Ο μόνος και μεγάλος της έρωτας ήταν μια καλοστημένη φάρσα που σχεδίασαν οι υποτιθέμενοι φίλοι της. Κι όμως, εκείνη πίστεψε πως, πράγματι, ένας άνδρας την είδε μια μέρα στη Φιλαρμονική, την ερωτεύθηκε σφοδρά κι άρχισε να της γράφει –στο πρώτο του γράμμα, εσώκλεισε κι ένα «μη με λησμόνει»… Εκείνη του απάντησε αμέσως και μολονότι δεν συναντήθηκαν ποτέ το θυελλώδες επιστολικό ρομάντζο τους κράτησε για χρόνια –μέχρι τον πόλεμο, όταν πια οι «φίλοι», λόγω της πείνας και της ανέχειας, έχασαν το ενδιαφέρον τους για αυτήν την παλιά πλάκα που κάποτε σκάρωσαν εις βάρος της αφελούς κι ασχημούλας Σόνιας, μιας προκομμένης γεροντοκόρης αλλοτινών καιρών και ηθών.
Η ίδια, ευτυχώς ή δυστυχώς, χάθηκε μια από εκείνες τις 900 μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ και, πιθανότατα, δεν έμαθε ποτέ για τη σκευωρία στην οποία η ίδια στήριζε επί μάκρον την ύπαρξή της. Καλύτερα: τι χειρότερο από τη ματαίωση των προσδοκιών;
Μήπως, άραγε, και το όραμα του κομμουνισμού δεν υπήρξε μια μεγάλη διάψευση για πολλούς από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπως η Σόνια της ιστορίας μας; Ο έρωτας, λοιπόν, ήταν μια φάρσα. Και ο κομμουνισμός επίσης; …Μπορεί οι όποιες πολιτικές συνδηλώσεις να αποτελούν καθαρά προσωπική μου ανάγνωση (και διαστροφή), το βέβαιο είναι πως επί δύο σχεδόν ώρες παρακολουθούσα την «Σόνια» του Λετονού Άλβις Ερμάνις κρατώντας την κρυφή ελπίδα πως η αντιηρωική ηρωίδα του κάποτε θα δικαιωνόταν. Ίσως, όμως, τελικά, το ότι πέθανε δίχως να μάθει πόσο κάλπικο ήταν το όραμά της να είναι μια μορφή δικαίωσης…
Η παράσταση βασιζόταν σε ένα καλογραμμένο –στο ύφος εξίσου του Άντον Τσέχοφ όσο και του Δανιήλ Χαρμς- διήγημα της Τατιάνα Τόλσταγια, Ρωσίδας συγγραφέως, εκδότριας και συμπαρουσιάστριας μιας δημοφιλούς εκπομπής της ρωσικής τηλεόρασης για την πολιτική και τον πολιτισμό, καθώς επίσης και μακρινής συγγενούς του Λέοντος Τολστόι. Τα πάντα, όμως, στην παράσταση του Ερμάνις, ξεκινούν με μια διάρρηξη.
Δυο κλεφτρόνια, βγαλμένα θαρρείς από κωμική ταινία του βωβού κινηματογράφου, εισβάλλουν, εν μέσω κλοουνίστικων γκαγκς και κλωτσοπατινάδων,σε ένα διαμέρισμα-σωστή χρονοκάψουλα που μας ταξιδεύει στο Λένινγκραντ του 1940.
Πριν δούμε την Σόνια να παρασκευάζει τάρτες (με την ευλάβεια προσκυνητή), να γαρνίρει το κοτόπουλο (με την επιδεξιότητα μασέζ) και να φροντίζει τα παιδιά των άλλων (σα να είναι δικά της), είδαμε τα πράγματά της.Το κανάτι, η λεκάνη, το λαβομάνο, η ραπτομηχανή, το γραμμόφωνο που παίζει παλιά ταγκό, το βαζάκι με το γλυκό του κουταλιού… ήταν όλα εκεί, σε ένα σκηνικό τόσο πιστό στην πραγματικότητα και τόσο υπαινικτικά υπερβατικό που μόνο στις ταινίες του Ταρκόφσκι μπορείς να δεις.
Τα πράγματα, λοιπόν, υπάρχουν, ενώ ο άνθρωπος που έζησε κάποτε εκεί, ανάμεσά τους, δεν υπάρχει–ναι, τα αντικείμενα έχουν τη δική τους ζωή. Οι διαρρήκτες, ντυμένοι με φόρμες που παραπέμπουν αν όχι στο σήμερα πάντως σίγουρα στη μετα-περεστρόικα εποχή, ψαχουλεύουν για λάφυρα μέσα στις αντίκες κι είναι «σα να αρπάζουν τη μνήμη με τα άγαρμπα χέρια τους», όπως ακούμε να λέει το διήγημα της Τόλσταγια. Πράγματι, με τη μνήμη και τη νοσταλγία έχει να κάνει αυτή η παράσταση, με έναν άλλο συναισθηματικό χρόνο και με μια άλλη εικόνα για την ανθρωπιά (και, βεβαίως, την απανθρωπιά).
«Το παρελθόν είναι μια άγνωστη χώρα» λένε οι ιστορικοί κι εμείς, χάρη στους δυο κλέφτες που υποδύθηκαν την Σόνια (ο Γκούνταρς Άμπολινς, υπερπαίζοντας, με όρους παλιού παρενδυτικού καμπαρέ, και δίχως να πει ούτε μια λέξη) και τον αφηγητή της ιστορίας της (ο Γιεβγκιένι Ισάγιεφς, πληθωρικός και πρόθυμος στον αυτοσχεδιασμού, σαν τον Χονδρό από το περίφημο «Χονδρός και Λιγνός»), ρίξαμε μια κλεφτή ματιά στο άγνωστο άδυτο ενός –μόνο φαινομενικά- μικρόκοσμου που κάποτε ήταν το προσωπικό σύμπαν ενός –μόνο φαινομενικά αδιάφορου- ανθρώπου.
Περισσότερες πληροφορίες
Σόνια
Μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας που ζει στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της και περιμένει τον πρίγκιπα, αναδεικνύεται το μεγαλείο των ανώνυμων ηρώων και ηρωίδων της διπλανής πόρτας