Τι κι αν το περιοδικό Milles Idées φωτογράφιζε τους αδελφούς Λιμιέρ να παιδεύονται με το βελονάκι τους ενώ ένα βιβλίο λίγα χρόνια πριν απεικόνιζε έναν αρρενωπό καουμπόι να πλέκει πάνω στο άλογό του. Τι κι αν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα αγόρια της Βρετανίας συναγωνίζονταν για το μακρύτερο κασκόλ και την πιο ζεστή κάλτσα στο «Knitting for Britain». Τι κι αν αμέτρητες φουρνιές ψαράδων της Μεσογείου έφτιαχναν (από το 200 μ.Χ.) τα δίχτυα τους ιδιόχειρα με κόμπους. Για την ντόπια κουλτούρα το πλέξιμο φέρνει συγκεκριμένους συνειρμούς.
Όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, σαν λαός κουβαλάμε ακόμα και σήμερα –σιωπηλά μα αγόγγυστα– τα στερεοτυπικά κόμπλεξ μιας άλλης εποχής. Η προίκα, για παράδειγμα ανάμεσα σε πόσα άλλα, μπορεί να καταργήθηκε σαν θεσμός από τις αρχές του ’80 αλλά η «κληρονομιά» της έμεινε στο συλλογικό ασυνείδητο του τόπου και έκανε το εργόχειρο (με σύμβολο τα γνωστά σεμέν) μια αυστηρά γυναικεία υπόθεση, που μάλιστα λειτουργούσε καταλυτικά για την απομόνωσή της από την κοινωνική ζωή.
«Είμαστε οι ακτιβιστές της βελόνας» δηλώνουν περήφανα η Ρόζη Αθανασίου, ιδρύτρια της ομάδας Velonistas και η Μαρία Ντάβου, συγγραφέας εγχειρίδιων πλεξίματος και μέλος της ομάδας. «Ειδικά την εποχή που ξεκινήσαμε, η κοινή αντίληψη που υπήρχε για όσες γυναίκες ασχολιόντουσαν με τις χειροτεχνίες ήταν κάτι κυριούλες αποτραβηγμένες από τη ζωή. Αυτό που θέλαμε ήταν να δείξουμε ότι όλο αυτό είναι ένας μύθος. Είναι μία δημιουργική δραστηριότητα που ταιριάζει στις μοντέρνες και τις δυνατές γυναίκες, στις νέες κοπέλες αλλά και στους άνδρες.»
Πριν ακόμα η χειροτεχνία γίνει το νέο trend της μητρόπολης, η γλυκύτατη Ρόζη, χομπίστρια της βελόνας από παιδική ηλικία, ξεκίνησε το 2011 το blog των Velonistas με άρθρα τρίτων συντακτών, συμβουλές, χρήσιμες πληροφορίες και patterns σχετικά με εργόχειρα πλεκτά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η διαδικτυακή παρέα άρχισε να δίνει ραντεβού κάθε μήνα σε καφέ της πόλης, δημιουργώντας ένα δημιουργικό hub ανταλλαγής απόψεων, προτάσεων και άμεσης συνεργασίας, που πολλές φορές έφτανε και τα εκατό άτομα.
Ανάμεσά τους, συναντάς πλέον την Κλαυδία που φτιάχνει πλεκτές κούκλες και κάνει πολιτιστική έρευνα σχετικά με τη σταυροβελονιά μέσα από μελέτη παλιών samplers κεντημάτων, την Όλγα που εξειδικεύεται στο ασπροκέντι, την Κυριακή που έχει σπουδάσει υφαντική και φτιάχνει κοσμήματα από υφάσματα, την Λίνα που έχει πλέον μια στρατιά από μπεμπέ παπουτσάκια για τα μελλοντικά της εγγόνια και τον Κωνσταντίνο –τον σταθερό άνδρα της παρέας– που έχει ξεκινήσει δικό του brand με πλεκτές τσάντες. Πλέκτες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα μέσα στην ομάδα, άλλοι μερακλήδες δημιουργοί που ψάχνουν διαρκώς και από έναν δυσκολότερο κόμπο για να πειραματιστούν και άλλοι που πλέον ασχολούνται επαγγελματικά με αυτό, ενώ όλοι τους στηρίζουν έμπρακτα κοινωνικά project (πχ πλεκτά σκουφάκια στη ΜΚΟ «Ηλιτόμηνον»).
«Ξέρεις, η ζωή δεν σταματά να συμβαίνει. Όλα αυτά τα χρόνια, στην ομάδα έχουμε βιώσει απώλειες, θανάτους και ανίατες ασθένειες. Από τα πιο καθημερινά και απλά προβλήματα μέχρι τα πιο σύνθετα, το πλέξιμο βοηθά στη διαχείριση τους», μου εξηγούν. «Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το παρομοιάζουν με τη γιόγκα. Είναι μία δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση, πράγμα που το φέρνει κοντά στην ψυχοθεραπεία.»
Μπορεί η χώρα μας να μη διαθέτει την βαριά παράδοση στις βελόνες που έχουν οι σκανδιναβικές χώρες, τα βαλτικά κράτη και η Ρωσία –λόγω μεγαλύτερης ανάγκης για τη χρηστικότητά των ζεστών πλεκτών αλλά και διαθεσιμότητας πρωτογενούς υλικού– ούτε την ανάπτυξη που γνωρίζει στην Αμερική και στις αγγλοσαξονικές χώρες –με τα fibre και yarn φεστιβάλ να ανανεώνουν το ραντεβού τους κάθε χρόνο και τις knitting κρουαζιέρες να διασχίζουν θάλασσες πλέκοντας– αλλά η αξία του πρωτότυπου (και οικονομικά προσιτού στην κατασκευή) έργου έχει αποκτήσει νέα πυγμή στην εποχή της αυτοματοποιημένης αναπαραγωγής. «Γυρνάμε στον αυθεντικό εαυτό μας μέσα από μία χειροτεχνία», όπως έκλεισε η Ρόζη.