Η χίμαιρα είναι το άπιαστο, το ανέφικτο. Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση που ανεβάζει ως έργο εποχής ο εγγονός του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου. Μιλήσαμε μαζί του πριν από αυτήν τη μεγάλη ελληνική παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών που έγινε sold out σε ένα 24ωρο.
«Mου έλειψε η ομορφιά. Θέλω να παραμυθιαστούμε και να παρηγορηθούμε βλέποντας την ερωτική τραγωδία της “Μεγάλης Χίμαιρας”. Πρόκειται για ωραία και μεγάλα πάθη, για χαρακτήρες bigger than life! Τα πάντα είναι επικά, σαν να πρόκειται για το “Όσα παίρνει ο άνεμος”». Ο Δημήτρης Τάρλοου μοιάζει πολύ στον παππού του, έστω κι αν δεν τον πρόλαβε εν ζωή. Μιλώντας μου για τη «Μεγάλη Χίμαιρα», είναι σαν να απηχεί τις σκέψεις εκείνου: «Η αλήθεια τι μας νοιάζει εμάς, τους λιποτάκτες της στεγνής λογικής; Ας γίνουμε χίμαιρες και ας ξεδιψάσουμε από νάματα παραμυθιών και θρύλων».
Ο παππούς σας, εκτός από σπουδαίος συγγραφέας, υπήρξε πολύ μυστηριώδης άνθρωπος. Τι είναι, λόγου χάρη, αυτό το αινιγματικό «Μ.» πριν από το επίθετό του;
Το «Μ. Καραγάτσης» είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο – Δημήτρη Ροδόπουλο τον έλεγαν, το όνομά του πήρα. Το σκαρφίστηκε για να μην πάρει είδηση ο πατέρας του πως ασχολιόταν με τη λογοτεχνία. Ο παππούς μου λάτρευε τον Ντοστογιέφσκι. Συνήθιζε να διαβάζει τα έργα του κάτω από μια μεγάλη φτελιά, ένα μαυροδέντρι, «καραγάτσι» στα τούρκικα. Και το «Μ» αναφέρεται στον αγαπημένο του ντοστογιεφσκικό χαρακτήρα, τον Μίτια των «Αδερφών Καραμάζοφ». Ο Καραγάτσης ήταν όντως παράξενος. Ευχάριστος στις παρέες και με δαιμονικό χιούμορ, αλλά βαρύθυμος στο σπίτι του κι ευερέθιστος – συχνά αφόρητος. Δεν πίστεψε ποτέ στην αγάπη. Στην παράστασή μας, μόνο για μία στιγμή, θα με δείτε να τον ερμηνεύω.
Πώς γίνεται θέατρο η λογοτεχνία; Πώς δηλαδή σκηνοθετούνται φράσεις όπως «Μια ολόκληρη μέρα ταξίδεψε μέσα σε όνειρο από φως και χρώματα»;
Υποθέτω ότι μόνο η ατμόσφαιρα μπορεί να αποδοθεί, όχι η εικόνα καθ’ αυτή όπως στο σινεμά, παρότι στην παράστασή μας ο κινηματογράφος παίζει σημαντικό ρόλο. Ολόκληρες σκηνές έχουν γυριστεί σαν μικρού μήκους ταινίες. Δίνεται διαρκώς η αίσθηση πως οι χαρακτήρες ξεκολλούν από την οθόνη, όπου παίζεται μια μαυρόασπρη ταινία εποχής, και βαδίζουν στη σκηνή. Αυτό δεν σημαίνει ότι λείπουν ο ρεαλισμός ή η αγριότητα, ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα. Η Μαρίνα, λόγου χάρη, αυνανίζεται κρατώντας στα χέρια τη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ!
Η σχέση του Καραγάτση με την Ελλάδα ήταν πάντα αμφίθυμη: υμνούσε το τοπίο, έβριζε τη νοοτροπία των κατοίκων της.
Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί του. Πάντα πίστευα πως η Ελλάδα πάσχει από υπαρκτό επαρχιωτισμό. Περπατάμε ανάμεσα σε αρχαία μάρμαρα και είμαστε άξεστοι και κτηνώδεις. Αυτό συναντά και η Μαρίνα, η Γαλλίδα ηρωίδα του. Ερωτεύεται έναν Συριανό και τον ακολουθεί στο νησί του για να ανακαλύψει πόσο δύσπιστοι, αφιλόξενοι κι επιφυλακτικοί είναι όλοι με τους ξένους. Το έχω ζήσει κι εγώ με τον πατέρα μου [σ.σ.: ο Αμερικανός ζωγράφος Φίλιπ Τάρλοου]. Η Ελλάδα έχει αυτό το εκτυφλωτικό φως που πυρπολεί τις ψυχές και τα μυαλά κι έναν σορόκο που εξάπτει τις φαντασιώσεις και τα σεξουαλικά ένστικτα. Θαρρείς κι ο τόπος μας, αυτός ο διαβολότοπος, φέρει κάτι το μοιραίο, την ποίηση και μαζί την τραγωδία. Δεν είναι τυχαίο που εδώ γεννήθηκε η τελευταία… Είμαστε πλασμένοι για να ζούμε και να γράφουμε τραγωδίες μεγάλης δραματικής ομορφιάς.
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» θα παιχτεί στην Πειραιώς 260 στις 14-17/7 και από το φθινόπωρο στο Θέατρο Πορεία.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Μεγάλη Χίμαιρα
Μέσα από την ιστορία της Γαλλίδας Μαρίνα Μπαρέ, η οποία ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Έλληνα εφοπλιστή, η γυναικεία ματιά και η αντρική επιθυμία φωτίζουν αποκαλυπτικά τη διαχρονική αμφιθυμία που χαρακτηρίζει τη σχέση της Δύσης με την Ανατολή