
Πώς αποτιμάται η καλλιτεχνική εργασία; Τι μπορεί να κάνει η πολιτεία για να υποστηρίξει τους/ις εργαζόμενους/ες στη σύγχρονη τέχνη; Έχει θέση ο εξαναγκασμός, η χειραγώγηση και το ghosting στη δημιουργική βιομηχανία; Πληρώνεται η ερευνητική διαδικασία που απαιτεί η παραγωγή ενός έργου; Γιατί δεχόμαστε να πληρώνονται οι τεχνικοί που θα στήσουν μια έκθεση ή τα άτομα που εργάζονται στον καθαρισμό και συζητάμε αν πρέπει να πληρώνονται οι δημιουργοί των έργων; Αμοιβές, λογοκρισία, δεοντολογία κυριαρχούν στις καλλιτεχνικές συζητήσεις, χωρίς πάντα να υιοθετείται ενιαία γραμμή.
Θέσαμε κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν το πεδίο στο Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη, τα οποία και απαντήθηκαν συλλογικά από το ΔΣ του ΣΕΣΤ το οποίο αποτελείται από τα εξής 7 μέλη: Μυρτώ Κατσιμίχα, Κατερίνα Σαμαρά, Πάκυ Βλασσοπούλου, Εβίτα Τσοκάντα, Ελένη Ρήγα, Γιώργο Πρίνο, Πάτυ Βαρδάμη.
Εργαζόμενοι στη σύγχρονη τέχνη, "τι' ειν τούτο πάλι;"

Παίρνω αφορμή από το σχόλιο αρθρογράφου που με αφορμή την κινητοποίηση του ΣΕΣΤ στην Εθνική Πινακοθήκη ενάντια της λογοκρισίας αναφέρεται στους εργαζόμενους στη σύγχρονη τέχνης ως "τι' ειν τούτο πάλι;". Γιατί δημιουργήθηκε το ΣΕΣΤ και τι είναι οι εργαζόμενες/οι στη σύγχρονη τέχνη;
Το ΣΕΣΤ είναι ένα πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο που ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία του στα τέλη 2022 και πλέον αριθμεί 130 περίπου μέλη. Με αφορμή την πανδημία, οι ήδη επισφαλείς εργασιακές συνθήκες στον κλάδο της σύγχρονης τέχνης εντάθηκαν απότομα. Μέσα από συζητήσεις και ζυμώσεις μεταξύ συναδέλφων, η ανάγκη για τη σύσταση ενός σωματείου έγινε επιτακτική.
Έτσι, δημιουργήθηκε το Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη το οποίο αποφασίσαμε πολύ συνειδητά να εκπροσωπεί τόσο εικαστικούς/α όσο και επιμελητές/τριες/ά εκθέσεων, όσο και άτομα που δραστηριοποιούνται στην κριτική και θεωρία της τέχνης, στην πολιτιστική παραγωγή και σε άλλες ειδικότητες στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, καθώς τα ζητήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι κλαδικά. Άλλωστε, οι ρόλοι μας στο πεδίο είναι αρκετά ρευστοί με αποτέλεσμα οι διαφορετικές αυτές ιδιότητες συχνά να εναλλάσσονται, π.χ. εικαστικοί/ά επιμελούνται εκθέσεις και άτομα που ασχολούνται με την επιμέλεια εκθέσεων αναλαμβάνουν την παραγωγή ενός πρότζεκτ, ενώ επιμελούνται μια έκθεση κάπου αλλού. Η ρευστότητα αυτή εντείνεται με την απουσία μόνιμων θέσεων εργασίας και τακτικών καλλιτεχνικών αναθέσεων.
Πηγαίνοντας όμως πίσω στην αρχή της ερώτησης "τι' ειν τούτο πάλι;”, θα λέγαμε ότι ίσως είναι ενδεικτική μιας γενικότερης οπτικής και αντιμετώπισης για τη σχέση τέχνης και συνδικαλισμού. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κόσμου θεωρεί ότι η τέχνη είναι χόμπι και όχι εργασία. Επιπλέον, είναι εμφανής εδώ και δεκαετίες μια ξεκάθαρη προσπάθεια αποδυνάμωσης και απαξίωσης του συνδικαλισμού και των συλλογικών σχημάτων. Το πολιτικό σύστημα και η εποχή μας προάγει τον ατομικισμό και την απομόνωση, το καθένα να είναι μόνο του. Εμείς πιστεύουμε στην έννοια της φροντίδας και της αλληλεγγύης, στην ένωση των φωνών μας, στη δημιουργία δικτύων και πολλαπλοτήτων και ότι η ισχυρότερη δράση είναι η συλλογική.
Η τέχνη είναι εργασία
Ποια είναι αυτή τη στιγμή τα βασικά διακυβεύματα που διεκδικείται ως σωματείο; Ποιες είναι οι προτεραιότητες ως προς τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων των συμμετεχόντων και την ουσιαστική ανάδειξη του πεδίου;
"Η επισφάλεια που χαρακτηρίζει τον κλάδο μας είναι αποκύημα μια γενικότερης έλλειψης στρατηγικής γύρω από τη σύγχρονη τέχνη, της έλλειψης χρηματοδοτήσεων και αμοιβών, καθώς και μιας γενικευμένης αντίληψης ότι η τέχνη δεν είναι εργασία."
Η επισφάλεια που χαρακτηρίζει τον κλάδο μας είναι αποκύημα μια γενικότερης έλλειψης στρατηγικής γύρω από τη σύγχρονη τέχνη, της έλλειψης χρηματοδοτήσεων και αμοιβών, καθώς και μιας γενικευμένης αντίληψης ότι η τέχνη δεν είναι εργασία. Εδώ και πάνω από δύο χρόνια εργαζόμαστε εντατικά για τη δημιουργία ενός αμοιβολογίου, το οποίο θα προτείνει την υιοθέτηση ελάχιστων αμοιβών για μια σειρά από υπηρεσίες και το οποίο θα διεκδικήσουμε να εφαρμόζεται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Παράλληλα, μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις, επίσημες παρεμβάσεις και επαφές με άλλα συνδικαλιστικά όργανα διεκδικούμε τη συμμετοχή του ΣΕΣΤ στις κρατικές συζητήσεις που αφορούν το νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο των επαγγελμάτων μας με βασικά διακυβεύματα την αναγνώριση του καθεστώτος διακοπτόμενης εργασίας που χαρακτηρίζει το πεδίο, τη δημιουργία ΚΑΔ για την επιμέλεια εκθέσεων -η απουσία του οποίου νομιμοποιεί την έλλειψη μόνιμων θέσεων σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και άρα την αναγνώριση του επαγγέλματος-, καθώς και την ανάγκη για κρατική στήριξη, έτσι ώστε η τέχνη να αποτελεί μοχλό κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα μας έχουν απασχολήσει υποθέσεις μελών που φέρνουν στο προσκήνιο αντιδεοντολογικές συμπεριφορές. Παρατηρούμε την ανάγκη των μελών να συζητήσουν ανοιχτά αυτές τις καταστάσεις στις οποίες έχουν βρεθεί και να τις καταδείξουν, κάτι που ενδεχομένως δεν θα συνέβαινε παλαιότερα και στο οποίο έχει συμβάλει η δημιουργία του ΣΕΣΤ. Προς αυτήν την κατεύθυνση, εργαζόμαστε για τη σύνταξη ενός Κώδικα Δεοντολογίας που αποτυπώνει τις βασικές αρχές του Σωματείου, αναπτύσσει μια σειρά καλών πρακτικών και θέτει ένα πλαίσιο (συν)εργασίας, όπως τη σύναψη συμβάσεων. Παρότι ο κώδικας απευθύνεται στα μέλη του σωματείου, ευελπιστούμε ότι θα λειτουργήσει ως ένα εγχειρίδιο καλών πρακτικών για ολόκληρο τον κλάδο.
Τέλος, με δεδομένες τις εξελίξεις στο ζήτημα της λογοκρισίας, είτε εγχώρια με τον βανδαλισμό έργων από βουλευτή του κόμματος "Νίκη” στην Εθνική Πινακοθήκη, είτε διεθνώς με τις διώξεις απέναντι σε όσα καταδικάζουν τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, ως ΣΕΣΤ βρισκόμαστε σε συνομιλία με άλλα σωματεία και πρωτοβουλίες, ώστε να είμαστε ενεργά και μαχητικά σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο.

Η ανάγκη για έναν κώδικα δεοντολογίας
Υπάρχουν κάποιες ομάδες εργασίας που εστιάζουν σε συγκεκριμένα ζητήματα;
Οι ομάδες εργασίας είναι ο κύριος τρόπος παραγωγής έργου στο ΣΕΣΤ. Λειτουργούν αυτόνομα από τα υπόλοιπα εκλεγμένα όργανα, ενώ εξελίσσονται και αλλάζουν με βάση τους εκάστοτε στόχους και τις ανάγκες που θέτει η Γενική Συνέλευση. Η Ομάδα Δίκαιων Αμοιβών ερευνά τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στο πεδίο με στόχο, όπως αναφέραμε και παραπάνω, τη δημιουργία ενός πρότυπου αμοιβολογίου ελάχιστων αμοιβών για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι/τα εργαζόμενοι/ες/α του κλάδου, το οποίο θα ανακοινωθεί τους επόμενους μήνες. Η Ομάδα Δεοντολογίας καταγράφει μια σειρά ηθικών αξιών, αρχών και καλών πρακτικών που θα δημοσιευτούν με τη μορφή ενός Κώδικα. Η Ομάδα Επικοινωνίας διαχειρίζεται την εσωτερική επικοινωνία και σύνδεση των μελών του σωματείου, καθώς και τη δημόσια εικόνα του ΣΕΣΤ. Στην τελευταία Γενική Συνέλευση ψηφίστηκε επίσης η σύσταση της νέας Ομάδας Μακροοικονομίας, η οποία θα χαρτογραφήσει την κρατική πολιτική για τη χρηματοδότηση της σύγχρονης τέχνης και θα αρθρώσει προτάσεις για την αύξηση πόρων και τους τρόπους διανομής τους σε τοπικούς οργανισμούς, καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες και επαγγελματίες.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της επαγγελματικοποίησης του πεδίου τα τελευταία χρόνια, με το δεδομένο ότι έχουν γίνει κάποιες κινήσεις τόσο σε θεσμικό επίπεδο (χρηματοδοτήσεις για τη σύγχρονη τέχνη, μητρώο καλλιτεχνών) όσο και στην κατεύθυνση της διεκδίκησης δίκαιων αμοιβών, ανάδειξης εργασιακών ζητημάτων, συμβόλαια κλπ. χωρίς φυσικά να έχουν λυθεί χρόνιες παθογένειες και ο/η εργαζόμενος/η στη σύγχρονη τέχνη να θεωρείται ευρέως (βιώσιμο) επάγγελμα;
"Πρόσφατα, το Υπουργείου Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι το επόμενο διάστημα θα λειτουργήσει μια νέα ψηφιακή πλατφόρμα που θα καταγράφει με στατιστικά δεδομένα τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον Πολιτιστικό και Δημιουργικό Τομέα".
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια ανακοινώθηκαν κάποια χρηματοδοτικά προγράμματα που απευθύνονται στα σύγχρονα εικαστικά, μια κατηγορία που απουσίαζε παλαιότερα. Ωστόσο, από το 2020 έως σήμερα, παρατηρούμε μια μείωση στα ποσά των χρηματοδοτήσεων, ενώ δεν είναι σαφής ο συνολικός προϋπολογισμός και ο καταμερισμός του στις επιμέρους κατηγορίες. Επίσης, έγινε μια πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία ενός μητρώου καλλιτεχνών, δημιουργών και επαγγελματιών της τέχνης και του πολιτισμού το οποίο όμως συντάχθηκε κάπως βιαστικά για να καλύψει τις ανάγκες των επαγγελματιών την περίοδο της πανδημίας, χωρίς να είναι απόλυτα σαφής ο στόχος του, τα κριτήρια εγγραφής του και η μελλοντική του χρήση. Πρόσφατα, το Υπουργείου Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι το επόμενο διάστημα θα λειτουργήσει μια νέα ψηφιακή πλατφόρμα που θα καταγράφει με στατιστικά δεδομένα τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον Πολιτιστικό και Δημιουργικό Τομέα. Το έργο αυτό αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος χρηματοδοτούμενο από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Με βάση την ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, τα στοιχεία αυτά θα οδηγήσουν στη θεσμοθέτηση νομικών και φορολογικών διευκολύνσεων που αναγνωρίζουν τις ανάγκες του τομέα, για τις οποίες το ΣΕΣΤ έχει ήδη τοποθετηθεί μέσω επιστολής που απηύθυνε στον τότε Υφυπουργό Πολιτισμού την περίοδο έναρξης του έργου. Μένει λοιπόν να δούμε κατά πόσο αυτή η πλατφόρμα θα αποτελέσει όντως σημείο εκκίνησης για τη στήριξη του κλάδου ή θα παραμείνει ένα απλό παραδοτέο στο πλαίσιο του προγράμματος.
"Γίνονται προσπάθειες που ενισχύουν τη διεκδίκηση δίκαιων αμοιβών, όπως η δέσμευση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΕΜΣΤ σχετικά με τις αμοιβές των καλλιτεχνών που συμμετέχουν στις δράσεις του μουσείου. Ζητάμε όλοι οι κρατικοί φορείς να θεσμοθετήσουν ένα πλαίσιο διασφάλισης της αμοιβής για τα άτομα που συμμετέχουν στα προγράμματά τους".
Παράλληλα, βλέπουμε να γίνονται προσπάθειες που ενισχύουν τη διεκδίκηση δίκαιων αμοιβών, όπως η δέσμευση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΕΜΣΤ σχετικά με τις αμοιβές των καλλιτεχνών που συμμετέχουν στις δράσεις του μουσείου. Χαιρετίζουμε όσους οργανισμούς έχουν ήδη δεσμευτεί προς αυτήν την κατεύθυνση και ζητάμε όλοι οι κρατικοί φορείς να θεσμοθετήσουν ένα πλαίσιο διασφάλισης της αμοιβής για τα άτομα που συμμετέχουν στα προγράμματά τους.
Ωστόσο, πρόκειται για μεμονωμένες και σπασμωδικές θα λέγαμε προσπάθειες. Υπάρχει η ανάγκη χάραξης μιας ενιαίας στρατηγικής πολιτικής που να αφορά το πεδίο της σύγχρονης τέχνης και του σύγχρονου πολιτισμού εν γένει. Η μακρά επισφάλεια που χαρακτηρίζει τα επαγγέλματα του κλάδου μας δεν έχει μόνο οικονομικό αντίκτυπο, αλλά επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο συμβιώνουμε, καθώς ενθαρρύνει τον συστημικό αποκλεισμό των οικονομικά ασθενέστερων, των γυναικών, των μητέρων, των ατόμων με αναπηρία, των LGBTQ+, των κοινοτήτων μεταναστευτικής καταγωγής, των Ρομά κ.α., εκείνων που εξαρτώνται αποκλειστικά από την εργασία τους για την επιβίωσή τους.
Ως σωματείο σκοπός μας είναι να παρακολουθούμε τι συμβαίνει, να προκαλούμε τον διάλογο και να επεμβαίνουμε, έτσι ώστε να συστηματοποιούνται οι όποιες καλές πρακτικές και να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός παρατήρησης των εργασιακών συνθηκών και διεκδίκησης για τη μείωση της επισφάλειας.

Ποιες κινήσεις, καλές πρακτικές πιστεύετε ότι είναι προτεραιότητα;
Στόχος του σωματείου, πέρα από τη διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων, είναι η δημιουργία ενός υγιούς και δίκαιου εργασιακού πεδίου μέσα από την καλλιέργεια μιας νέας εργασιακής κουλτούρας. Έτσι, όσα έχουν ήδη αναφερθεί, όπως οι συμβάσεις και οι αμοιβές πρέπει να αποτελέσουν τη βάση κάθε συνεργασίας, αλλά δεν είναι τα μόνα που πρέπει να γίνουν. Από εκεί και πέρα είναι σημαντικό να αλληλοεκπαιδευτούμε, έτσι ώστε να αναγνωρίζουμε τις αντιδεοντολογικές συμπεριφορές στους χώρους εργασίας μας και να βρούμε μηχανισμούς αλληλοϋποστήριξης. Πριν από κάποιο διάστημα δημοσιεύσαμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια καμπάνια που έδινε ορισμούς κακοποιητικών συμπεριφορών, όπως ο εξαναγκασμός, η χειραγώγηση και το ghosting. H ανταπόκριση ήταν τέτοια που επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ανάγκη για τη δημιουργία ασφαλών χώρων συζήτησης με στόχο να ενδυναμωθούν τα εργαζόμενα και να αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα. Επιπλέον, κομμάτι του υπό εργασία Κώδικα Δεοντολογίας είναι η κατανόηση των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ μας και η αναγνώριση των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων. Αυτό θα μας βοηθήσει να έχουμε επίγνωση του ρόλου και της θέσης μας μέσα σε μια συνεργασία και να αντιληφθούμε τη σημασία της εργασιακής αλληλεγγύης.
Όσο σημαντική είναι η θέση του σωματείου απέναντι στους θεσμούς αλλά τόσο σημαντική είναι και η ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων. Στο πλαίσιο της συνεχούς επιμόρφωσης, καθώς και της ενδυνάμωσης των μεταξύ μας σχέσεων, έχουμε ήδη οργανώσει δύο σεμινάρια που απευθύνονταν στα μέλη μας με θέμα αφενός ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης και αφετέρου τις συμβάσεις έργου στις περιπτώσεις αυτοαπασχόλησης, ενώ στο άμεσο μέλλον προγραμματίζουμε δύο ακόμα εργαστήρια, το ένα για τα πνευματικά δικαιώματα και την πνευματική ιδιοκτησία, και το άλλο για τις κακοποιητικές συμπεριφορές στους χώρους εργασίας.
Βρίσκεστε σε επαφή με διεθνή σωματεία τι απασχολεί αυτή τη στιγμή την κοινότητα σε άλλες γεωγραφίες που θα μπορούσε να είναι σημαντικό και για μας;
'Ήδη από τις προκαταρκτικές μας συζητήσεις για την ανάγκη δημιουργίας του ΣΕΣΤ το 2020 θεωρήσαμε αναγκαίο να ανοίξουμε έναν διάλογο με σωματεία και πρωτοβουλίες του εξωτερικού, ώστε να μοιραστούμε παραδείγματα και να μάθουμε από αυτά. Παρότι η πραγματικότητα της κάθε χώρας διαφέρει, όπως και το βιοτικό επίπεδο που καθορίζει και το πλαίσιο των αμοιβών, αυτό που έγινε σαφές ως ανάγκη είναι η κατοχύρωση του καθεστώτος του/της/το καλλιτέχνη/ό (artist status) για το οποίο υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία και ήδη έχουν γίνει βήματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρακολουθούμε στενά και είμαστε σε ανοιχτό διάλογο με το ΦΥΤΩΡΙΟ από την Κύπρο που εργάζεται εντατικά προς αυτή την κατεύθυνση με αφορμή κιόλας ένα νέο νομοσχέδιο προς ψήφιση. Επιπλέον, η Ομάδα Δίκαιων Αμοιβών, στο πλαίσιο της έρευνας της, έχει έρθει σε επαφή με οργανώσεις από το εξωτερικό, όπως οι Art Workers Italia και Artists’ Union England, μεταξύ άλλων.

Το αδιανόητο της απλήρωτης καλλιτεχνικής εργασίας
Ειδικότερα για την αμοιβή του/ης καλλιτέχνη/ιδας, η οποία δεν θεωρείται ακόμη δεδομένη όταν συμμετέχει σε μια έκθεση ακόμη και δημόσιου/δημοτικού θεσμού ή που πραγματοποιείται με την υποστήριξη σημαντικών ιδρυμάτων, ενώ προσφέρει συμβολικό κεφάλαιο, ποιες είναι οι σκέψεις σας;
"Είναι αλήθεια ότι οι πηγές χρηματοδότησης για την παραγωγή εικαστικών δράσεων είναι περιορισμένες και τα ποσά που διατίθενται για κάθε δράση είναι μικρά. Θα πρέπει ωστόσο να διαχωρίσουμε την αμοιβή των καλλιτεχνών, των επιμελητών και των υπόλοιπων συντελεστών από τα έξοδα παραγωγής μιας έκθεσης."
Δυστυχώς είναι συχνό φαινόμενο να μην υπάρχουν αμοιβές με τη δικαιολογία ότι ο προϋπολογισμός μιας έκθεσης δεν επαρκεί για να τις καλύψει. Είναι αλήθεια ότι οι πηγές χρηματοδότησης για την παραγωγή εικαστικών δράσεων είναι περιορισμένες και τα ποσά που διατίθενται για κάθε δράση είναι μικρά. Θα πρέπει ωστόσο να διαχωρίσουμε την αμοιβή των καλλιτεχνών, των επιμελητών και των υπόλοιπων συντελεστών από τα έξοδα παραγωγής μιας έκθεσης. Σε ένα πλαίσιο ελεύθερης αγοράς που προάγει την αυτοαπασχόληση και ό,τι συνεπάγεται αυτό -υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ, παρακρατήσεις φόρου, διακοπτόμενη εργασία, τεκμαρτό εισόδημα, απουσία κάλυψης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, κ.ο.κ.- είναι αδιανόητο οι άνθρωποι από τους οποίους ζητείται μια εργασία να μην πληρώνονται. Όπως πληρώνονται οι/τα εργαζόμενοι/ες/α σε έναν φορέα, οι/τα τεχνικοί/α που θα στήσουν την έκθεση, τα άτομα που έχουν αναλάβει την επικοινωνία, τα άτομα που εργάζονται στον καθαρισμό, έτσι θα πρέπει να αμείβονται και οι/τα δημιουργοί/ά χωρίς το έργο των οποίων δεν θα υπήρχε πρόγραμμα ή δράση.
Η απλήρωτη εργασία που απαιτείται για να μπορεί το κοινό να δει μια έκθεση απορρέει από χρόνια σπουδών, προϋπηρεσίας, εργατοώρες, έξοδα υλικών και εξοπλισμού κ.ο.κ. Αυτά είναι τα θεμελιώδη δεδομένα που κοστολογούνται για να προκύψουν οι αμοιβές σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο εργασίας. Το ΣΕΣΤ συστάθηκε για να υπενθυμίζει πως κανένα στάδιο παραγωγής της σύγχρονης τέχνης δεν είναι συμβολικό. Πρόκειται για μετρήσιμη υπηρεσία και ως τέτοια αμείβεται.
Θα πρέπει λοιπόν οι εκάστοτε οργανισμοί να επαναπροσδιορίσουν τον αριθμό των δράσεων που προγραμματίζουν κάθε χρονιά με βάση τους υφιστάμενους πόρους τους, συμπεριλαμβάνοντας εξαρχής τις αμοιβές στον προϋπολογισμό τους. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση της πολιτιστικής παραγωγής ως εργασίας και των δημιουργών ως εργαζόμενων ατόμων με βιοποριστικές ανάγκες και φορολογικές υποχρεώσεις, όπως τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση όμως επανέρχεται επιτακτικά η ανάγκη για τη χάραξη μιας ενιαίας στρατηγικής για τον σύγχρονο πολιτισμό και για την οικονομική του ενίσχυση του λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες εργασίας των επαγγελματιών του χώρου.
Με το δεδομένο ότι ο/η καλλιτέχνης (και κατ’ επέκταση και ο/η επιμελητής/τρια) όπως έχει αναλυθεί αποτελεί πρότυπο του σύγχρονου ευέλικτου και επισφαλούς εργαζομένου, και ειδικότερα στην εποχή της project-based και ερευνητικής φύσης της εργασίας, συχνά επιφορτίζεται με το χρέος/ενοχή της παραγωγικότητας, κατηγορείται ως κρατικοδίαιτος/η κλπ. υπάρχουν στρατηγικές να διεκδικηθεί η χρονικότητα της καλλιτεχνικής εργασίας ως διάρκεια που περιλαμβάνει και την αδράνεια;
Το ότι οι/τα καλλιτέχνες/ιδες/α και επιμελητές/τριες/ά θεωρούνται πρότυπα του σύγχρονου ευέλικτου αλλά επισφαλούς εργαζομένου, περισσότερα λέει για το πόσο παραγκωνισμένα επαγγέλματα είναι παρά για την εργασιακή πρωτοπορία τους. Η μετατροπή της εργασίας τα τελευταία χρόνια από μισθωτή σε gig economy, παρόμοια με τη στεγαστική κρίση που μετατρέπει την παραδοσιακά μακροχρόνια σε βραχυχρόνια μίσθωση, παρατηρείται σε πολλά επαγγέλματα. Περισσότερο έχει να κάνει με την αποδέσμευση του/της εργοδότη/ριας από τις ασφαλιστικές εισφορές, τους 14 μισθούς και την υποχρέωση αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, παρά με την απελευθέρωση του προγράμματος και των επιλογών του εργαζομένου ο οποίος ως ελεύθερος επαγγελματίας υποχρεούται να κοστολογεί την υπηρεσία που προσφέρει με όρους αγοράς και να λειτουργεί σε καθεστώς μόνιμης επείγουσας προθεσμίας. Σαφώς τα πάγια έξοδα του ελεύθερου επαγγελματία συνεχίζουν να τρέχουν (ΕΦΚΑ, απόδοση ΦΠΑ, παρακρατήσεις φόρων, λειτουργικά έξοδα, τέλος επιτηδεύματος κτλ.) ανεξάρτητα αν κάποιο μήνα δεν έχει ανάθεση έργου. Συνεπώς το καθεστώς της αδράνειας ως μέρος της καλλιτεχνικής διαδικασίας φαντάζει κάπως ουτοπικό.
Ωστόσο η εργασία καλλιτεχνών και επιμελητών, απαιτεί μια σειρά καθηκόντων που δεν έχουν κοστολογηθεί αυτόνομα και σπάνια λαμβάνονται υπόψη στην κοστολόγηση των παραδοτέων τους που όμως τα προϋποθέτουν. Για παράδειγμα, η ανάθεση δημιουργίας νέου έργου σε ένα καλλιτέχνη, προϋποθέτει μεγάλο διάστημα θεματικής και υλικής έρευνας, εργαστηριακές εργατοώρες και συχνά αγορά υλικών και τεχνικών υπηρεσιών που δεν προσμετρώνται στην κοστολόγηση του έργου και φυσικά δεν καλύπτονται από την, συνήθως απούσα, καλλιτεχνική αμοιβή. Από την άλλη, ο/η/το επιμελητής/τρια/ό για να μπορέσει να σχεδιάσει μια πρόταση έκθεσης, ώστε να αιτηθεί χρηματοδότηση, οφείλει να έχει ολοκληρώσει εκτενή βιβλιογραφική έρευνα, ανάλυση προϋπολογισμών, καθώς και σειρά συναντήσεων με καλλιτέχνες, ώστε να παραμείνει ενήμερος/η/ο για την πορεία και τους στόχους της πρακτικής τους. Η ερευνητική διαδικασία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Κανένα από αυτά τα στάδια δεν μπορεί να θεωρηθεί αδράνεια. Είναι δραστηριότητες που δεν έχουν τον δημόσιο χαρακτήρα μιας έκθεσης, αλλά χωρίς αυτές, δεν υπάρχει έκθεση. Ωστόσο δεν αμείβονται. Άρα η έννοια της αδράνειας είναι ένας ευφημισμός για την αθέατη, μη-αναγνωρισμένη εργασία. Αντί για τον όρο της αδράνειας, αυτό που ως ΣΕΣΤ αρχικά διεκδικούμε είναι το καθεστώς διακοπτόμενης εργασίας, αντίστοιχο με αυτό που υπάρχει τους κλάδους των παραστατικών τεχνών, στο οποίο έχουμε αναφερθεί και σε σχετική επιστολή προς τον Υφυπουργό Σύγχρονου Πολιτισμού.
Παράλληλα, το ΣΕΣΤ πασχίζει να γίνει αντιληπτή ακριβώς η φύση της εργασίας των καλλιτεχνών/ιδων και επιμελητών/τριών, ώστε οι αμοιβές που προσφέρονται να αντικατοπτρίζουν το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Και ναι, όπως και για κάθε εργαζόμενο, η έννοια της αδράνειας είναι απαραίτητη αρχικά ως ανθρώπινη ανάγκη και δευτερευόντως για την αύξηση της παραγωγικότητας. Φοβόμαστε ότι είμαστε πολλά βήματα πριν το κράτος και το κοινό αντιληφθούν ότι οι επιδοτήσεις δεν καλύπτουν κάποιο ρομαντικό στερεότυπο ομφαλοσκόπησης στη θέση της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά χρόνια απλήρωτης εργασίας. Επιθυμία μας θα ήταν οι συνθήκες εργασίας των καλλιτεχνών/ιδων και επιμελητών/τριών να γίνουν πρότυπες ακριβώς γιατί αναγνωρίζουν, σέβονται και καλύπτουν τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες, όπως αυτή της αδράνειας.
Πώς διασφαλίζεται το στάτους και η εργασία του/ης καλλιτέχνη δεδομένης και της μυθοποίησης που υπάρχει ειδικότερα στη σύγχρονη τέχνη και σχετίζεται με την αγορά και την πώληση των έργων σε τιμές που μπορεί σε ένα ευρύ κοινό να φαντάζουν υπερβολικές, άλλα όπως γνωρίζουμε στην πλειοψηφία απέχουν πολύ από τις αμοιβές των σταρ καλλιτεχνών;
Μέσα από απλουστευμένους τίτλους ειδήσεων περί ρεκόρ τιμών έργων σε δημοπρασίες, είναι εύκολο κανείς να συμπεράνει πως αυτή είναι η πραγματικότητα της σύγχρονης τέχνης. Ωστόσο, η συνολική εικόνα που αφορά και το συντριπτικό ποσοστό των εργαζόμενων, ειδικά στη χώρα μας, είναι πολύ διαφορετική. Η σύγχρονη τέχνη δεν παράγεται από μεμονωμένες περιπτώσεις σταρ καλλιτεχνών/ιδων και επιμελητών/τριών, αλλά από συστηματικές μάχες που δίνουμε καθημερινά οι άνθρωποι που αναγνωρίζουμε την πολύπλευρη αξία της εργασίας μας σε μια χώρα που διαχρονικά την αγνοεί.
Από την έρευνα "Συνθήκες Εργασίας και Διαβίωσης των Εικαστικών Καλλιτεχνών στην Ελλάδα", που διεξήχθη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (2016-2018), παρατηρούμε πως το 40,7% των καλλιτεχνών έχουν πουλήσει έργο τους μόλις σε τιμή έως 500 ευρώ, ενώ μόνο το 3,6% των έργων έχει κοστολογηθεί πάνω από 5.000 ευρώ. Από αυτό το ποσό ο/η/το καλλιτέχνης/ό λαμβάνει συνήθως το 50% της τιμής πώλησης του έργου σε περίπτωση που συνεργάζεται με κάποια γκαλερί.
Πέρα από το πολύ χαμηλό ποσοστό καλλιτεχνών που εκπροσωπούνται από εμπορικές γκαλερί, η ελληνική αγορά τέχνης δεν έχει καλλιεργηθεί ποτέ συστηματικά και παραμένει ένα θολό, συχνά δυσπρόσιτο, περιβάλλον. Συνεπώς, οι πωλήσεις έργων είναι περιορισμένες. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν μια σταθερή πηγή εισοδήματος για τον/την/το καλλιτέχνη/ό. Επιστρέφουμε λοιπόν στη σημασία των αμοιβών και στην ανάγκη συστηματοποίησής τους.