«Το όνομα του αγνοούμενου κοριτσιού ήταν Ρεμπέκκα Σω. Ηταν δεκατριών χρόνων. Την τελευταία φορά που την είδαν φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα, σκούρο μπλε ισοθερμικό αμάνικο μπουφάν, μαύρο τζην και πάνινα παπούτσια. Είχε ύψος ένα εξηνταπέντε και ίσια σκουρόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους.» Σηκώνοντας στο πόδι, με την εξαφάνισή της παραμονή Πρωτοχρονιάς, το απομονωμένο βρετανικό χωριό όπου ζούσε προσωρινά με την οικογένειά της, η παγωμένη στο χρόνο εικόνα της «Ρεμπέκκα, ή Μπέκυ, ή Μπεξ» παραμένει στα 13 χρόνια που διατρέχει σε ισάριθμα κεφάλαια, στις 296 σελίδες του, ο «Ταμιευτήρας 13» (εκδόσεις Άγρα) η μόνη σταθερή εικόνα.
«Τα μεσάνυχτα όταν άλλαξε ο χρόνος» ξεκινάει κάθε κεφάλαιο και κάθε νέα χρονιά του διαλογιστικού σχεδόν μυθιστορήματος του 44χρονου Βρετανού Τζον ΜακΓκρέγκορ για να βυθιστούμε στην υπνωτιστική πάροδο του χρόνου, όπου την ίδια στιγμή δεν γίνεται τίποτε αλλά γίνονται τόσα πολλά. Με γρήγορο λόγο που συνδυάζει μαεστρικά αμεσότητα και λυρισμό (πολύ καλή η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά), έναν σχεδόν μουσικό ρυθμό, προσεκτικές παρατηρήσεις της φύσης και των ζώων, φυτών και εντόμων, και μια σχεδόν φωτογραφική καταγραφή των συμβάντων που έρχονται και παρέρχονται στις ζωές των ανθρώπων του χωριού καθώς γεννούν, χωρίζουν, απατούν, χηρεύουν, περπατούν, τσαπίζουν τις αράδες, στέλνουν κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου, φτιάχνουν συγκροτήματα, στολίζουν την εκκλησία για τη γιορτή της Σοδειάς, μαζεύουν ανθούς κουφοξυλιάς στο παλιό λατομείο, βλέπουν Χάρυ Πότερ μετά από μια πεζοπορία στον λόφο, όπου η στάθμη των ταμιευτήρων νερού ανεβαίνει και κατεβαίνει, ακολουθώντας τη διαδοχή των εποχών.
Ένα «αεικίνητο αφηγηματικό μάτι, ένα είδος φωνής της κοινότητας, ένα θεϊκό βλέμμα που περιφέρεται στην κωμόπολη. Σου δίνει απίστευτη ευελιξία. Μπορείς να μπεις στις σκέψεις ενός χαρακτήρα, να βγεις, να παρατηρήσεις την άγρια ζωή και τα λιβάδια», περιέγραψε πολύ εύστοχα τη ματιά του ΜακΓκρέγκορ ο συγγραφέας Τζορτζ Σόντερς (βραβευμένος με Man Booker για το εξαιρετικό «Λήθη και Λίνκολν» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος), σε μια απολαυστική συζήτησή του με τον ΜακΓκρέγκορ που διατίθεται σε φυλλάδιο μαζι με το τον «Ταμιευτήρα 13», πάντα με την ιδιαίτερη φροντίδα των εκδόσεων Άγρα.
Ένας ύμνος στο συνηθισμένο, μια αποθέωση του ελάχιστου και του κοινότοπου, μια πραγματεία για το χρόνο και εν τέλει τη ζωή, ο «Ταμιευτήρας 13» δεν προσφέρει μόνο ώρες αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά και αφορμή να σκεφτούμε διαφορετικά πάνω στην Ημέρα της μαρμότας, στην οποία μοιάζουμε να έχουμε παγιδευτεί στον καιρό της πανδημίας και της καραντίνας (ή γενικότερα;), αλλά και πάνω στη φθορά, την απώλεια, τον κύκλο της ζωής.
Κι εκεί που αρχικά θέλεις να περάσεις γρήγορα τις σελίδες για να δεις αν θα βρεθεί η Ρεμπέκκα και αδυνατείς να συγκρατήσεις, πόσο μάλλον να ζωντανέψεις, τους δεκάδες χαρακτήρες - κατοίκους του χωριού που παρεμβάλλονται στην αφήγηση επιτελώντας τις καθημερινές τους τελετουργίες παράλληλα με αυτές των ενοίκων της φύσης, και δεν καταλαβαίνεις γιατί σε αφορούν, τελικά καταλήγεις να ζεις ανάμεσα τους και να μην θέλεις να τελειώσει ποτέ το βιβλίο και να τους εγκαταλείψεις. Ένας ύμνος στο συνηθισμένο, μια αποθέωση του ελάχιστου και του κοινότοπου, μια πραγματεία για το χρόνο και εν τέλει τη ζωή, ο «Ταμιευτήρας 13» δεν προσφέρει μόνο ώρες αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά και αφορμή να σκεφτούμε διαφορετικά πάνω στην ημέρα της μαρμότας, στην οποία μοιάζουμε να έχουμε παγιδευτεί στον καιρό της πανδημίας και της καραντίνας (ή γενικότερα;), αλλά και πάνω στη φθορά, την απώλεια, τον κύκλο της ζωής.
«Υπάρχει κάτι που μας κρατάει σε εγρήγορση σε όλο το βιβλίο - πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να το πούμε MacGuffin, ξέρεις, αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μας απασχολεί. Όμως στο μεταξύ, η πραγματική ζωή εξελίσσεται στο χωριό στην ίδια κλίμακα και με τον ίδιο ρυθμό που εξελίσσεται η ζωή στην πραγματικότητα. Ερωτευόμαστε το χωριό. Ερωτευόμαστε τους ανθρώπους. Και παρόλο που συμβαίνουν περιστατικά, έχουν ανθρώπινη κλίμακα.» σημειώνει ο Σόντερς.
Ο ΜακΓκρέγκορ μας συστήθηκε με το μυθιστόρημα με τον αποκαλυπτικό ως προς τον χαρακτήρα των βιβλίων του τίτλο «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα» (2002, Άγρα), ένα close-up σε όσα συμβαίνουν μια καλοκαιρινή μέρα κατά μήκος ενός τυπικού προαστιακού δρόμου στη Βόρεια Αγγλία, με το οποίο έγινε ο νεότερος συγγραφέας που προτάθηκε για Booker. Έχοντας έκτοτε στο ενεργητικό του άλλα δύο βιβλία, με σημαντικές διακρίσεις, ομολογεί ότι του πήρε επτά με οκτώ χρόνια να ολοκληρώσει τον «Ταμιευτήρα 13», αφήνοντάς τον στο συρτάρι για κάποια χρόνια και επιστρέφοντας κατά διαστήματα για να τον βλέπει με άλλη ματιά. Όπως λέει ο ίδιος για τη διαδικασία της συγγραφής του στον Σόντερς «Σίγουρα με δίδαξε πόση σημασία έχει να αφήνεις το χρόνο να κυλάει με τον ίδιο αφηγηματικό ρυθμό που κυλάει στην πραγματική ζωή, με αυτόν τον αμείλικτο ρυθμό. Δεν μπορείς να σταματήσεις για να αναλογιστείς τι συμβαίνει, γιατί πρέπει να σηκωθείς την άλλη μέρα και να συνεχίσεις τη ζωή σου. Μου δίδαξε μια αγάπη για το non-sequitur - δεν χρειάζεται να παίρνεις τον αναγνώστη από το χεράκι και να τον οδηγείς από τη μια σκηνή στην επόμενη. Μπορείς απλώς να προχωράς σε ρυθμό μπαμ-μπαμ-μπαμ -συμβαίνει αυτό, συμβαίνει κι εκείνο, πιο πέρα συμβαίνει κάτι άλλο, και εδώ πίσω πάλι κάτι συμβαίνει ακόμη...»