
Σάββατο μεσημέρι, εν μέσω της πολύχρωμης εορταστικής αλεγκρία και τα γεμάτα κόσμο περίπτερα της Art Athina 2024, σε μια "κρυμμένη" συνεδριακή αίθουσα, στα μετόπισθεν του Ζαππείου, την οποία εντόπιζες μόνο ακολουθώντας το χειρόγραφο σημείωμα "Talks" που ήταν κολλημένο σε κάποιον τοίχο (ακόμη και συμβολικά, μάλλον η πιο ατημέλητη σήμανση της καλά οργανωμένης φουάρ) μερικά από τα πιο δραστήρια μέλη της "ανεξάρτητης" εικαστικής σκηνής της πόλης είχαν μαζευτεί για την ομιλία με τίτλο "Πλοήγηση στις Πολυπλοκότητες των Σχέσεων Γκαλερί-Μη Κερδοσκοπικών Χώρων-Καλλιτεχνών: Ανάπτυξη, Υποστήριξη και Οικονομική Βιωσιμότητα". Στο πάνελ , το οποίο συντόνιζε η Ολυμπία Τζώρτζη, ιδρύτρια μιας από τις πιο εξωστρεφείς και δυναμικές γκαλερί της νέας γενιάς (Callirrhoë) και επιμελήτρια του προγράμματος ομιλιών, εκπροσωπήθηκαν το πιο εμβληματικό artist run space της τελευταίας δεκαετίας (3 137, Κοσμάς Νικολάου), ένα περιφερειακό residency διεθνούς εμβέλειας (Lucy, Καβάλα, Μαρία Μιτζάλη, Νικόλας Βεντουράκης) και ένας από τους οργανισμούς που υποστήριξε οικονομικά επί σειρά ετών 390 καλλιτέχνες και επιμελητές (Artworks, μέσω του Προγράμματος Υποστήριξης Καλλιτεχνών Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος /SNF Artist Fellowship Program/, Μαρίλη Κωνσταντινοπούλου) και πλέον κλείνει τον κύκλο του όπως το γνωρίσαμε, αναζητώντας νέες χρηματοδοτήσεις και στόχευση.
Το ερώτημα παραμένει αν υπάρχει αγορά για το προϊόν της σύγχρονης τέχνης στη χώρα μας (με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο τα έργα ως αντικείμενο αλλά και την έρευνα, την εκπαίδευση και την καλλιτεχνική παραγωγή στο πεδίο γενικότερα) και τι μπορεί να γίνει για να δημιουργηθεί/ ενισχυθεί αυτή. Ποιοί είναι οι οικονομικοί όροι της εργασίας στα εικαστικά σήμερα στην Ελλάδα και ποιό το διακύβευμα γύρω από το οποίο αξίζει να συνασπιστεί η κοινότητα;
Παρακολουθώντας τη συζήτηση σε αυτόν τον στενό κύκλο, όπου μετά τις εισηγήσεις, ο διάλογος άνοιξε στο ακροατήριο που ούτως ή άλλως έμοιαζε με προέκταση του πάνελ (δεδομένης της σχετικά περιορισμένης προσέλευσης και του ότι οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους), ένιωσα σαν να περνάει από μπροστά μου όχι μόνο η τελευταία δεκαετία, κατά την οποία δραστηριοποιήθηκαν κυρίως οι εν λόγω πρωτοβουλίες, αλλά η εικοσαετία την οποία παρακολουθώ και προσωπικά τα εικαστικά πράγματα. Συγκεκριμένα, αν χωρίσουμε σχηματικά αυτή την εικοσαετία στα πρώτα χρόνια των ‘00s και μέχρι την οικονομική κρίση (μια εποχή που τα αξιολογικά κριτήρια έθεταν σε μεγάλο βαθμό οι γκαλερί και οι ιδιωτικές συλλογές) και στα μετέπειτα χρόνια (που την ατζέντα όρισαν οι μη κερδοσκοπικοί χώροι, οι ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, και κατ’ επέκταση τα ιδρύματα και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις μέσω ιδιωτικών και δημόσιων προγραμμάτων και θεσμών), η σκηνή μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί, να έχει καταφέρει πολλά αλλά και να έχει κάνει έναν κύκλο σε άλλα, επιστρέφοντας εκεί που ξεκινήσαμε. Το ερώτημα παραμένει αν υπάρχει αγορά για το προϊόν της σύγχρονης τέχνης στη χώρα μας (με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο τα έργα ως αντικείμενο αλλά και την έρευνα, την εκπαίδευση και την καλλιτεχνική παραγωγή στο πεδίο γενικότερα) και τι μπορεί να γίνει για να δημιουργηθεί/ ενισχυθεί αυτή. Ποιοί είναι οι οικονομικοί όροι της εργασίας στα εικαστικά σήμερα στην Ελλάδα και ποιό το διακύβευμα γύρω από το οποίο αξίζει να συνασπιστεί η κοινότητα; (Τι, ποιός/α/ο και για ποιόν/α/ο; για να θυμηθούμε και τον τίτλο της εμβληματικής επιμελητικής κολεκτίβας WHW από την Κροατία που έχει πρωτοστατήσει στο διάλογο γύρω από την οικονομία της τέχνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο).
Γιατί δυστυχώς παρά την ενέργεια που έχει δοθεί και συνεχίζει να δίνεται, την ολοένα και μεγαλύτερη τεχνογνωσία που αποκτάται και τα βήματα στην κατεύθυνση της επαγγελματικοποίησης του πεδίου, η βιωσιμότητά του παραμένει εύθραυστη και ακόμη και αξιόλογες πρωτοβουλίες που έχουν τικάρει όλα τα σωστά πεδία (πέρα από την ίδια την ποιότητα του έργου τους) αποδεικνύεται ότι δυσκολεύονται να συνεχίσουν ή να κάνουν το επόμενο βήμα.
Μέγιστο ζήτημα παραμένει η αδυναμία της πολιτείας να εμπιστευτεί τον σύγχρονο πολιτισμό και να επενδύσει επί της ουσίας σε αυτόν, αρχίζοντας από το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού και τη χάραξη στρατηγικής μέχρι τις κατά τόπους περιφέρειες και δήμους (σημαντικές περιφερειακές δράσεις που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν το τουριστικό προϊόν αλλά και την ποιότητα ζωής των πολιτών δεν καταφέρνουν να υποστηριχθούν). Ένα δεύτερο θέμα είναι η απουσία συστηματοποιημένου ενδιαφέροντος ικανού ποσοστού ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε επίπεδο χορηγίας, αγοράς και υποστήριξης της τέχνης, γενικότερα, αφού η επένδυση στον χώρο παραμένει υπόθεση λίγων και εξαρτάται συνήθως από συγκυριακούς παράγοντες.
Καμιά μας δεν αρνείται ότι έχουν γίνει βήματα αυτές τις δεκαετίες. Ζητήματα που όταν ξεκινούσαμε πριν 20 χρόνια κρύβονταν κάτω από το χαλί σήμερα αν μη τι άλλο αρθρώνονται και αποτελούν αντικείμενο διεκδίκησης και κριτικής (όπως η απουσία αμοιβών για καλλιτέχνες, επιμελητές, συγγραφείς και πολιτιστικούς παραγωγούς, οι συνεργασίες χωρίς συμβόλαια, η εκμετάλλευση και οι κακοποιητικές συμπεριφορές). Παράλληλα, έχουν γίνει κάποια βήματα για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής παραγωγής από το Υπουργείο Πολιτισμού - και εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε αρχικά τις βάσεις που μπήκαν επί της θητείας της Μυρσίνης Ζορμπά και στη συνέχεια, την καθιέρωση χρηματοδοτήσεων και τη δημιουργία του μητρώου καλλιτεχνών εν μέσω πανδημίας από την παρούσα κυβέρνηση, επί υφυπουργίας του Νικόλα Γιατρομανωλάκη. Παρόλα αυτά η πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων δείχνει ότι οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις μοιάζουν κάποιες φορές να δίνονται τυχαία, χωρίς αξιολογικά κριτήρια, υιοθετώντας μάλλον τη στρατηγική του να μοιραστούν μικρά "επιδόματα” σε όσο περισσότερους γίνεται, ενώ απαντήσεις σε αιτήσεις χρηματοδοτήσεων όπως "δεν μπορούμε εμείς να στηρίζουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία” που μετέφεραν ορισμένοι από τις επαφές τους με θεσμούς, προσβάλλουν ένα πεδίο που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί κρατικοδίαιτο.
Η δυσκολία στη στήριξη πιο ερευνητικών πρότζεκτ που δεν καταλήγουν στο παραδοτέο μιας έκθεσης, το ότι κάθε καλλιτέχνης καλείται να έχει μια ΑΜΚΕ για να μπορεί να λάβει ενίσχυση, πράγμα προβληματικό και μη βιώσιμο, μπήκε για άλλη μια φορά στο τραπέζι. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις που μοιράστηκαν μαζί μας οι παραγωγοί πολιτιστικών προϊόντων, όπου η γραφειοκρατία και η προσωπική εργασία που απαιτούνταν για μια αίτηση δεν αποζημιώνονται από τη μικρή αμοιβή αλλά επέμεναν να καταθέτουν προτάσεις και μόνο για να υποστηρίξουν τη διαδικασία της επαγγελματικοποίησης του πεδίου και την ανάγκη που υπάρχει για υποστήριξή του.
Βγαίνοντας από την ομιλία, κάτω από έναν τοίχο όπου έχει ξεμείνει μια λεζάντα έργου της Χρύσας από παλιότερη έκθεση, ακούω μία από τις πιο διακεκριμένες εικαστικούς της γενιάς που τώρα πατάει τα σαράντα, από αυτές που εύκολα θα χαρακτήριζες προνομιούχες και ευνοημένες, πάντα με την αξία της, από ιδρύματα και χρηματοδοτήσεις, να μοιράζεται την απογοήτευσή της για την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων με τις συναδέλφισσές της. "Δηλαδή πλέον θα κάνουμε τέχνη μόνο για ξενοδοχεία;" είναι η εύλογη απορία μιας γενιάς που έχει μάθει να προσαρμόζεται, να εφευρίσκει διαρκώς την εαυτή της για να ματσάρει με την περιγραφή κάθε open call, να φανταστεί και να περιγράψει εκτενώς έργα που μπορεί να μην πραγματοποιηθούν ποτέ ή όταν έρθει η ώρα να πραγματοποιηθούν (μετά την επιτυχή κατάληξη κάποιας αίτησης χρηματοδότησης) να έχει προχωρήσει προς άλλες κατευθύνσεις και να το πραγματοποιεί διεκπαιρεωτικά. Είναι γεγονός ότι ένας από τους λίγους κλάδους που επενδύει αυτή την εποχή στην τέχνη συνδέεται με τη φιλοξενία ενισχύοντας μια συγκεκριμένη αισθητική έργων που, όπως είναι αναμενόμενο, παραπέμπει στη χειρωναξία, την ύφανση, το design, το greek chic, τη land art. Αυτό δεν μπορεί παρά να επηρεάζει το είδος της τέχνης που παράγεται και να κάνει ακόμη πιο δύσκολη την παραγωγή έργων που δεν έχουν τόσο έντονο το υλικό στοιχείο. Χωρίς δαιμονοποιούμε, βέβαια, τα ξενοδοχεία και χωρίς να λείπουν και τα διαφορετικά παραδείγματα, όπως αυτό του Lucy που παρουσιάστηκε στην ομιλία, όπου το οικογενειακό ξενοδοχείο στην Καβάλα συνδέθηκε οργανικά και ουσιαστικά με την υποστήριξη των φιλοξενούμενων καλλιτεχνών δεδομένης και της σχέσης των εμπνευστών του τόσο με την τέχνη όσο και με τη φιλοξενία, είναι γεγονός ότι χρειάζεται εκπαίδευση και συστηματική προσπάθεια, πέρα από έμπνευση και τεχνογνωσία, ώστε να υιοθετηθούν αντίστοιχες πρωτοβουλίες.
Λίγο αργότερα, στον κήπο της φουάρ παρακολουθώντας την εικόνα της θάλασσας σε μια από τις οθόνες που παρέπεμπαν στην έμφαση της φετινής διοργάνωσης στην αειφορία (με μια σειρά "πράσινες" πρωτοβουλίες), δεν μπορούσες να μην παρατηρήσεις ότι την ίδια στιγμή που έννοιες που έχουν απασχολήσει κατά κόρον τους καλλιτέχνες και πολιτιστικούς παραγωγούς της πόλης, όπως η βιωσιμότητα, εργαλοιοποιύνται και γίνονται πλέον βασικό κομμάτι της στρατηγικής και της επικοινωνίας, η ίδια η βιωσιμότητα του πεδίου παραμένει σε εκκρεμότητα.