στην ουσία έφτιαξα αφηγήσεις. Ανέπτυξα μια στρατηγική για το πώς η ίδια η πόλη, πέρα από το να είναι ένας ιστός από κτίρια, μπορεί να κρύβει ιστορίες· και μέσα σε αυτές να προβάλλονται η πολιτική, η ηθική και η αισθητική. Ταυτόχρονα, με ενδιέφερε και το αντίθετο, πώς η ίδια αυτή πόλη μπορεί από μόνη της να προκαλεί συναισθήματα σε εμάς. Όλα αυτά σχηματίζουν ένα αρχιπέλαγος στοιχείων (ήχοι, τοποθεσίες, εικόνες, σενάριο, προσωπικότητες) που μοιάζει με την προετοιμασία μιας ταινίας. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να δημιουργήσω ένα φιλμ· ωστόσο, η παρούσα έκθεση παρουσιάζεται σαν η προετοιμασία για μια ταινία, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η ταινία θα υπάρξει. Οι συλλογές που επισκέφτηκα περιλαμβάνουν το αρχείο του Τώνη Σπητέρη που βρίσκεται στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, αλλά και κάποια αρχεία που τον αφορουν στην ΑΙCA εδώ στο Παρίσι το αρχείο του MAM Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Πόλης του Παρισιού, το Théâtre des Champs Élysées, το Cité de de l’Architecture et du Patrimoine, όπου εντόπισα τα αρχεία του αρχιτέκτονα Κανδύλη· την Ένωση Médium του Παρισιού, την Εταιρεία Μεταψυχικών Ερευνών, την UNESCO, το ΟOΣΑ, καθώς και το Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης (INHA), που διαθέτει μια εξαιρετική συλλογή και έναν καταπληκτικό χώρο ανάγνωσης. Επιπλέον, επισκέφτηκα τα αρχεία του CΝΑP την Εθνική Συλλογή Πλαστικών Τεχνών, όπου βρήκα σημαντικά στοιχεία και αναφορές για έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση. Τέλος, θα ήταν άδικο να μην αναφέρω τη Βιβλιοθήκη Forney, που βρίσκεται δίπλα στη Cité. Δεν χρησιμοποίησα κανένα από τα τεκμηρια της, αλλά δουλεύω εκεί σχεδόν κάθε μέρα — κι αυτός ο φανταστικός χώρος έχει γίνει o καθημερινός μου χώρος εργασίας.

Πόσο γνωρίζεις το Παρίσι και πόσο η διαμονή σου στο πλαίσιο του residency σε αυτό άλλαξε τα όσα ήξερες;
Μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών είχα μετρήσει πως είχα επισκεφθεί αυτή την πόλη περίπου είκοσι φορές, πάντα ως τουρίστας. Το καλοκαίρι που ήρθα εδώ, συνειδητοποίησα ότι το Παρίσι με "εκδικήθηκε” για το ποσο δεδομο το θεωρούσα. Το μόνο που γνώριζα ήταν ο χάρτης της πόλης, τα μουσεία και οι γειτονιές που "παράγουν” τέχνη. Η καθημερινότητα όμως εδώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η πόλη συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο ευρωπαϊκές ποιότητες με άλλες που έχω συναντήσει σε χώρες εκτός Ευρώπης, κυρίως σε ό,τι αφορά τον δημόσιο χώρο. Ο Δήμος κάνει εντυπωσιακή προσπάθεια: έχει μεταμορφώσει την καθαριότητα, το πράσινο, και προσπαθεί να δημιουργήσει μια πόλη που μπορεί να λειτουργεί με βάση το περιβάλλον, το φως και την ανθρώπινη κλίμακα. Είναι πραγματικά ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Φυσικά, είναι μια ιδιαίτερα ακριβή πόλη και όταν ο δημόσιος χώρος βελτιώνεται, ανεβαίνουν πάντα και τα ενοίκια. Παρ’ όλα αυτά, εδώ εφαρμόζονται αυστηρά πολλές ευρωπαϊκές οδηγίες: υπάρχει έλεγχος στον εξευγενισμό, ρύθμιση στις τιμές των ενοικίων και των αγαθών, ακόμη και διαφοροποίηση τιμών στο σουπερ μαρκετ ανάλογα με τη γειτονιά. Ειδικά το τελευταίο με έχει επηρεάσει ιδιαίτερα μια και η cite φερνει τους καλλιτέχνες στην πιο περιζήτητη περιοχή της πόλης. Κάθε προνόμιο έχει ένα τίμημα.


Έχεις συμμετάσχει σε αρκετά residencies. Πόσο αυτά διαμορφώνουν την πρακτική σου γενικότερα;
Έχω συμμετάσχει σε residencies διαφορετικών γεωγραφιών και χρονικών διαρκειών. Τα θεωρώ, αν όχι σημαντικότερα, τουλάχιστον ισότιμα με την εκπαίδευσή μου. Πάντα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους, με τα πράγματα που βλέπεις, με τα ερεθίσματα που λαμβάνεις και με τον τρόπο που γνωρίζεις μια κοινότητα.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η εμπειρία μου στη Μέση Ανατολή το 2018, το residency στο Alserkal Arts Foundation στο Ντουμπάι, όπου γνώρισα φανταστικούς καλλιτέχνες από τη Νότια Ασία, οι οποίοι με επηρέασαν βαθιά και άλλαξαν ανεπιστρεπτί τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο.
"Υπάρχουν residencies όπου επηρεάζεσαι έντονα από τις συζητήσεις, από τα τοπικά γεγονότα και το περιβάλλον. 'Όμως, σε όλα υπάρχει ένα κοινό στοιχείο: αυτός ο αυτονομημένος χρόνος — πληρωμένος, αφιερωμένος αποκλειστικά στη δουλειά — είναι εξαιρετικά σημαντικός."
Σε κάθε residency παίρνεις μια απόσταση από την πρακτική σου. Κάποιες φορές έχεις τον χρόνο να την παρατηρήσεις και να την επαναπροσδιορίσεις. Άλλες φορές χρειάζεται να παραδώσεις κάτι γρήγορα, κι έτσι βρίσκεσαι πιο κοντά στον πειραματισμό.
Υπάρχουν residencies όπου επηρεάζεσαι έντονα από τις συζητήσεις, από τα τοπικά γεγονότα και το περιβάλλον. 'Όμως, σε όλα υπάρχει ένα κοινό στοιχείο: αυτός ο αυτονομημένος χρόνος — πληρωμένος, αφιερωμένος αποκλειστικά στη δουλειά — είναι εξαιρετικά σημαντικός.
Αυτό που μου έδωσαν εμένα τα residencies περισσότερο είναι ο χρόνος. Χρόνος κατά τον οποίο οι υπόλοιπες υποχρεώσεις μειώνονται αναγκαστικά· και μαζί με τους διαθέσιμους κάθε φορά οικονομικούς πόρους, μου δίνουν την δυνατότητα να συγκεντρωθώ και να αναπτύξω τη δουλειά μου. Παράλληλα, μου έδωσαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσω με ανθρώπους από άλλες γεωγραφίες, γεγονός που έκανε την πρακτική μου πιο πλούσια.
Μέσα σε αυτήν την πορεία και την εξέλιξη, υπήρξε και ένα άλλο, πολύ προνομιακό και καθημερινό είδος residency: η συνεργασία για την ανάπτυξη του 3 137. Ο συνεχής διάλογος με τις συνεργάτιδές μου για πολλά χρόνια με διαμόρφωσε και με επηρέασε καταλυτικά -μάλλον είναι το καλύτερο residency που εχω κανει ποτε.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει η αίσθηση ότι η αγορά της τέχνης έχει επικεντρωθεί στο Παρίσι (αντί π.χ. για το Λονδίνο) με φουάρ, διεθνή ιδρύματα να εδρεύουν εκεί κλπ. Ήταν μια αίσθηση- ένας κόσμος με τον οποίο "συναντήθηκες" καθόλου κατά τη διάρκεια του residency σου εκεί;
Αυτή η ερώτηση με κάνει να σκεφτώ το παράδοξο που ζούμε τα τελευταία χρόνια γύρω από την οικονομία και όσα συμβαίνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αυτή την στιγμή που μιλάμε μόλις είδα το Frieze London που με ενδιαφέρει να το παρακολουθώ σαν βαρόμετρο και την επόμενη εβδομάδα ακολουθεί το Art Basel Paris. Μόνο ψηφιακά να δεις το πρόγραμμα που προσφέρουν οι δύο πόλεις καταλαβαίνεις την διαφορά.
Όντως το Λονδίνο δίνει μια αίσθηση κορεσμού και βασίζεται μόνο στη δύναμη της ιστορίας του και στην ταύτισή του με την ιδέα πως φέρνει στο φως τη νέα μόδα ιδεών και σκέψης -ίσως και να μην ισχύει πια αυτό. Το Λονδίνο από την άλλη είναι η μοναδική μητρόπολη στην Ευρώπη με ότι σημαίνει αυτό, και οι άνθρωποι ζουν την ευκαιρία της στιγμής και είναι ανοιχτοί. Στο Παρίσι όλα είναι πιο κλειστά και δύσκαμπτα, όλες οι διαδικασίες είναι πιο δύσκολες. Oι εκθέσεις του βέβαια είναι καταπληκτικές και η αγορά τεράστια, όσο και αν συζητούν όλοι πως υπάρχει κρίση. Ο τζίρος παραμένει μεγάλος, καθώς υπάρχουν γκαλερί για όλα τα ιδιώματα και είδη τέχνης. Η ενέργεια είναι ανεβασμένη.
Παράλληλα στο Παρίσι η βιομηχανία της μόδας είναι τεράστια και σημαντικά παρούσα στην πολιτιστική ζωή της πόλης. Είδα καταπληκτικές εκθέσεις μόδας που μιλούν για το πως ζούμε σήμερα και φεύγουν από την στενή σύνδεση της μόδας με την κατανάλωση. Οι όμιλοι εταιρειών ταυτόχρονα χρηματοδοτούν εκθέσεις και οι μονομάχοι του χώρου Kering και LVMH εχουν ιδρύματα με ηχηρή παρουσία στην πόλη.
"Πιστεύω πως το βλέμμα όλων, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, έχει στραφεί πλέον προς την Ανατολή, και όχι τόσο προς την περιοχή όπου ζούμε. Κι ενώ αυτό συμβαίνει, νιώθω ότι προσωπικά προσπαθώ να σταθώ μέσα στις ανθρώπινες συνθήκες, να κατανοήσω τα ρεύματα, να ρυθμίσω το βλέμμα μου."
Για την ώρα όλοι περιμένουμε το άνοιγμα του Fondation Cartier που ξεκίνησε το 1984 και ήταν το πρώτο ιδιωτικό ίδρυμα της χώρας σε νέο χώρο δίπλα στο Louvre. Την ίδια στιγμή, αν σκεφτεί κανείς πόσα ιδρύματα και πολιτιστικοί χώροι ανοίγουν εκτός Ευρώπης, φαίνεται καθαρά πως το ενδιαφέρον έχει στραφεί πια στην Ανατολή.
Πιστεύω πως το βλέμμα όλων, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, έχει στραφεί πλέον προς την Ανατολή, και όχι τόσο προς την περιοχή όπου ζούμε. Κι ενώ αυτό συμβαίνει, νιώθω ότι προσωπικά προσπαθώ να σταθώ μέσα στις ανθρώπινες συνθήκες, να κατανοήσω τα ρεύματα, να ρυθμίσω το βλέμμα μου. Να παρατηρώ, να αφουγκράζομαι, να βλέπω τα πράγματα και το στίγμα τους.
Υπάρχει μια ένταση, μια αίσθηση μετατόπισης.
Εδώ, στην Ευρώπη, υπάρχει μια βαθιά κρίση, η πολιτιστική κυριαρχία της Ευρώπης ανήκει στο παρελθόν. Η γαλλική κοινωνία είναι σε σοκ ανάμεσα στην απάθεια και την σπασμωδικότητα. Παρατηρώ συζητήσεις και ανησυχίες που θυμίζουν έντονα την Ελλάδα πριν από δέκα ή δώδεκα χρόνια. Μια αίσθηση αποσταθεροποίησης και αποπροσανατολισμού, σαν να κολυμπάς στον ωκεανό και αναζητάς λύσεις σε πράγματα που έχουν ήδη τελειώσει.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και κάτι δημιουργικό μέσα σ’ αυτό — μια αναγκαιότητα να επαναπροσδιορίσουμε το πού κοιτάμε και πώς στεκόμαστε μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς.
Προσωπικές ιστορίες και κοινωνικές αφηγήσεις

Η αλήθεια είναι ότι η πρακτική σου δεν έχει παρουσιαστεί στην Αθήνα, απ' όσο θυμάμαι, ακριβώς μέσω μιας ατομικής έκθεσης και τα έργα σου έχουν συχνά μια time-based διάσταση οπότε θα έλεγα ότι δεν έχει εγγραφεί ίσως στη συνείδηση του κοινού η πρακτική σου ως σύνολο. Ένα από τα κοινά σημεία έργων που έχουμε δει είναι η επανεπίσκεψη οικογενειακών ιστοριών/ αρχείων/ αντικειμένων και η συνάντησή τους με ευρύτερα ιστορικά - κοινωνικά ζητήματα, ενώ η σχεσιακή/ performative διάσταση ορισμένων από αυτά συναντιέται και με πιο χωρικές αφηγήσεις, πάντα με μια εννοιολογική αφετηρία. Ποιό θα έλεγες ότι είναι βασικό ενδιαφέρον σου ως εικαστικό και ο κεντρικός άξονας της δουλειάς σου όπως εξελίσσεται μες στο χρόνο;
'Έχω κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις εκτός Ελλάδας, ενώ στην Αθήνα οι ατομικές παρουσιάσεις είναι μικρότερης κλίμακας. 'Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που περιγράφεις την πρακτική μου, διότι όντως ταιριάζει στα έργα που έχω παρουσιάσει στην Αθήνα και με κάνει να συνειδητοποιώ πως ο time-based χαρακτήρας που εύστοχα περιγράφεις είναι το ⅓ της πρακτικής μου και αυτά τα έργα είναι που έχω δείξει κυρίως στην Ελλάδα. Υπάρχει ένα μεγάλο σώμα δουλειάς με ηχητικά έργα, τα οποία έχω δουλέψει μαζί με ένα εξαιρετικό συνεργάτη μουσικό, το Μάριο Βίττη, και πολλές εγκαταστάσεις που συχνά έχουν μια σκηνογραφική υφή. Δηλαδή ο χώρος που κατασκευάζεται, υπονοεί μια χρήση, υπαγορεύει ένα σενάριο. Τέλος, ανάλογα με το που έχει κινηθεί η έρευνα μου ανά περιόδους προκύπτουν και διαφορετικά μέσα, όπως σχέδια, video, φωτογραφίες και γλυπτά.
"Με ενδιαφέρει πως οι προσωπικές εμπειρίες, φανερές ή πιο κρυφές, μπορούν να έρθουν στο προσκήνιο και η αφήγηση τους να μας δώσει την ευκαιρία να δούμε ευρύτερα κοινωνικά πολιτικά φαινόμενα και γεγονότα. Η συνάντηση του προσωπικού στοιχείου με το κοινωνικό πιστεύω πως είναι ένα σημείο με έντονη πολιτική σημασία."
Με ενδιαφέρει πως οι προσωπικές εμπειρίες, φανερές ή πιο κρυφές, μπορούν να έρθουν στο προσκήνιο και η αφήγηση τους να μας δώσει την ευκαιρία να δούμε ευρύτερα κοινωνικά πολιτικά φαινόμενα και γεγονότα. Η συνάντηση του προσωπικού στοιχείου με το κοινωνικό πιστεύω πως είναι ένα σημείο με έντονη πολιτική σημασία. Με απασχολεί, επίσης, και η ιστορία της πόλης σαν σύνολο των κοινοτήτων που ζουν σε αυτή σε συνάρτηση με τον αστικό ιστό. Τον τρόπο, δηλαδή, που κινούνται και εξελίσσονται οι άνθρωποι μέσα στο χάρτη της πόλης. 'Έχω την αίσθηση πως οικειοποιούμαι τις τεχνικές της αρχαιολογίας περισσότερο από τις τεχνικές οποιουδήποτε άλλου πεδίου. Ψάχνω την καταγωγή ιστοριών ή αντικειμένων (φωτογραφιών η άλλων τεκμηρίων και αρχείων) και δημιουργώ μαρτυρίες και ιστορίες με αυτά και γύρω από αυτά. Στόχος μου είναι να δημιουργείται η δυνατότητα στο κοινό, ώστε η αισθητική εμπειρία να το προκαλεί να δει τον κόσμο που μας περιβάλλει και άλλους τρόπους από αυτούς που έχουμε συνηθίσει.
Αισθάνομαι και θέλω να έχω καταγωγή από την εννοιολογική τέχνη, καθώς και από καλλιτέχνες που έχουν δουλέψει με το αρχείο. 'Έχω μελετήσει την ιστορία του μοντερνισμού και την θεσμική κριτική και η πρακτική μου δανείζεται πολύ συχνά στρατηγικές από αυτά τα πεδία. Χρησιμοποιώ ένα σχεδόν αδόκιμο όρο, χαρακτηρίζω αυτά που κάνω ως μετα-αρχειακές σπουδές. 'Έχω μεγάλη ροπή προς την ομάδα των καλλιτεχνων και επιμελητών που κατα την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 κατασκεύασαν το καλλιτεχνικό ιδίωμα που κινείται στο γεωγραφικό άξονα Κωνσταντινούπολη - Βυρηττός - Παλαιστίνη - Κάιρο. Η τελευταία μου εμμονή είναι η οικονομία, ένα πεδίο που δεν περίμενα πως θα μου δώσει τόσο μεγάλη έμπνευση και ώθηση.
Η μαύρη αγορά της τέχνης

Πώς προέκυψε το έργο "Black Market. Tassa del Mercato Nero” που παρουσίασες την άνοιξη του 2025 στην Στοα 42; Τι προβλήματα εντοπίζεις στην αλλαγή στη φορολογία για τους καλλιτέχνες που έχει απασχολήσει όλη την κοινότητα με αρκετούς να κλείνουν τα βιβλία τους;
"Με ενδιαφέρει το πώς η οικονομία μπορεί να ενεργοποιήσει την ποίηση, την αφήγηση και το χιούμορ· πώς μπορεί να γίνει εργαλείο φαντασίας και όχι μόνο μηχανισμός ελέγχου."
Δεν έχω σπουδάσει ποτέ οικονομικά· δεν απέκτησα ούτε τις ελάχιστες γνώσεις από το μάθημα Οικονομίας στο Λύκειο, καθώς δεν το είχα επιλέξει. Κι όμως, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, τα τελευταία χρόνια έχω διαβάσει πολύ γύρω από την οικονομία: άρθρα, βιβλία, αναλύσεις, τεχνικές προσεγγίσεις, σε οποιαδήποτε γλώσσα έχω πρόσβαση. Η έκθεσή μου στην οικονομική σκέψη και τον δημόσιο λόγο περί οικονομίας ξεκίνησε κυρίως την περίοδο των μνημονίων και των μεγάλων δανείων της χώρας. Πρόσφατα, όμως, άρχισα να διαβάζω πιο εφαρμοσμένα πράγματα, κατανοώντας πως όλη αυτή η ενασχόληση ηταν μια ολοκληρωμένη αυτοεκπαίδευση. Νιώθω πια σαν ένας αυτοδίδακτος οικονομικός αναλυτής. Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι τα εναλλακτικά νομίσματα, τα δίκτυα και η έννοια της υπεραξίας.
Ταυτόχρονα πιστεύω στη φορολογία και στον τρόπο που μπορεί να δημιουργεί ένα κοινό ταμείο για όλους και να ενισχύει τις δημόσιες υποδομές. 'Όμως, η τρέχουσα μορφή της φορολογίας είναι τιμωρητική, αμφισβητεί την αξία της εργασίας, αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως ύποπτο φοροφυγά και καταστρέφει την κοινωνική συνοχή και πίστη στους θεσμούς. Αντί να καταπολεμά τη μαύρη αγορά, τη διευρύνει. Αντί να ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα, την αποδυναμώνει. Στον καλλιτεχνικό χώρο ειδικά, αυτό οδηγεί τους ανθρώπους σε απομόνωση, αποθάρρυνση και αδράνεια.
Αυτό το έργο, λοιπόν, είναι ένας ποιητικός τρόπος να επανεξετάσω αυτά τα ζητήματα. Με ενδιαφέρει το πώς η οικονομία μπορεί να ενεργοποιήσει την ποίηση, την αφήγηση και το χιούμορ· πώς μπορεί να γίνει εργαλείο φαντασίας και όχι μόνο μηχανισμός ελέγχου.

Στην πρώτη παρουσίασή του μας συστήθηκε μια νέα εταιρεία μέσω της οποίας καλλιτέχνες και επαγγελματίες της τέχνης παρέχουν υπηρεσίες επί πληρωμή όπως π.χ. μαθήματα μπαλέτου, προετοιμασία μαραθωνίου ή τυπογραφικές διορθώσεις. Ποιός είναι ο στόχος της σύστασής της; Έχει νομική υπόσταση; Ποιός θα κερδίζει από αυτή;
Δεν με νοιάζει αν έχει υπόσταση, παρόλα αυτά έχω βρει τον τρόπο να λειτουργεί νόμιμα με όλα τα παραστατικά. Το ζήτημα που θέτεις είναι, στην πραγματικότητα, και το ίδιο το έργο. Υπάρχει η αφήγηση, το σενάριο του έργου που διαδραματίζεται μέσα σε ένα μπαρ. 'Όχι ένα νυχτερινό μπαρ, αλλά ένα μπαρ "μετά τη δουλειά, ένα after-work aperitivo, η ώρα ανάμεσα στη δουλειά και τον ύπνο, στη ζώνη της χαλάρωσης και της μετάβασης. Εκεί, οι καλλιτέχνες είναι αυτοί που "τρέχουν" αυτό το μέρος: παρέχουν τις υπηρεσίες, σερβίρουν, οργανώνουν, φροντίζουν την εμπειρία. Είναι ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι και οι δημιουργοί. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το έργο: στο πώς αυτή η δραστηριότητα αποκτά (ή δεν αποκτά) νομική υπόσταση· στο ποιος ωφελείται από αυτήν· στο πώς κυκλοφορεί το χρήμα μέσα σε μια μικρο-οικονομία που είναι ταυτόχρονα φανταστική και απολύτως πραγματική. Οι "πελάτες" μπορούν να αγοράσουν μια υπηρεσία και τα χρήματα πηγαίνουν σε ένα ταμείο. Υπάρχει ένα διάγραμμα, που θα παρουσιαστεί ως αυτόνομο έργο, το οποίο δείχνει τη ροή του χρήματος: το 50% επιστρέφει στον καλλιτέχνη-πάροχο της υπηρεσίας, ενώ το υπόλοιπο 50% μοιράζεται ανάμεσα σε όλους όσους συμμετέχουν στη λειτουργία του χώρου, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας που διαχειρίζεται το project, το λεγόμενο Admin. Μέσα από αυτό το σύστημα δημιουργείται ένα "Safety Fund Pocket”, ένα κοινό ταμείο που στο τέλος του χρόνου μοιράζεται μεταξύ των συμμετεχόντων, ώστε να καλυφθούν ασφαλιστικές εισφορές και έξοδα. Αυτό το έργο είναι μια χιουμοριστική, αλλά ακριβής, αποτύπωση του τρόπου που λειτουργεί η εργασία, η παροχή υπηρεσιών και η διανομή του χρήματος. Μια μικρογραφία της οικονομίας μέσα από τον χώρο της τέχνης, όπου η ποίηση, η οργάνωση και το χιούμορ συνυπάρχουν.
Το ίδιο το λανσάρισμα της εταιρείας στο "σταματημένο στον χρόνο" Dream Bar στη Στοά 42 αποτελούσε μια χειρονομία σε μια εποχή και ένα σημείο της πόλης, επί της Πανεπιστημίου, που αλλάζει άρδην με τα ξενοδοχεία και τις τουριστικές υπηρεσίες να αλλάζουν τη φυσιογνωμία της πόλης και τη ζωή των κατοίκων της. Πώς το σκέφτηκες από την πλευρά σου;

Το έργο άρχισε να παίρνει τη τελική μορφή του μετά την συζήτηση με την Ελένη Τσοποτού από τη Στοά 42, η οποία με κάλεσε να το παρουσιάσω εκεί. Έτσι, το λανσάρισμα του έργου και η ιδέα του "σταματημένου χρόνου στο μπαρ” συνδέονται άμεσα με τη Στοά 42, καθώς επηρεάστηκα βαθιά από την τοποθεσία. 'Όπως υπάρχει πίεση στην οικονομία και στον χρόνο των καλλιτεχνών, έτσι υπάρχει πίεση και στο φυσικό χώρο της πόλης. Το κέντρο πιέζεται από τη μονοκαλλιέργεια μιας χρήσης: η πολλαπλότητα των λειτουργιών και των ιστορικών σημείων χάνεται, και μένουν μόνο χώροι εστίασης και ξενοδοχεία, που πλέον έχουν ένα τετρημένο και όχι τοπικό χαρακτήρα. Οι τουριστικές υπηρεσίες καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο χώρο, και έτσι χάνεται η ιδιομορφία και η φυσιογνωμία της πόλης. Σκέφτηκα λοιπόν ότι το branding και το λανσάρισμα του έργου στο Dream Bar θα έπρεπε να αντανακλούν αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Το έργο συμβαίνει μέσα σε ένα μπαρ ένα απογευματινό μπαρ για εργαζόμενους, ένα aperitivo bar όπως λένε στην Ιταλία· ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στη δουλειά και την επιστροφή στο σπίτι.
Έτσι, κάθε φορά που θα παρουσιάζεται το έργο στο μέλλον, με ενδιαφέρει να ενσωματώνει στοιχεία αυτής της σκηνογραφίας: το περιβάλλον ενός μπαρ, μιας στιγμής χαλάρωσης μετά την εργασία, μιας μικρής τελετουργίας κοινωνικής συνεύρεσης. Θέλω να παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις κι αν δεν γίνεται μέσα σε πραγματικό μπαρ, τότε να περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία εστίασης, αναφορές σε ποτό, φαγητό και χειρονομίες φιλοξενίας.
Το toast, για παράδειγμα, είναι ένα στοιχείο που επανέρχεται στο έργο: ένα απλό, φτηνό φαγητό, αλλά ταυτόχρονα ένα παγκόσμιο έμβλημα. Υπάρχει σχεδόν παντού, σε διαφορετικές κουλτούρες, συνδέεται με το διάλειμμα, τη χαλάρωση, την επαναφόρτιση. Είναι λαϊκό, αλλά μπορεί να γίνει και "gourmet”. Αυτή η διπλή φύση του με ενδιαφέρει όπως και η σκηνογραφία που το περιβάλλει.
Παράλληλα φτιάχνω μια σειρά Zines που συνοδεύουν τα μέρη του έργου και καθένα από αυτά αφηγείται ένα κομμάτι της ιστορίας. Το πρώτο έχει ήδη παραχθεί και κυκλοφορεί και αφορά ιστορικούς χώρους εστίασης της Αθήνας τα επόμενα τρία θα ολοκληρωθούν σταδιακά.

Πουλήθηκαν κάποιες υπηρεσίες; Ποιά θα είναι τα επόμενα βήματα της εταιρείας ή του πρότζεκτ;
Είχαμε πολύ καλό τζίρο· πουλήσαμε πολλές υπηρεσίες. Αυτό με ενθαρρύνει να κάνω ένα follow-up: να δημιουργήσω μια σελίδα, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε και να διευρύνουμε την κυκλοφορία των υπηρεσιών. Για την ώρα θέλω να οργανωθεί η συνάντηση των καλλιτεχνών για να συζητήσουμε πώς θα κατανεμηθούν τα έσοδα.
Με ενδιαφέρει να αρχίσει να κινείται το project και ψηφιακά μέσα από το Instagram, με μια αφήγηση που θα συνεχίζει να εξελίσσεται. Είναι ένα πολύ βασικό ζήτημα αυτό: να υπάρξουν νέα ανοίγματα, άλλες βραδιές, ώστε να συνεχιστεί και να εμπλουτιστεί η σκηνογραφία του έργου. Θέλω να ξεφύγει από το πλαίσιο του bar και να επεκταθεί και σε άλλους χώρους, παράλληλα με την κυκλοφορία των zine που συνοδεύουν το project.
Αρχικά, σκεφτόμουν να κάνω αυτό το follow-up στην Ελλάδα· ωστόσο, καθώς βρέθηκα στη Γαλλία, σκέφτομαι πλέον να το αναπτύξω και εδώ. Είναι μεγάλος ο όγκος της διαχείρισης και για την συνέχειά του αναζητώ συνεργάτες και έχω την χαρά να έχω βρει τα πρώτα άτομα.
Η λειτουργία του έργου και σε άλλες οικονομίες και άλλες κοινότητες θα φέρει διαφορετικά παραδείγματα, διαφορετικά feedback. Θέλω να δω πώς ανταποκρίνεται κάθε τόπος, πώς μεταφράζεται αυτή η ιδέα μέσα σε διαφορετικά πολιτισμικά και οικονομικά πλαίσια. Τότε θα ολοκληρωθεί η έρευνα.
Επισφάλεια και την καλλιτεχνική εργασία

Το "Black Market. Tassa del Mercato Nero” φέρνει στην επιφάνεια ζητήματα σχετικά με την επισφάλεια και την καλλιτεχνική εργασία που απασχολούν με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση την κοινότητα τα τελευταία χρόνια. Έχοντας εργαστεί ως καλλιτέχνης αλλά και ως συνιδρυτής του 3 137 αρκετά πλέον χρόνια στον χώρο πώς βλέπεις να έχει αλλάξει η πραγματικότητα της καλλιτεχνικής εργασίας; Έχουν γίνει βήματα στην κατεύθυνση της ορατότητας, των δίκαιων αμοιβών και συνθηκών εργασίας, της υποστήριξης; Υπάρχουν μόνιμα κεκτημένα; Πάμε μπρος πίσω;
Είναι ένα πολυεπίπεδο ζήτημα. Από τη μία πλευρά, τα πράγματα είναι ζοφερά· όσο μεγαλώνεις και προσπαθείς να σταθεροποιήσεις κάποιες συνθήκες στη ζωή και στη δουλειά σου, γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Όλα πλέον λειτουργούν παροδικά με περιοδική χρηματοδότηση.
"Εδώ στη Γαλλία υπάρχουν δημόσιες χρηματοδοτήσεις ειδικά για να φτιάξεις το website σου, να υποστηρίξεις την έρευνά σου, να αναπτύξεις το έργο σου χωρίς απαραίτητα να το "παραδώσεις”. Αυτή τη στρατηγική χρειαζόμαστε κι εμείς: χρήματα για έρευνα, grants που δεν υπάρχουν καθόλου στην Ελλάδα."
Από την άλλη, όταν ξεκίνησα να εργάζομαι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα για χρηματοδότηση. Οπότε, σε σχέση με τότε, έχουν αλλάξει πολλά. Παρ’ όλα αυτά, και σήμερα, όσοι χρηματοδοτούν, στηρίζουν κυρίως έργα, όχι υποδομές ή έρευνα καθως και δεν ενισχύεται η θέση του καλλιτέχνη ως παραγωγού σκέψης και ως ερευνητή.
Εδώ στη Γαλλία, για παράδειγμα, υπάρχουν δημόσιες χρηματοδοτήσεις ειδικά για να φτιάξεις το website σου, να υποστηρίξεις την έρευνά σου, να αναπτύξεις το έργο σου χωρίς απαραίτητα να το "παραδώσεις”. Αυτή τη στρατηγική χρειαζόμαστε κι εμείς: χρήματα για έρευνα, grants που δεν υπάρχουν καθόλου στην Ελλάδα.
Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε αποκλειστικά στην αγορά. Ειναι πολυ θετικό να ενισχύεται η οικονομία, αλλά το να θεωρούμε ότι η απάντηση για όλα είναι οι πωλήσεις των έργων, είναι λάθος. Αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Δεν μπορεί να υπάρξει υγιές οικοσύστημα τέχνης, αν οι καλλιτέχνες καθιερωνονται και αξιολογείται το έργο τους μόνο μέσα από τις πωλήσεις. Στη Γαλλία, όπως στην Ολλανδία, βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές υποστήριξης. Μόλις αυτή την εβδομάδα θεσμοθετήθηκε στην Ιρλανδια να λαμβάνουν οι καλλιτέχνες βασικό μηνιαίο μισθό. Κι είναι πραγματικά οξύμωρο πως την ίδια στιγμή στην Ελλάδα — μετά από μια τεράστια κρίση και ενώ η οικονομία μόλις αρχίζει να αναπνέει — θεσμοθετούμε ξανά τη 14ωρη εργασία, έξι ημέρες την εβδομάδα.
Στο Παρίσι, παρότι η κεντρική οικονομία είναι πληγωμένη, υπάρχουν ακόμα μηχανισμοί διαφάνειας και διαπραγμάτευσης: όταν θες να καθορίσεις την αμοιβή σου, μπορείς να συμβουλευτείς τρία διαφορετικά επίσημα αμοιβολόγια από κρατικούς και ανεξάρτητους οργανισμούς.
Δεν ξέρω αν πηγαίνουμε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Αυτό που ξέρω είναι ότι στην Αθήνα υπάρχει πολλή κινητικότητα, πολλοί άνθρωποι, πολλή ενέργεια. Υπάρχει η ανάγκη όμως για καλύτερη οργάνωση· για συλλογικές δομές που να αντέχουν, για έναν κεντρικό σχεδιασμό στον πολιτισμό και για την προστασία της εργασίας.




