Παρουσιάζοντας μια νέα γενιά Ελλήνων καλλιτεχνών οι οποίοι δουλεύουν με πρακτικές που διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσφατη τοπική παραγωγή, η έκθεση «Εκ νέου» στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (μέχρι 2/3) αποτελεί ενδιαφέρουσα καταγραφή ενός εν πολλοίς άγνωστου δυναμικού.
Συνεργατικά projects που ανασυνθέτουν πτυχές της ελληνικής παράδοσης μέσα από εθνογραφική έρευνα και δράσεις, έργα που χρησιμοποιούν διάφορα υπολογιστικά προγράμματα για να επεξεργαστούν στατιστικά δεδομένα σχετικά με την τρέχουσα πραγματικότητα και στη συνέχεια προχωρούν σε εναλλακτικές, απροσδόκητες οπτικοποιήσεις τους, έργα με έντονο το σωματικό και το χειρωνακτικό στοιχείο τα οποία αντλούν υλικό από την Ιστορία και την ειδησεογραφία.
Η έρευνα, η συνεργασία, η ανασύνθεση στοιχείων της τοπικής Ιστορίας και παράδοσης, η αρχειοθέτηση και η επεξεργασία δεδομένων είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην έκθεση «Εκ νέου» (υπό την επιμέλεια των Δάφνης Βιτάλη, Δάφνης Δραγώνα, Τίνας Πανδή). Μέσα από αυτήν μας συστήνεται μια νέα γενιά καλλιτεχνών που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να ξεφύτρωσε από το πουθενά, δεν έχει καταγραφεί παρά ελάχιστα σε μικρότερης κλίμακας εκθέσεις και δεν θυμίζει καθόλου την κυρίαρχη αισθητική και θεματολογία της νεότερης γενιάς Ελλήνων καλλιτεχνών που έχουμε δει σε εκθέσεις την τελευταία δεκαετία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναφορές σε Έλληνες καλλιτέχνες της ιστορικής πρωτοπορίας: από τον Παντελή Ξαγοράρη μέχρι τη Νίκη Καναγκίνη. Ακόμη κι αν πήγα στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αρνητικά προκατειλημμένη για τη σημασία άλλης μιας έκθεσης «νέων Ελλήνων καλλιτεχνών» γενικά και αόριστα, έφυγα με πολύ θετικές εντυπώσεις.
Αυτή η έκθεση είναι σημαντική όχι μόνο γιατί παρουσιάζει αρκετούς εντελώς άγνωστους καλλιτέχνες αλλά και γιατί έχει επιμελητική άποψη, αναδεικνύοντας έτσι συγκεκριμένες τάσεις και πρακτικές που δεν έχουν πρόσφατο προηγούμενο σε τοπικό επίπεδο, δείχνουν μια διάθεση εμπλοκής με το χθες και το σήμερα, ενώ έχουν και στοιχεία τοπικότητας. Γεγονός το οποίο –το να δώσει δηλαδή βήμα σε νέους Έλληνες καλλιτέχνες που έχουν να πουν κάτι καινούργιο (ακόμη και σε πρωτόλεια μορφή)– δυστυχώς δεν κατάφερε να κάνει το εκθεσιακό κομμάτι της Μπιενάλε, παρότι οι συγκεκριμένες πρακτικές άπτονται πλήρως της φετινής θεματικής της (αλλά και του budget της).
Ο ρόλος του μουσείου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σημαντικός (αφού δεν έρχεται απλώς να «ιδρυματοποιήσει» μια γενιά ήδη καταξιωμένων καλλιτεχνών όπως στην προηγούμενη αντίστοιχη έκθεση), μένει όμως να δούμε πώς θα στηρίξει και στο μέλλον το εν λόγω νέο δυναμικό: πώς θα εξελιχθεί αυτή η γενιά και ποιοι από τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες θα συνεχίσουν να δουλεύουν (και προς ποια κατεύθυνση).
Σημειωτέον, η έκθεση περιλαμβάνει αρκετές πτυχιακές και projects αρχιτεκτόνων, μουσικών, ηθοποιών κ.λπ. που δεν φαίνεται να βλέπουν απαραίτητα τον εαυτό τους ως εικαστικό τουλάχιστον μέσα στο υπάρχον πλαίσιο της τοπικής σκηνής. όλοι οι συμμετέχοντες είναι γεννημένοι μεταξύ 1979-1990, ενώ περιλαμβάνονται και τρεις καλλιτεχνικές ομάδες. τέλος, περίπου οι μισοί ζουν στο εξωτερικό και μόλις επτά συνεργάζονται με γκαλερί (CAN, Elika, Kalfayan, Α.Δ.). Από τις πιο δυνατές στιγμές της έκθεσης ήταν το έργο της Πάκυς Βλασοπούλου «Explosions in the sky - welcome, ghosts», μια χειρονομία επαφής αλλά και ρήξης με το παρελθόν, με αναφορές τόσο στην ελληνική λαϊκή τέχνη όσο και σε αναζητήσεις της γλυπτικής του ’60 κι έκδηλο το στοιχείο της νοσταλγίας. Επίσης, η περφόρμανς «Το γεύμα» του Ευθύμη Θέου και του Θανάση Δεληγιάννη, μια εναλλακτική αρχαιολογική έρευνα που προκαλεί τόσο το ενδιαφέρον όσο και το συναίσθημα, παρά τη σε ορισμένες στιγμές βεβιασμένη προσπάθεια να προκαλέσει το γέλιο.
Ξεχώρισα ακόμη το «Stereoscapes #2» της Μαριάννας Χριστοφίδου, ένα οπτικό παιχνίδι που σχολιάζει τους μηχανισμούς του βλέμματος, το βίντεο του Βασίλη Μπαλάσκα «Parthenon rising», έναν ύμνο στο μπανάλ και το εφήμερο, το «30 μέρες στον κήπο / 15 μέρες στον Άδη» της Βαλεντίνας Κάργα, ένα πείραμα επιβίωσης στον κήπο του σπιτιού της στο Βερολίνο που παρουσιάζεται μέσα σε ένα ψευδο-επιστημονικό αρχείο, το «Twinning towns: Leipzig-Detroit» της Σοφίας Ντώνα, ένα ποιητικό σχόλιο πάνω στην αστική παρακμή, την εγκατάσταση «Όλο και λιγότερο μπλε» του Αλέξανδρου Λάιου, που μέσα από αποσπασματικά στοιχεία καταφέρνει να δημιουργήσει μια ανοίκεια ατμόσφαιρα, τα σχέδια-μινιατούρες μορφών της νεοελληνικής Ιστορίας του Αναστάση Στρατάκη, το «Woman nature alone» της Έρικας Σκούρτη, ένα παιχνίδι με τις στερεότυπες αναπαραστάσεις εννοιών στις διαδικτυακές data banks.
Το «7 πορτρέτα και 616 λέξεις» της Χρύσας Βαλσαμάκη, με αφετηρία την έρευνα πάνω σε επτά φυλακισμένους με ακτιβιστική δράση, χτίζει μια ιδιοσυγκρασιακή αφήγηση μέσα από τη σύνθεση διαφορετικών θραυσμάτων και δεν περιορίζεται –ευτυχώς– στην αισθητικοποιημένη προσέγγιση των μαύρων πορτρέτων τους. Τέλος, στο «Inputs, loops and anchors» των Kernel η βιντεο-καταγραφή και ο σχολιασμός της διαδικασίας παραγωγής τριών μεταλλικών εξαρτημάτων, σε συνεργασία με την εταιρεία CNC Solutions, λειτουργεί ως μεταφορά των σχέσεων ανάμεσα σε άυλα δίκτυα και υλικοτεχνικές υποδομές, ωστόσο η γλυπτική εγκατάσταση που το συνοδεύει έχει μια φλυαρία.
Περισσότερες πληροφορίες
Εκ νέου, Μια νέα γενιά Ελλήνων καλλιτεχνών
Νέοι εικαστικοί προσεγγίζουν εκ νέου υλικά, έννοιες και πρακτικές σε περιόδους κρίσης. Επιμέλεια: Δ. Βιτάλη, Δ. Δραγώνα, Τ. Πανδή