Η Αθήνα των συγγραφέων | Εύα Μπέη: "Όταν μέναμε στην Ομόνοια είχαμε κατσίκα και κότες. Σας ακούγεται παράξενο;"

Η εικαστικός και συγγραφέας Εύα Μπέη είναι άνθρωπος του κέντρου. Συναντηθήκαμε στην Ομόνοια και μου μίλησε για τη ζωή της στην Αθήνα όπου πρωτοήρθε πριν από σχεδόν οκτώ δεκαετίες. Ακολουθούν σε πρώτο πρόσωπο οι μνήμες της από την πόλη.

Εύα Μπέη © Λεωνίδας Τούμπανος

Γεννήθηκα στη Λιβαδειά. Εκεί ο παππούς μου, από την πλευρά της μητέρας μου, είχε εκκοκιστήριο βάμβακος το οποίο στη συνέχεια ανέλαβε ο θείος μου, ενώ σε αυτό δούλεψε και ο πατέρας μου. Από τη Λιβαδειά φύγαμε όταν στην Κατοχή ξύπνησαν μια μέρα οι δικοί μου και είδαν στο απέναντι μπαλκόνι τέσσερις κρεμασμένους. Έπαθαν τέτοιο σοκ ώστε μάζεψαν πρόχειρα ό,τι είχαν και κατεβήκαμε στην Αθήνα. Όταν ήρθαμε εδώ ήμουν πολύ μικρή – δεν είχαν προλάβει καν να με βαφτίσουν. Αρχικά μείναμε στην οδό Μηλιώνη και έπειτα σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι, στην αυλή του οποίου είχαμε κορομηλιές, έναν φοίνικα, μια κατσίκα και κότες. Αυτό το σπίτι ήταν κοντά στην Ομόνοια, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου ανάμεσα στη Σολωμού και την Καποδιστρίου. Σας ακούγεται παράξενο ότι υπήρχαν κατσίκες στην Ομόνοια; Εκεί μείναμε οι γονείς μου, η αδερφή μου κι εγώ, η γιαγιά και η προγιαγιά, η ανύπαντρη αδερφή της μαμάς μου και ο ανύπαντρος αδερφός της, η κοπέλα μας η Αμυγδαλιά και ο σοφέρ που μετέφερε κάποια πράγματα από τη Λιβαδειά. 

Τότε στην Ομόνοια βρίσκονταν τα ανθοπωλεία τα οποία αργότερα μεταφέρθηκαν στη Βασιλίσσης Σοφίας, στη Βουλή και πλέον έχουν κλείσει. Όταν ήμουν μικρή δεν έτρωγα κι έτσι ο αδερφός της μαμάς μου για να με καλοπιάσει με πήγαινε σε ένα εστιατόριο κοντά στην πλατεία, που τώρα είναι Βενέτης – τότε λεγόταν Ελλάς. Σπανιότερα με πήγαινε στο Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου ή στο Αθηναϊκό στην οδό Σανταρόζα όπου βρίσκονταν τα δικαστήρια. Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 τη γιαγιά μου να με πιάνει από το χέρι για να πάμε μαζί σε ένα μέρος κοντά στην Ομόνοια απ’ όπου εισέπραττε τη σύνταξή της. Έπειτα πηγαίναμε βόλτα στα Ηνωμένα Βουστάσια. Ήταν το πρώτο ζαχαροπλαστείο που έφερε ωραία σοκολατένια γλυκά. Ακόμη θυμάμαι το προφιτερόλ τους. 

Η αδερφή μου πήγαινε στη Σχολή Μπερζάν –μετέπειτα Σχολή Μωραΐτη– στην οδό Μαυρομματαίων, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του Κωνσταντίνου. Όταν πηγαίναμε να την πάρουμε από το σχολείο, κι ενώ την περιμέναμε να βγει από το μάθημα, εγώ έπαιζα κάτω από το άγαλμα. Η Μαυρομματαίων ήταν χωματόδρομος και επειδή το σχολείο είχε μικρή αυλή, η γυμναστική γινόταν στον Πανελλήνιο. Όταν ήρθε η ώρα μου να πάω κι εγώ σχολείο, είχε μεταφερθεί στο Ψυχικό. Κάθε μέρα μας έπαιρνε και μας πήγαινε πούλμαν. Οι δρόμοι για το Ψυχικό ήταν πάντα ανοιχτοί διότι τα αυτοκίνητα ήταν πολύ λίγα. 

Όπως τα περισσότερα παιδιά της Κατοχής έπαθα αδενοπάθεια και οι δικοί μου θεώρησαν ότι θα βοηθούσε να μέναμε λίγο καιρό στην Εκάλη, όπου το σπίτι μας ήταν μεσοτοιχία με εκείνο της οικογένειας Παπανδρέου. Δεν έχω μνήμες από την οικογένεια Παπανδρέου διότι ήμουν πολύ μικρή. Έπειτα ζήσαμε στην Πατησίων στο ύψος της σημερινής Φοιτητικής Εστίας. Ήταν εξοχή με διώροφα σπίτια, πέτρινες κατοικίες, εξοχικά. Μέναμε σε μια πολύ όμορφη μονοκατοικία με κήπο. Η περιοχή όμως άλλαζε και σύντομα λίγο παρακάτω χτίστηκαν το κλωστήριο Λαναρά και το εργοστάσιο μετάξης Ναθαναήλ (σ.σ. το πρώτο στο είδος του στην Αθήνα). 

Μετά την απαλλοτρίωση της Κωπαΐδας έκλεισε το εκκοκιστήριο στη Λιβαδειά. Ο πατέρας μου υπέστη μεγάλη οικονομική καταστροφή και οι γονείς μου βρέθηκαν στον αέρα. Ήμουν τότε 12 χρόνων και για να μην τους επιβαρύνω ζήτησα να πάω στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς, που ήταν στην οδό Επτανήσου στην Κυψέλη. Πήγα και έπαθα σοκ – μιλάμε για το 1955. Η τάξη ήταν ένα παλιό θλιβερό κτίριο με σπασμένα τζάμια. Στο τμήμα ήμασταν 70 παιδιά, κανένα από αυτά δεν απευθυνόταν στο άλλο χρησιμοποιώντας το μικρό του όνομα, όλοι φωνάζονταν με τα επώνυμά τους. Σε κάθε πάγκο κάθονταν τρία τέσσερα παιδιά μαζί. Προσπάθησα να κάνω κουράγιο και την τρίτη μέρα που γύρισα σπίτι, μας πήραν τηλέφωνο από το παλιό μου σχολείο για να μας ανακοινώσουν ότι ο σύλλογος των καθηγητών αποφάσισε να επιστρέψω με υποτροφία, διότι όλοι πίστευαν πως θα γίνω καλή μαθηματικός. Όταν πέντε χρόνια μετά τους ανακοίνωσα ότι θα γινόμουν ζωγράφος απογοητεύτηκαν.  

Εύα Μπέη
© Λεωνίδας Τούμπανος

Στην Καλών Τεχνών δυστυχώς δεν πήγα στην ώρα μου – τότε έμαθα να πιστεύω στο αστάθμητο και αντιλήφθηκα πόσο λίγο διαλέγουμε εμείς τη ζωή μας. Όταν ακούω να λένε "επιλογή μου" γελάω. Το λένε οι νέοι άνθρωποι συνήθως. Στα ογδόντα μου λέω πάρα πολύ ταπεινά ότι έζησα όπως μπόρεσα. Λοιπόν, ετοιμαζόμουν με πολλή χαρά να πάω στην Καλών Τεχνών και η μητέρα μου τότε ζήτησε να μάθει ποιο ήταν το καλύτερο φροντιστήριο για να εγγραφώ. Μια μέρα όμως πέτυχε στον δρόμο μια παλιά μου δασκάλα από τον Μωραΐτη και πάρα πολύ καλή ζωγράφο. Όταν της ανακοίνωσε τα σχέδιά μου εκείνη της απάντησε: "Για όνομα του θεού κυρία Μπέη, μην κάνετε αυτό το λάθος. Τι θέλετε; Να βρεθεί το παιδί σας σε ένα περιβάλλον με γυμνά μοντέλα, γυναίκες που καπνίζουν και πίνουν και κάνουν πράγματα έξω από τη δική σας νοοτροπία και την αγωγή του παιδιού σας;". Η μητέρα μου έμεινε εμβρόντητη και επέστρεψε στο σπίτι όπου με τον πατέρα μου αποφάσισαν να μην μου επιτρέψουν να πάω στην Καλών Τεχνών. Ύστερα από τρεις μέρες η παλιά μου δασκάλα εισήλθε στο Δρομοκαΐτειο και δεν ξέρω πόσα χρόνια έμεινε εκεί. Δυστυχώς όμως αυτό οι δικοί μου το έμαθαν με δέκα χρόνια καθυστέρηση. Πέρασα μήνες βουτηγμένη στην απελπισία διότι δεν μου επιτρεπόταν να κάνω αυτό που επιθυμούσα τόσο πολύ. 

Μόλις είχε έρθει ο Τέτσης τότε από το Παρίσι και δίδασκε σχέδιο στη σχολή Βακαλό. Άρχισα τα μαθήματα εκεί, ωστόσο δεν μου πήγε αυτή η σχολή διότι η ιδιοσυγκρασία μου δεν είχε σχέση με τη διακόσμηση. Βρήκα επαφή με κάτι συγγενείς μας στο Μίσιγκαν –τότε η πόλη είχε άνθιση λόγω της αυτοκινητοβιομηχανίας– και πήγα εκεί όπου σπούδασα στην Καλών Τεχνών. Επιστρέφοντας στην Αθήνα εν μέσω χούντας βρέθηκα στην Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Τον πρώτο καιρό δεν ήμουν σε θέση να τον εκτιμήσω, έπρεπε να περάσει καιρός για να καταλάβω. Την πρώτη μέρα που μπήκα στην τάξη του αντίκρισα έναν κύριο με άψογο κοστούμι, πάρα πολύ περιποιημένο και σοβαρό. Όταν δίδασκε φορούσε μια λευκή μπλούζα γιατρού πάνω από τα ρούχα του για να μην λερωθεί. Μου φάνηκε σαν τον μπαμπά μου και σαν τους φίλους του μπαμπά μου, καθόλου καλλιτέχνης όπως είχα τους καλλιτέχνες στο μυαλό μου. 

Μετά άρχισα να παρατηρώ ότι ήταν το μόνο εργαστήρι που έβαζε κλασική μουσική όταν δουλεύαμε. Ερχόταν δίπλα μας και έλεγε πολύ λίγα, ωστόσο αν κοίταζες τα τελάρα των 40 μαθητών έβλεπες ότι καθένας είχε προσωπικό στιλ. Έτσι τον εκτίμησα. Ερχόταν πάντα στις εκθέσεις. Όχι στα εγκαίνια, αλλά το επόμενο πρωί, για να δούμε τα έργα ένα ένα και να μιλήσουμε. Την τελευταία φορά που τον είδα είχαμε να βρεθούμε τέσσερις δεκαετίες και αναρωτιόμουν αν θα με θυμόταν. Όχι απλώς με θυμήθηκε, αλλά είχε δει όλες τις εκθέσεις μου και ήξερε για τη σχέση μου με τον Νίκο Καρούζο. 

Τον Καρούζο τον είδα για πρώτη φορά το 1960 στο καφενείο του Λουμίδη. Ο Τάσος Λιγνάδης ήταν για τέσσερα χρόνια φιλόλογός μου και μάλιστα ήταν εκείνος που με προέτρεψε να κρατάω ημερολόγιο. Ο Λιγνάδης με τη γυναίκα του έκαναν παρέα με τους γονείς μου, διότι μέναμε κοντά. Μια μέρα τραυμάτισε το πόδι του – ήμουν τότε στην τελευταία τάξη του γυμνασίου. Λόγω του χτυπήματος δεν μπορούσε να πάει στο ραντεβού που είχε με τον ποιητή Κρίτωνα Αθανασούλη στο καφενείο του Λουμίδη κι έτσι μου ζήτησε να πάω εγώ και να του παραδώσω έναν φάκελο. 

Χάρηκα που θα έμπαινα σε αυτό το μέρος όπου όλοι έλεγαν ότι συγκεντρώνονταν οι σπουδαίοι συγγραφείς και ποιητές, παρότι όταν περνούσα απ’ έξω έβλεπα συνεχώς όρθιους άντρες να μιλάνε έντονα. Όταν βρήκα τον Αθανασούλη προσφέρθηκε να με κεράσει, μόλις είχε έρθει ο περίφημος νες καφέ στην Αθήνα. Του είχε πει ο Λιγνάδης ότι κρατούσα ημερολόγιο αλλά είχα σταματήσει να γράφω γιατί η μητέρα μου το έψαχνε και το διάβαζε, καθώς φοβόταν για μένα επειδή είχα ροπή στη μελαγχολία – λίγο καιρό πριν είχε αυτοκτονήσει η κόρη οικογενειακών φίλων μας και ανησυχούσε μήπως είχα κι εγώ τέτοιες τάσεις. Κάποια στιγμή ο Αθανασούλης μου ζήτησε να γυρίσω διακριτικά και να κοιτάξω δύο άντρες που στέκονταν στην πόρτα. "Μια μέρα θα γίνουν οι καλύτεροι ποιητές της Ελλάδας", είπε. Γύρισα το κεφάλι και τους κοίταξα. Ήταν ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης. 

Οι κριτικοί στήριξαν τον Καρούζο ως θρησκευτικό ποιητή τα πρώτα χρόνια. Ωστόσο δεν μπορούσαν να καταλάβουν και δεν δέχθηκαν ποτέ την ένταξή του στην Αριστερά. Ο Καρούζος βίωσε μια πολύ αντιφατική κατάσταση στην οικογένειά του. Ο παππούς του ήταν δεσπότη και ο πατέρας του στρατευμένος αριστερός. Ο Νίκος στα δεκαεπτά του ήταν πολιτικός κρατούμενος στην Ακροναυπλία μαζί με τον πατέρα του και μετά βρέθηκε εξόριστος στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο πρέπει να πέρασε πάρα πολύ δύσκολα και βγήκε με χαρτί ψυχικά διαταραγμένου. Δεν τα συζητούσε καθόλου αυτά. Έπειτα από τέσσερα χρόνια που ήμασταν μαζί το έμαθα από αλλού και μου το επιβεβαίωσε. Εδώ και χρόνια που το ξανασκέφτομαι μπορώ να δικαιολογήσω γιατί ήταν τόσο έντρομος. 

Με τον Νίκο Καρούζο έμεινα εννέα χρόνια με κάποια διαστήματα χωρισμού. Πριν από αυτό βλεπόμασταν συχνά, είχαμε στενή φιλία. Πριν από τον Νίκο συνδεόμουν με ένα ζωγράφο σύντομα όμως κατάλαβα ότι αν έμενα μαζί του δεν θα τραβούσα ούτε μια γραμμή, θα γινόμουν βοηθός του. Έτσι έφυγα τρέχοντας για το Παρίσι όπου έμεινα κάποιους μήνες. Από εκείνον γνώρισα τον Καρούζο. 

Περπατούσαμε πάρα πολύ με τον Νίκο. Μία από τις πολλές φοβίες που είχε ήταν ότι θα πέθαινε νύχτα. Όταν τον γνώρισα είχε φτάσει στα πέντε πακέτα τσιγάρα τη μέρα και είχε δύσπνοια. Ήθελε λοιπόν να περπατάμε ή να είμαστε έξω όλη τη νύχτα διότι πίστευε ότι δεν θα πάθαινε τίποτα αν ήταν έξω και με κόσμο. Έτσι πηγαίναμε σινεμά, μετά στη αγορά για κρεατόσουπα, περπατούσαμε αρκετά και στις 4.30 το ξημέρωμα πηγαίναμε για να πάρουμε τις πρώτες εφημερίδες της μέρας. Στη συμβολή της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας υπήρχε ένα γαλατάδικο που διανυκτέρευε και που είχε πάσης φύσεως κόσμο: από επαρχιώτες που μόλις είχαν έρθει στην Αθήνα, μέχρι ανθρώπους του θεάτρου και δημοσιογράφους. Εκεί σερβίρανε ανθόγαλο σε μπολ με όλο του το πάχος που τρώγαμε πάρα πολύ αθώα, ψωμί με βούτυρο και μέλι, ρυζόγαλο, κρέμα. Δεν σέρβιρε αλκοόλ και ίσως σπάνια έφτιαχνε ελληνικό καφέ. 

Πριν από χρόνια πήγαινα στο Θησείο. Μου άρεσε, είχα φίλους στο βιβλιοπωλείο Λεμόνι. Τώρα μου φαίνεται δύσκολη γειτονιά με την έννοια ότι έχει πολύ ανέβασμα και πολύ κατέβασμα. Δεν τα σκεφτόμουν καθόλου αυτά κάποτε. Τώρα όμως τα σκέφτομαι. Το παλιό εργαστήρι, εκεί που ερχόταν ο Καρούζος, είχε 92 σκαλιά, τα οποία ανεβοκατέβαινα χωρίς δεύτερη σκέψη. Είμαι άνθρωπος του κέντρου. Ένα διάστημα μετά τον θάνατο των γονιών μου έμεινα στο σπίτι της αδερφής μου στη Μητροπόλεως και μου άρεσε πολύ. Η πίσω μεριά βλέπει την Ακρόπολη, η μπροστά τον Λυκαβηττό και από το πλάι φαίνεται η θάλασσα. Είμαι τόσο του κέντρου ώστε νιώθω ότι είναι μακριά η Κυψέλη όπου μένω. Η πλατεία του Αγίου Γεωργίου μου φαίνεται μια μακρινή συνοικιακή πλατεία. 

Πάω συχνά στο θέατρο. Πρόσφατα είδα τρεις παραστάσεις και τώρα θα βγάλουμε εισιτήρια για άλλες τόσες. Έχω πάει αρκετές φορές στο Σταύρος Νιάρχος είτε για να περπατήσω είτε για παράσταση. Και στη Στέγη πηγαίνω σε κάποιες παραστάσεις. Επίσης προσπαθώ να παρακολουθώ τα μουσεία και τις γκαλερί. Μια φορά τον μήνα παρακολουθώ στην Ελληνοαμερικανική Ένωση μια ομάδα ποίησης και μια άλλη ομάδα λογοτεχνίας στον Gutenberg. Πριν από μέρες που είχε το μεγάλο κρύο πήγαμε με ένα ζευγάρι φίλων να δούμε το "Tar". Κανένας στο σινεμά δεν ήταν στην ηλικία μας, όλοι ήταν νέοι. Βγαίνοντας από την αίθουσα λέμε: "Αφού βγήκαμε και βάλαμε σκουφιά και μάσκες δεν πάμε και σε ένα μπαράκι;". Και πήγαμε. Προσπαθώ τα 80 μου να τα ζω κάπως έτσι. Δεν ξέρω. Πώς με βλέπετε εσείς;

Info: Το βιβλίο "Με τον Νίκο Καρούζο – Ημερολόγια" της Εύας Μπέη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Τέχνες

"Με 2 Ματιές": Η ελληνική ζωγραφική μέσα από το σύγχρονο φωτογραφικό βλέμμα

Οι καλλιτέχνες Μιλτιάδης Κατρακούλης και Γιώργος Μουστάκας παρουσιάζουν μια έκθεση φωτογραφίας στο Μουσείο Αγγελική Χατζημιχάλη.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
26/04/2024

Η Εθνική Πινακοθήκη συμμετέχει στη Διεθνή Ημέρα Μουσείων με θεματικές ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα

Δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα στο Κεντρικό Κτήριο και στα Παραρτήματα που έχουν σχέση με τη φετινή θεματική της "Μουσεία για την εκπαίδευση και την έρευνα".

5+1 εκδηλώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου

Βιβλιοπαρουσιάσεις, συζητήσεις με αγαπημένους συγγραφείς και.. πάρτι αφιερωμένα στην ανάγνωση.

Τι σχέση έχει ο Λόρδος Βύρωνας με τα γλυπτά του Παρθενώνα;

Το Μουσείο Ακρόπολης παρουσιάζει την έκθεση "Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας" με αφορμή τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Βρετανού ποιητή.

Communities Between Islands: Καλλιτέχνες συνομιλούν με κοινότητες από τρία νησιά της Μεσογείου

Το δεύτερο κεφάλαιο του διεπιστημονικού καλλιτεχνικού προγράμματος Communities Between Islands έρχεται τον Μάιο στη Σύρο.

Τελευταίες μέρες με το "White Dwarf" στο Μουσείο Μπενάκη

Η διαδραστική εγκατάσταση εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα.

Queer, διαδικτυακή και κινηματική ποίηση στον 21ο αιώνα

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου ανατρέχουμε σε μερικά από τα πολλά ενδιαφέροντα που ακούστηκαν για τα κινήματα και τα ποιήματα στο πρόσφατο συνέδριο "Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη. Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα" στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στο ΚΠΙΣΝ. Το συνέδριο διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.