
Διεπιστημονική καλλιτέχνις και ερευνήτρια, η Μαρία Σιδέρη διερευνά τις τομές ανάμεσα στη σωματικότητα και την αρχειακή έρευνα, επεκτείνοντας τις έννοιες του αρχείου και της τεκμηρίωσης μέσα από και μαζί με το σώμα. Επανεξετάζει το αρχείο όχι ως στατικό χώρο εξουσίας, αλλά ως ζωντανό και ρευστό μέσο, προτείνοντας επιτελεστικές και ενσωματες προσεγγίσεις που αναδιαμορφώνουν τις αρχειακές μεθοδολογίες και την παραγωγή γνώσης.

Δουλεύοντας με το σώμα ως βασικό εκφραστικό μέσο, η πρακτική της περιλαμβάνει την περφόρμανς, το κείμενο, τη φωνή και τον ήχο. 'Ένα βιβλίο, δυο κούτες με αλληλογραφία του θείου της μέλους της ομάδας των εκδόσεων "Ελεύθερη Ελλάδα" που τυπώνονταν στα βουνά και μεταφέρονταν μέσω μυστικών διαδρομών και φορτηγών στο κομμάτι εκείνο της Ελλάδας που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός την εποχή του εμφυλίου και η "ευτυχής συγκυρία" του να "βυθίζεσαι" σε ένα αρχείο αποτέλεσαν αφορμή για μια εικαστική έρευνα που μεταφράζεται σε performance και θέτει ερωτήματα για την ωραιοποίηση της αντίστασης αλλά και την αλληλεγγύη στην τέχνη και τη ζωή σήμερα.
Πώς βρήκες το αρχείο που αποτέλεσε την αφετηρία του νέου σου έργου και τι σε τράβηξε σε αυτό;
"Οι διαδρομές των βιβλίων ένωναν κατακερματισμένες γεωγραφίες και σύνορα και διατηρούσαν ζωντανή την επαναστατική σκέψη. Αυτό που με τράβηξε τελικά ήταν η ιδέα ότι τα ίδια τα βιβλία διαμόρφωναν τους χώρους από τους οποίους περνούσαν, σχεδιάζοντας τους δικούς τους δρόμους αντίστασης".
Ξεκίνησα την έρευνά μου στα ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) αναζητώντας διαδρομές που να συνδέονται με την ιδέα του "περπατήματος ως αντίστασης", μία από τις προτεινόμενες θεματικές των Διεθνών Συναντήσεων Περιπατητικών Τεχνών στις Πρέσπες (WAC 2025). Αρχικά σκεφτόμουν το διασυνοριακό τοπίο των Πρεσπών και τα ίχνη που έχουν αφήσει σε αυτό οι πορείες των ανταρτών/ισσών του Δημοκρατικού Στρατού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Σε αυτή την αναζήτηση έπεσα πάνω στο βιβλίο των Α. Ματθαίου και Π. Πολέμη "Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών: από το βουνό στην υπερορία 1947-1968", που με οδήγησε σε μια διαφορετική κατεύθυνση: τη μυστική εκδοτική δραστηριότητα και την διακίνηση των βιβλίων σε αυτήν την περιοχή. Το συγκεκριμένο βιβλίο παρέπεμπε σε συγκεκριμένα τεκμήρια των ΑΣΚΙ και στο αρχείο του ΚΚΕ όπου ανακάλυψα τυχαία δύο κούτες με αλληλογραφία και έγγραφα του Στρατή Αναστασιάδη, θείου της μητέρας μου και μέλους της ομάδας των εκδόσεων Ελεύθερη Ελλάδα στο Μπούλκες. Ήταν κάτι απρόσμενο και κανείς στην οικογένεια δεν γνώριζε την ύπαρξή του. Μέσα από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό που αποτελούνταν από ισολογισμούς, τηλεγραφήματα, αλληλογραφία και ραδιογραφήματα ανακάλυψα κάτι πολύ μεγαλύτερο: χιλιάδες βιβλία και έντυπα —λογοτεχνικά, σχολικά, πολιτικά— τυπώνονταν στα βουνά και μεταφέρονταν μέσω μυστικών διαδρομών και φορτηγών στο κομμάτι εκείνο της Ελλάδας που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ο Στρατής ήταν υπεύθυνος για την επικοινωνία της προώθησής και διακίνησής τους από το Μπούλκες. Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι η ανατρεπτική αυτή κυκλοφορία δεν ήταν απλώς διανομή και διακίνηση έντυπου υλικού, αλλά και μια εναλλακτική υποδομή επιβίωσης και αντίστασης. Οι διαδρομές των βιβλίων ένωναν κατακερματισμένες γεωγραφίες και σύνορα και διατηρούσαν ζωντανή την επαναστατική σκέψη. Αυτό που με τράβηξε τελικά ήταν η ιδέα ότι τα ίδια τα βιβλία διαμόρφωναν τους χώρους από τους οποίους περνούσαν, σχεδιάζοντας τους δικούς τους δρόμους αντίστασης.
Ενεργοποιώντας το τοπίο των Πρεσπών

Σε ποιο πλαίσιο έγινε η πρώτη παρουσίαση του υλικού που προέκυψε από την έρευνά σου και τι μορφή πήρε;
Η πρώτη παρουσίαση έγινε στα πλαίσια των Διεθνών Συναντήσεων Περιπατητικών Τεχνών Πρεσπών για το 2025 (WAC 2025) με τίτλο "Περπατώντας σπίτι / το περπάτημα σε μετάβαση" που πραγματοποιήθηκε από τις 30 Ιουνίου ως τις 6 Ιουλίου στην Πρέσπα. Οι Διεθνείς συναντήσεις συμβαίνουν ανά διετία και ανήκουν στο ευρύτερο πλαίσιο του καλλιτεχνικού πρότζεκτ "Περιπατητικές Τέχνες και Τοπικές Κοινότητες" (WALC). Στόχος είναι να καθιερωθεί ένα ευρύτερο Διεθνές Κέντρο Καλλιτεχνικής Έρευνας και Πρακτικής Περιπατητικών Τεχνών στο χώρο της ελληνικής Πρέσπας και στα σύνορά της με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία. Ήταν η δεύτερη φορά που συμμετείχα και είναι πραγματικά μία πολύ ιδιαίτερη συνάντηση με καλλιτέχνες/ιδες, ερευνητές/τριες και περιπατητές/τριες από όλο τον κόσμο που ενεργοποιούν το τοπίο των Πρεσπών με τρόπους, θεωρώ, ωφέλιμους τόσο για τις καλλιτεχνικές πρακτικές και την περιπατητική τέχνη όσο και για την τοπική κοινωνία, την ανάδειξη της πολιτισμικής της κληρονομιάς, του φυσικού τοπίου αλλά και των κρίσεων που αντιμετωπίζει αυτή η παραμεθόρια περιοχή. 'Έχω και μια προσωπική σύνδεση με το μέρος γιατί ο παππούς και η γιαγιά μου κατάγονται από το Ανταρτικό και το Πισοδέρι, και κάθε φορά που επιστρέφω είναι ταυτόχρονα και μια επαφή με τις ρίζες και τους προγόνους. Το έργο παρουσιάστηκε στα αγγλικά με τίτλο "Paths of Ink: the secret movement of books during the Greek Civil War" στο νερόμυλο του Αγίου Γερμανού, με την ευγενική παραχώρηση της Εταιρείας Πρεσπών που διαχειρίζεται τον χώρο. Ο νερόμυλος, χτισμένος το 1931 και αποκατεστημένος από τους αρχιτέκτονες Αγγέλα Γεωργαντά και Αχιλλέα Στόιο, δεν είχε άμεση σύνδεση με το θέμα, αλλά ως μάρτυρας της εποχής του Εμφυλίου λειτούργησε ιδανικά για τη συνάντηση. Πρότεινα συλλογικές αναγνώσεις και μια ενσώματη ενασχόληση με το αρχειακό υλικό που συνέλεξα, κάτι που απαιτούσε έναν χώρο ήσυχο και φιλόξενο για συγκέντρωση. Η παρουσίαση πήρε τη μορφή επιτελεστικής ομιλίας με συμμετοχικές αναγνώσεις από τις εκδόσεις της Ελεύθερης Ελλάδας αλλά και σύγχρονα κείμενα που αποτελούν πηγές αντίστασης μέσω του πολιτισμού σήμερα.

"Αν άνοιγες τις τσάντες των μαχητών δεν θα έβρισκες ψωμί, αλλά βιβλία"
Ειδικότερα για τα βιβλία των εκδόσεων Ελεύθερη Ελλάδα πως αντιλαμβάνεσαι τον ρόλο που έπαιξαν στην εποχή τους;
Σε ένα γράμμα που στέλνει ο Στρατής σε κάποιο σύντροφό του από το τυπογραφείο στο Μπούλκες το 1948, μιλά για τα κλισέ που στέλνουν, για τα 15"αετόπουλα" που εκπαιδεύονται στο τυπογραφείο, και ζητά αντίτυπα εφημερίδων για να τα διαβάζουν οι μαχητές που έρχονται για ανάπαυση, γιατί όπως αναφέρει, θέλουν να διαβάσουν. Μέσα από αυτή την αλληλογραφία, βλέπει κανείς τον ρόλο του τύπου και του βιβλίου όχι μόνο ως μέσα προπαγάνδας αλλά και ως εργαλεία που τροφοδοτούν τη φαντασία και το ηθικό των μαχητών και μαχητριών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι συγγραφείς της εποχής, όπως ο Μπόσης και ο Σπήλιος, έγραφαν πως αν άνοιγες τις τσάντες των μαχητών δεν θα έβρισκες ψωμί, αλλά βιβλία. Οι εκδόσεις στο Μπούλκες παρήγαγαν σταθερά, μέχρι το τέλος του εμφυλίου το 1949, έντυπο υλικό, μετέφραζαν ρωσικά μυθιστορήματα όπως η Ιστορία ενός πραγματικού ανθρώπου του Μπόρις Πολεβόι, ή εξέδιδαν ελληνικά έργα όπως η Μοργκάνα του Τάσου Χατζή, που ενθάρρυναν τους μαχητές/τριες μέσα από ιστορίες επιβίωσης και αγώνα. Διαβάζοντας αυτά τα δύο συγκεκριμένα σήμερα, ένιωσα μεγάλη ενδυνάμωση.

Πέρα από τα έντυπα, οι ίδιες ομάδες αναλάμβαναν και πρακτικά ζητήματα: τη διακίνηση παιδιών σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την αποστολή ιατρικού και στρατιωτικού υλικού, ρούχων και εργαλείων. Στην αλληλογραφία του Στρατή φαίνεται καθαρά πώς οι εκδόσεις Ελεύθερη Ελλάδα λειτούργησαν σαν μια αυτό-οργανωμένη επιχείρηση που σήκωνε στις πλάτες της όχι μόνο την ιδεολογική δουλειά αλλά και την υλική πλευρά της αντίστασης. Νομίζω ότι αυτό αναδεικνύει και την οργάνωση, την προσφορά και την αντίσταση μιας κοινότητας που έβλεπε το βιβλίο και την τυπογραφία ως εξίσου κρίσιμα στον ένοπλο αγώνα.
Γιατί ο εμφύλιος μας αφορά σήμερα;
"Ο εμφύλιος δεν ήταν ένα παράλογο ξέσπασμα βίας, όπως συχνά αναπαράγεται, αλλά η συνέχιση της αντίστασης στο φασισμό μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο. Και η καταδίωξη όσων συμμετείχαν που συνεχίστηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση, μας θυμίζει ότι οι συνέπειες του δεν έμειναν στο πεδίο της μάχης αλλά επηρέασαν θεσμούς, οικογένειες και κοινωνικές σχέσεις για δεκαετίες στην Ελλάδα".
Αυτό το σκεφτόμουν πολύ καθ΄ όλη τη διάρκεια της έρευνας, γιατί είναι σημαντικό να θυμόμαστε αυτή την ιστορική περίοδο. Νομίζω ότι είναι δύο πράγματα, το πρώτο είναι ότι αυτό το κομμάτι της ιστορίας είναι ανεπεξέργαστο θεσμικά. Παρότι υπάρχουν πολλά που έχουν γραφτεί, η διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας την αποσιωπά εντελώς. Και αυτό μας αφορά όλες γιατί ένα κομβικό γεγονός της ιστορίας που έχει επηρεάσει πολλές γενιές εξακολουθεί να παραμένει αόρατο στη δημόσια σφαίρα. Παραμένει δηλαδή εκτός της κυρίαρχης γνώσης παρότι υπάρχουν βιωμένες μαρτυρίες που βρίσκονται μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι διαμεσολαβημένες από κάθε είδους σιωπές και μισόλογα. Αποτελεί όμως και δικαίωμα μας να γνωρίζουμε και να επεξεργαστούμε την ιστορία όχι ως ένα παρελθόν που έχει "κλείσει" αλλά ως ένα παρόν που εξακολουθεί να μας διαμορφώνει. Το δεύτερο πράγμα που θεωρώ μας αφορά είναι ότι ο εμφύλιος αναδείχθηκε σε μια σημαντική δύναμη μαζικής αντίστασης και αλληλεγγύης και απέδειξαν ότι είναι εφικτές και αυτό είναι σημαντικό να το θυμηθούμε συλλογικά. Εννοώ ότι πέρα από τον εξωτισμό και την ωραιοποίηση που δεν συμπαθώ γύρω από αυτό το πολύπλοκο ιστορικό θέμα, παρά τις αποτυχίες, τις ήττες και τις κομματικές αντιφάσεις αυτό που παραμένει είναι η δυνατότητα ενός λαού να σταθεί συλλογικά απέναντι σε μια ξένη επιρροή που διαμόρφωσε καθοριστικά την πορεία της χώρας. Ο εμφύλιος δεν ήταν ένα παράλογο ξέσπασμα βίας, όπως συχνά αναπαράγεται, αλλά η συνέχιση της αντίστασης στο φασισμό μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο. Και η καταδίωξη όσων συμμετείχαν που συνεχίστηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση, μας θυμίζει ότι οι συνέπειες του δεν έμειναν στο πεδίο της μάχης αλλά επηρέασαν θεσμούς, οικογένειες και κοινωνικές σχέσεις για δεκαετίες στην Ελλάδα. Ζώντας σήμερα την εποχή του ατομικισμού και της κυριαρχίας του καπιταλισμού, αυτή η μνήμη μας καλεί να αναρωτηθούμε ποιοι αντιστέκονται, πως και γιατί; Ο αγώνας των Παλαιστινίων θα έπρεπε να συνομιλεί και με το δικό μας ιστορικό παρελθόν υπενθυμίζοντας τη σημασία της αντίστασης και της αλληλεγγύης ως ανθρωπιστικές αξίες που δεν ανήκουν στο χτες αλλά στο σήμερα. Και λέω "θα έπρεπε" γιατί δυστυχώς είμαστε μάρτυρες μιας μεγάλης μετατόπισης όχι μόνο πολιτικά αλλά και ανθρωπιστικά.

Συνέβησαν μετακινήσεις στον τρόπο που έβλεπες την εποχή μέσω της διαδικασίας δημιουργίας του έργου;
Σίγουρα υπήρξαν μετακινήσεις στον τρόπο που έβλεπα την εποχή. Η πιο καθοριστική είχε να κάνει με τη συνειδητοποίηση των διεθνών διαστάσεων του Εμφυλίου. Στα αρχεία των ΑΣΚΙ βρήκα την έκθεση της διεθνούς επιτροπής του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια (1948), που είχε στόχο να παρακολουθήσει τις επιπτώσεις του πολέμου στην περιοχή. Η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία όχι μόνο αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την επιτροπή, αλλά την ίδια στιγμή παρείχαν ουσιαστική στήριξη στο ελληνικό αντάρτικο: από τη διοργάνωση διαδηλώσεων και την οικονομική ενίσχυση, μέχρι τη φιλοξενία προσφύγων, την αποστολή πολεμικού και ιατρικού υλικού, ακόμα και τη δημιουργία ταμείων αλληλεγγύης. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι υπήρχε η δυνατότητα να σταθεί κανείς απέναντι σε έναν διεθνή μηχανισμό που ήδη έπαιρνε σαφείς πλευρές – κάτι που σήμερα θυμίζει τον τρόπο που ο ΟΗΕ παραμένει εγκλωβισμένος στην αμερικανική πολιτική, όπως φάνηκε και τα τελευταία δύο χρόνια με τα επανειλημμένα βέτο που άσκησαν οι Η.Π.Α για την εκεχειρία στη Γάζα. Αυτή η διεθνής διάσταση του Εμφυλίου, η αλληλεγγύη ανάμεσα σε χώρες και κοινότητες, και η δυνατότητα αντίστασης όχι μόνο στις στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και στους ίδιους τους θεσμούς της εποχής, είναι για μένα η πιο καθοριστική μετατόπιση που έφερε η έρευνα. Και με οδηγεί να αναρωτηθώ σήμερα απέναντι σε ποιους θεσμούς και με ποιους συμμάχους είμαστε διατεθειμένοι να σταθούμε;
H "ευτυχής συγκυρία" του να "βυθίζεσαι" σε ένα αρχείο
Πώς επέλεξες να προσανατολιστείς μες στο αρχείο και σε τι διάλεξες να εστιάσεις;
"Με ενδιέφερε να δω τι συμβαίνει όταν το αρχείο δεν παραμένει κλειστό αλλά μοιράζεται αποσπασματικά με το κοινό και διηγείται τη δική του ιστορία. Χάρηκα πολύ όταν κάποιος που συμμετείχε στην περφόρμανς μου είπε ότι είχε πολύ ενδιαφέρον που είχαν στα χέρια τους το αρχειακό υλικό του Στρατή γιατί άνοιγε μια πόρτα στην καθημερινότητα των δραστηριοτήτων του Δ.Σ.Ε."
Στο αρχείο ακολούθησα αυτό που η θεωρητικός M.Tamboukou ονομάζει "ευτυχή συγκυρία". Μια διαδρομή τυχαιότητας δηλαδή που όμως προκύπτει από την συνάντηση της φαντασίας, της μνήμης και του συναισθήματος και που είναι πολύ ενεργά όταν "βυθίζεσαι" σε ένα αρχείο. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να "βυθιστείς". Μια διαδικασία που ίσως περιγράφεται καλύτερα από τη γαλλική ορολογία για το αρχείο ως fond d’archive, με όρους βαθύτητας (fond) δηλαδή, που παραπέμπουν και στον πνιγμό, όπως αναφέρει και η Α. Farge ερευνώντας δικαστικά αρχεία μέσα από τις αισθήσεις. Συμβαίνει νομίζω με κάποιο τρόπο μια συμπλοκή ανάμεσα στο υποκείμενο που ερευνά και στο αρχειακό υλικό και δημιουργείται σταδιακά ένας ρυθμός αισθητηριακός που συνδέει το χρόνο και τα πράγματα. 'Έτσι κάπως ξεκίνησε και αυτή η έρευνα και μου συνέβη και άλλες φορές ψάχνοντας μέσα σε αρχεία μετά από μεγάλη περιήγηση και κάποιου είδους χάσιμο και "πνιγμό", ένα τυχαίο εύρημα να πυροδοτήσει μια νέα ανάγνωση και διαδρομή. Με ενδιέφερε λοιπόν να δω τι συμβαίνει όταν το αρχείο δεν παραμένει κλειστό αλλά μοιράζεται αποσπασματικά με το κοινό και διηγείται τη δική του ιστορία. Χάρηκα πολύ όταν κάποιος που συμμετείχε στην περφόρμανς μου είπε ότι είχε πολύ ενδιαφέρον που είχαν στα χέρια τους το αρχειακό υλικό του Στρατή γιατί άνοιγε μια πόρτα στην καθημερινότητα των δραστηριοτήτων του Δ.Σ.Ε. Κάτι που δεν συμβαίνει συχνά με τα αρχεία γιατί όταν δεν είναι ερμητικά "κλειστά" είναι συνήθως κάπου σκονισμένα και ξεχασμένα.
"Εστίασα στην υλικότητα: στα βιβλία, στο μελάνι, στις διαδρομές που αυτά χάραξαν ως δίκτυα αντίστασης. Από τις μαρτυρίες και τις πηγές αναδύθηκε ένας χάρτης που ξεκινούσε από το Pancevo στη Σερβία, περνούσε από τα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, και κατέληγε στο Καϊμακτσαλάν, την Πρέσπα και την Κορυτσά. Ένα δίκτυο διακίνησης που δεν μετέφερε μόνο πολεμικό υλικό, αλλά και λέξεις, ιστορίες και συλλογικά φαντασιακά."
Με βοήθησε πολύ στη διαδικασία και η έννοια της A. Azoulay για την "πιθανή ιστορία" (potential history). Η Azoulay μας καλεί να θεωρήσουμε την ιστορία όχι ως ένα κλειστό κεφάλαιο, αλλά ως ένα πεδίο ανεσταλμένων δυνατοτήτων. Ιστορίες που διακόπηκαν αλλά δεν χάθηκαν. Έτσι, τα αρχειακά υλικά και βιβλία που κάποτε μεταφέρθηκαν μέσα από βουνά, αποσπάσματα επιστολών, λίστες προμηθειών, αλληλογραφία κλπ. δεν αποτελούν τεκμήρια του παρελθόντος αλλά ενός διακεκομμένου μέλλοντος ξαναλέγοντας μια ιστορία στο παρόν. Μέσα από αυτή τη διάταξη, προτείνεται μέσα από το έργο να μην δούμε τα αρχειακά υλικά ως στατικά στο χρόνο, αλλά αντίθετα ως ζωντανούς τόπους αντίστασης, που διαγράφουν εναλλακτικές τροχιές και επιτελούν με τον δικό τους τρόπο. Τελικά, εστίασα στην υλικότητα: στα βιβλία, στο μελάνι, στις διαδρομές που αυτά χάραξαν ως δίκτυα αντίστασης. Από τις μαρτυρίες και τις πηγές αναδύθηκε ένας χάρτης που ξεκινούσε από το Pancevo στη Σερβία, περνούσε από τα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας, και κατέληγε στο Καϊμακτσαλάν, την Πρέσπα και την Κορυτσά. Ένα δίκτυο διακίνησης που δεν μετέφερε μόνο πολεμικό υλικό, αλλά και λέξεις, ιστορίες και συλλογικά φαντασιακά.

Με ποιόν τρόπο σκοπεύεις να συνεχίσεις την έρευνα;
Θα ήθελα πολύ να κάνω μια παρουσίαση και στο χώρο των ΑΣΚΙ. Θα είχε ενδιαφέρον να συμπεριλάβω κι άλλα βιβλία από τις εκδόσεις και επίσης και κάποια από αυτά που λογοκρίθηκαν γιατί η εκδοτική δραστηριότητα δεν σταματά με το τέλος του εμφυλίου αλλά συνεχίζεται μέχρι το 1968 από ότι θυμάμαι και από άλλες χώρες. Θα ήθελα επίσης να γίνει μια πιο στοχευμένη συσχέτιση με αντίστοιχες αναγνώσεις από άλλα κείμενα που δημιουργούν μια γέφυρα με το σήμερα. Πως δηλαδή αυτά τα θραύσματα από μια άλλη εποχή μπορούν να γίνουν καθρέφτες και προτροπές σήμερα, να αναδείξουν τη σημασία της διατήρησης ιδεών υπό περιορισμούς και την αντίσταση μέσω του πολιτισμού αλλά και την άρνηση να ξεχάσουμε. Αν όντως επιχειρήσουμε να δούμε αυτά τα αρχειακά υλικά ως ζωντανά τότε αυτό σημαίνει ότι ακόμα προσφέρονται ως χειρονομίες που επιτρέπουν να φανταστούμε ξανά πώς να αντιστεκόμαστε. Πώς μπορούμε να χτίσουμε κοινότητα μέσα από κοινές δράσεις σε μια εποχή που φαίνεται ότι οι χώροι έκφρασης συρρικνώνονται; Πιστεύω ότι μπορούμε να φανταστούμε κάτι διαφορετικό μέσω της τέχνης.
Τέχνη και ηθικολογία
Στην περφόρμανς περιλαμβάνεται ένα απόσπασμα σατιρικού account που σχολιάζει τον τρόπο που μεγάλο μέρος του κόσμου της τέχνης υιοθετεί έννοιες όπως η αντίσταση και γενικότερα τα προοδευτικά πολιτικά διακυβεύματα από επιμελητικής άποψης με αμφίβολα αποτελέσματα επί της ουσίας. Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτόν τον προβληματισμό που κατά μία έννοια αφορά όλες όσες εργαζόμαστε στον χώρο της τέχνης;
Ναι δυστυχώς αποτελεί πολύ συχνό φαινόμενο πλέον. Υπάρχει η τάση σήμερα η τέχνη να μένει στο επίπεδο της ηθικολογίας που δημιουργεί μια αίσθηση πολιτικής τοποθέτησης αλλά δεν μεταφράζεται σε πραγματικές στρατηγικές. Ειδικά στην εποχή της χειραγώγησης των συναισθημάτων μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, οι συμβολικές χειρονομίες είναι εύκολη υπόθεση. Μπαίνει σοβαρά το ζήτημα της υποδομής και της υλικότητας που δεν παραμένει στο επίπεδο της αναπαράστασης αλλά δημιουργεί δίκτυα, εργαλεία, χώρους συνάντησης και κριτικής. Αυτό που είδα και στο αρχείο που ερεύνησα, είναι ότι η διακίνηση των βιβλίων και του έντυπου υλικού δεν ήταν κάτι συμβολικό αλλά ένας μηχανισμός επιβίωσης και πολιτικής συνοχής που συγκροτούσε κοινότητες. Χρειάζονται οι συνθήκες για να υπάρξει πολιτική δράση. Δεν αρκεί η τέχνη να αρθρώνει λόγο πολιτικό. Το είδαμε τα τελευταία δύο χρόνια με τη γενοκτονία στη Γάζα: οι λίγοι καλλιτέχνες/ιδες και φορείς τέχνης που τοποθετήθηκαν ανοιχτά βρέθηκαν αντιμέτωποι με λογοκρισία, ακυρώσεις εκθέσεων, ακόμα και απώλεια συνεργασιών. Αυτό δείχνει πόσο εύκολα το πολιτικό" πλαίσιο της τέχνης γίνεται ανεκτό μόνο μέχρι το σημείο που δεν απειλεί τους θεσμούς και τις ισορροπίες ισχύος. Στην Ελλάδα, επικράτησε κυρίως σιωπή. Και αυτή η σιωπή είναι επίσης πολιτική στάση, που δείχνει πόσο δύσκολο είναι για τον χώρο της τέχνης εδώ να αναλάβει το ρίσκο μιας ξεκάθαρης θέσης. Για μένα, η ουσία της καλλιτεχνικής αντίστασης βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο ποιος/α/ο επιμένει να μιλάει, με ρίσκο, και πώς μπορούμε να στηρίξουμε συλλογικά αυτές τις φωνές ώστε να μην απομονώνονται.
'Όταν η δημιουργικότητα αντικαθίσταται από συμμόρφωση

Ποιά είναι τα όρια της τέχνης ως πολιτική χειρονομία και πώς μπορούν τα εγχειρήματα που λειτουργούν χειραφετητικά, για κάποιες κοινότητες τουλάχιστον, να μην περιορίζονται σε μια αυτο-ικανοποιητική πρακτική; Πώς μπορούμε να ξαναφανταστούμε διαφορετικούς δρόμους ριζοσπαστικοποίησης και ενδυνάμωσης μέσω της τέχνης;
Ναι, είναι σημαντικό να μιλήσουμε για τα όρια της τέχνης ως πολιτική χειρονομία, γιατί είναι υπαρκτά και ασαφή. Σήμερα ειδικά διαμορφώνονται σε ένα τοπίο όπου οι πολιτιστικοί θεσμοί έχουν απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από νεοφιλελεύθερα σχήματα. Συχνά λειτουργούν ως εργαλεία εταιρικής εξουσίας, χρησιμοποιώντας τη χορηγία στην τέχνη για να ξεπλύνουν χρήμα και εικόνα. Έτσι η δημιουργικότητα αντικαθίσταται από συμμόρφωση και οι καλλιτέχνες μετατρέπονται σε πιόνια, κάτι που ιστορικά σίγουρα δεν είναι καινούριο για την τέχνη. Κι όμως, πάντα υπάρχουν και παραδείγματα άλλων υποδομών, όπως το Creative Commons στο Κάρντιφ, ή το Casco Art Institute στην Ουτρέχτη που προσανατολίζονται στις καλλιτεχνικές πρακτικές ως κοινό αγαθό και πειραματίζονται με μοντέλα συνεργασίας με τοπικές κοινότητες ή ακόμα και η πρωτοβουλία της ομάδας ruangrupa από την Ινδονησία, που χρησιμοποίησε την ιδέα μιας συλλογικής αποθήκης και μοιράσματος πόρων (lumbung) ως μοντέλο κοινοτικής διακυβέρνησης και συνεργασίας στην τέχνη.
Στην Αθήνα είχαμε και την Κίνηση Μαβίλλη που πρότεινε ένα άλλο μοντέλο πολιτιστικού χώρου στο Εμπρός ως κέντρου συνάντησης και ελεύθερων πολιτικών δράσεων μέσω της τέχνης. Ερχόμενη στο τώρα όμως, ένα σημαντικό βήμα είναι να απαιτήσουμε αυτό που ίσως να φαίνεται αδύνατο: να προσπαθήσουμε να αποσυναρμολογήσουμε τις υπάρχουσες δομές, να διεκδικήσουμε καλύτερες εργασιακές συνθήκες, να φτιάξουμε εναλλακτικά δίκτυα πολιτιστικής παραγωγής με δημοκρατική ανάληψη αποφάσεων και συνεργασία με καλλιτέχνες και πρακτικές αμοιβαίας στήριξης στη δημιουργία και στην καλλιτεχνική έρευνα. Και είναι εξίσου σημαντικό να χρησιμοποιήσουμε τους υπάρχοντες θεσμούς και να απαιτήσουμε από αυτούς αλλαγές. Στην Ελλάδα ειδικά, όπου το φαινόμενο της εσωστρέφειας είναι έντονο, η πίεση προς τους θεσμούς για νέες μορφές συνεργασίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ριζοσπαστική. Όλα αυτά φυσικά απαιτούν και την ύπαρξη δυνατής καλλιτεχνικής κοινότητας, κάτι που δεν είναι εύκολη υπόθεση στους καιρούς μας.
Πού διασταυρώνονται η σωματικότητα και η αρχειακή έρευνα

Η δουλειά σου συνδυάζει διαφορετικές πρακτικές που έχουν στο κέντρο τους την performance, την έρευνα, τον ήχο. Που εντοπίζεις το κύριο ενδιαφέρον σου ως εικαστικού και ποιές είναι οι βασικές αναφορές σου;
Τα τελευταία αρκετά χρόνια και μέσα και από την διδακτορική μου διατριβή ερευνώ τη σχέση του αρχείου με το σώμα. Πού διασταυρώνονται η σωματικότητα και η αρχειακή έρευνα προσπαθώντας να φέρω περισσότερο το ένα πιο κοντά στο άλλο. Πώς μέσα από καλλιτεχνικές επιτελέσεις δηλαδή, το αρχείο μπορεί να επαναπροσδιοριστεί όχι ως στατικό αποθετήριο εξουσίας αλλά ως ένα ζωντανό και ρευστό μέσο. Η χρήση του ήχου και της performance ως καλλιτεχνικών μέσων μου επιτρέπει να μετασχηματίζω το εκάστοτε αρχειακό υλικό όταν αυτό συναντά το σώμα ή το χώρο. Με αναφορές που κινούνται σε πολλά επίπεδα και διαφορετικές ερευνητικές μεθόδους που προέρχονται από την κριτική θεωρία, και τις πιο σύγχρονες προεκτάσεις αυτής, με τη φεμινιστική και κουήρ θεωρία ή τη θεωρία αρχείου μέχρι την ιστορία θρησκείας και τη μυθολογία που με ενδιαφέρουν ως ζωντανά πεδία φαντασίας, εστιάζω στις ενσώματες προσεγγίσεις που επιτρέπουν μια διαφορετική παραγωγή γνώσης και μνήμης.
'Όλα αυτά τα θεωρητικά πλαίσια μαζί με την έρευνα σε ιστορικά αρχεία συναντιούνται και με καλλιτεχνικές πρακτικές που βασίζονται στην ζωντανή ακρόαση, τον ήχο, την περφόρμανς, την κίνηση και οι αναφορές είναι πολλές για να τις ονομάσω εδώ. Αυτό που με απασχολεί ωστόσο, είναι πώς όλα αυτά, θεωρία, ιστορία, μνήμη και καλλιτεχνική πράξη, μπορούν να διασταυρωθούν ώστε να δημιουργούν χώρους συλλογικής εμπειρίας και ελπίζω και στιγμές αντίστασης μέσω της τέχνης έστω και προσωρινές ή εύθραυστες. Το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσω μια έρευνα σε διαφορετικά αθηναϊκά καλλιτεχνικά αρχεία προκειμένου να διερευνήσω τις αναπαραστάσεις της μητρότητας στην σύγχρονη ελληνική τέχνη. Θα επιχειρήσω να "μεταφράσω" αυτά τα ευρήματα σε μια ηχητική περφόρμανς με την υποστήριξη του καλλιτεχνικού οργανισμού Art-works. Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτή την ευκαιρία.
Short bio
Η Μαρία Σιδέρη είναι διεπιστημονική καλλιτέχνιδα, ερευνήτρια και μητέρα που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το 2023 ολοκλήρωσε με διάκριση το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας με τίτλο "Συγκλίσεις αρχείου και performance. Αρχεία και σώματα σε ροή". Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Ιστορία της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Το 2012 αποφοίτησε με διάκριση από το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Creative Practice του Laban Conservatory of Music and Dance στο Λονδίνο. Έχει λάβει υποτροφίες από το Arts Council of England για το έργο Vibrant Matter/La Métachorie και από το πρόγραμμα ARTWORKS (1ο SNF Artist Fellowship, 2018). 'Έργα της έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και διεθνώς στα WAC (2025), Summer Festival Kampnagel & Theater der Welt (2023), In Lieu of a Prism (2023), Outraged by Pleasure (2023), This Current Between Us (2022), Phenomenon (2022), Kiev Biennale (2021), MOMus (2021), Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (2019).