
Το να ακούω τη φωνή του Νιγηριανού μουσικού και ακτιβιστή Fela Aníkúlápó Kútì, γνωστού ως ο "βασιλιάς του Afrobeat", να τραγουδά για τα ανθρώπινα δικαιώματα διερωτόμενος ποιός ενώνει τα Ηνωμένα Έθνη στο "Beasts of No Nation" από το ομώνυμο άλμπουμ του με την μπάντα Egypt 80 από τα τέλη του ‘80, μέσα στις αχανείς αποθήκες που φιλοξενούν τη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Diriyah, στο Ριαντ της Σαουδικής Αραβίας, στο πλαίσιο της πανηγυρικής περφόρμανς "Activation - η συλλογή δίσκων του El Anatsui" λίγο πριν αναχωρήσω για την Αθήνα, συμπυκνώνει τα αντιφατικά συναισθήματα που είχα επισκεπτόμενη το finissage της διοργάνωσης. Καθώς ο Kwame Mintah, ιδρυτής της Efie Gallery και μέλος του Africa Acquisitions Committee Board της Tate Modern, σε ρόλο dj μοιράζεται μαζί μας από τα decks δίσκους από τη συλλογή του 80χρονου Γκανέζου γλύπτη El Anatsui, μπροστά από ένα από τα μνημειακά "υφαντά" του από αλουμινένια καπάκια μπουκαλιών (αντίστοιχο είχαμε δει και στην έκθεση "Portals/Πύλη" στο Καπνεργοστάσιο στην Αθήνα), εξηγώντας μας το κοινωνικοπολιτικό και ευρύτερα πολιτιστικό πλαίσιο μες στο οποίο αναδείχθηκαν οι καλλιτέχνες της γενιάς του, οι λέξεις human beings και human rights επανέρχονται ρυθμικά στα αυτιά μας, σαν καμπανάκι, θυμίζοντάς μας που βρισκόμαστε.

Μέρος της στρατηγικής της Σαουδικής Αραβίας "Όραμα 2030" που περιλαμβάνει μια σειρά σχεδίων για τον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας μέσω της ψηφιακής οικονομίας με έμφαση στον τουρισμό, το gaming, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό, με στόχο να μην εξαρτάται μόνο από το πετρέλαιο, η Diriyah Contemporary Art Biennale, αποτελεί κομμάτι της πολιτικής εξωστρέφειας μιας χώρας που άνοιξε στον τουρισμό πριν λίγα χρόνια. Μιας χώρας που ναι μεν έχει κάνει κάποιες κινήσεις παραχώρησης μεγαλύτερων ελευθεριών στις γυναίκες, αλλά βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο οργανισμών όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, λόγω των παραβιάσεων βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μπορεί η τέχνη να είναι, στον βαθμό που της αναλογεί πάντα, ένα όπλο για την αλλαγή, για να παραφράσουμε το ντοκιμαντέρ "Music is a Weapon" του Fela Aníkúlápó Kútì ή η όποια επίδρασή της παραμένει εντός μιας φούσκας ή και εργαλειοποιείται μέσω του art washing; Αυτά τα ερωτήματα ανέκυψαν αρκετές φορές στο μυαλό μου, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το ταξίδι στη μπιενάλε της Diriyah και το πιο σημαντικό που έχω να κομίσω από την επαφή με τις εργαζόμενες και τις επισκέπτριες του θεσμού και την όλη εμπειρία της θέασης, πέραν των γνωστών διλημμάτων/κόκκινης γραμμής κατ’ άλλους, για την παρουσία - συνεργασία των θεσμών των δημοκρατικών χωρών και των λειτουργών τους, αλλά και των επιχειρήσεων, με απολυταρχικά καθεστώτα, είναι η δίψα που εισπράξαμε για πολιτιστικές δράσεις, επαφή με την καλλιτεχνική δημιουργία από άλλες χώρες αλλά και χαρτογράφηση και αρχειοθέτηση της τοπικής καλλιτεχνικής ιστορίας έτσι ώστε να είναι προσβάσιμη για έρευνα και εκπαίδευση.

Με πάνω από 220.000 επισκέπτες, 75% των οποίων από τη Σαουδική Αραβία και 4,5% των οποίων παιδιά, και με μια γυναικεία ομάδα συνεπιμελητριών, η μπιενάλε με τον τίτλο "Μετά τη βροχή (After Rain)" χρησιμοποιεί τη μεταφορά της φρεσκάδας που αποπνέει η ατμόσφαιρα μετά τη βροχή για να φανταστεί τον νέο στη Σαουδική Αραβία (και κορεσμένο αλλού στον κόσμο) θεσμό της μπιενάλε ως μια "θρεπτική εμπειρία γεμάτη ζωή".
Σε αυτό το ανθρώπινο δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό και την εκπαίδευση μοιάζει να επικεντρώνεται η 2η Μπιενάλε της Diriyah, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ute Meta Bauer, από τις πιο καταξιωμένες επιμελήτριες διεθνώς, η οποία τα τελευταία χρόνια διεθύνει το NTU Centre for Contemporary Art της Σιγκαπούρης, το ερευνητικό καλλιτεχνικό κέντρο του Nanyang Technological University (NTU), και εστιάζει την πρακτική της στη σύνδεση της πολιτιστικής απώλειας και της κλιματικής κρίσης. Με πάνω από 220.000 επισκέπτες, 75% των οποίων από τη Σαουδική Αραβία και 4,5% των οποίων παιδιά, και με μια γυναικεία ομάδα συνεπιμελητριών, η μπιενάλε με τον τίτλο "Μετά τη βροχή (After Rain)" χρησιμοποιεί τη μεταφορά της φρεσκάδας που αποπνέει η ατμόσφαιρα μετά τη βροχή για να φανταστεί τον νέο στη Σαουδική Αραβία (και κορεσμένο αλλού στον κόσμο) θεσμό της μπιενάλε ως μια "θρεπτική εμπειρία γεμάτη ζωή" αλλά και να σκεφτεί πάνω στο θέμα του νερού δεδομένης της τοποθεσίας του Ριάντ στη μέση της ερήμου. Θέλοντας να μυήσει ένα νέο κοινό στη λειτουργία που μπορεί να έχει η τέχνη στην κοινωνία σήμερα και στο πώς μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας, η μπιενάλε εστιαζει σε ζητήματα όπως η πρόσβαση στο νερό, την τροφή και τη στέγη στις πόλεις του σήμερα και του αύριο και στις πολιτισμικές ιστορίες των φυσικών πόρων και των υλικών.


Diriyah, η πόλη της γης και της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η Μπιενάλε διοργανώνεται από το Diriyah Biennale Foundation που ιδρύθηκε το 2020 από το Υπουργείο Πολιτισμού και από το 2021 διοργανώνει εναλλάξ κάθε χρόνο τη Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης και την Μπιενάλε Ισλαμικής Τέχνης. Σε μια ιστορική στιγμή εξέλιξης και ανάπτυξης της Σαουδικής Αραβίας, ο στόχος της μπιενάλε είναι να προωθήσει τις πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των τοπικών και διεθνών καλλιτεχνικών κοινοτήτων, να καθιερώσουν την Σαουδική Αραβία ως σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, και να προβάλλει καλλιτέχνες που παλαιότερα υποεκπροσωπούνταν προάγοντας την ευαισθητοποίηση του εγχώριου και του διεθνούς κοινού.


Η μπιενάλε στεγάζεται στη γειτονιά JAX, μια πρώην βιομηχανική περιοχή, όπου αχανείς αποθήκες έχουν μετατραπεί σε στούντιο καλλιτεχνών που νοικιάζονται σε εγχώριους δημιουργούς και χώρους που φιλοξενούν διάφορες καλλιτεχνικές και δημιουργικές εκδηλώσεις. Η μπιενάλε εντάσσεται στο ευρύτερο πλάνο με άξονα το 2030 για τη Diriyah, ένα προάστιο του Ριάντ, όπου με επίκεντρο το At-Turaif, τα κατάλοιπα της πρώτης κατοικίας του Οίκου Αλ Σαούντ και ιδρυτική πρωτεύουσα του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας (μνημείο της UNESCO), ένα φρούριο από τούβλο και λάσπη αποκατεστημένο πριν λίγα χρόνια, σχεδιάζεται μια πόλη - θεματικό πάρκο τέχνης, παράδοσης και πολιτιστικής κληρονομιάς, στο μέγεθος της Γενεύης, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων 38 ξενοδοχεία, το πρώτο από τα οποία ετοιμάζεται να ανοίξει σύντομα, 20.000 κατοικίες, 9 μουσεία, 16 σχολεία, 31 τζαμιά, 8 δημόσια πάρκα, 4 σταθμούς μετρό, θα στεγάζει 100.000 κατοίκους και προετοιμάζεται για να υποδεχθεί 50 εκατομμύρια επισκέπτες το 2030.

Στον αρχαιολογικό χώρο του At-Turaif και τα μουσεία που στεγάζονται εντός του (μεταξύ άλλων για την ιστορία του χώρου και τα αραβικά άλογα, κυρίως με αντίγραφα κειμηλίων), σε υποδέχεται η Bujairi Terrace Ad Diriyah, ένα είδος υπαίθριου mall που περιλαμβάνει εστιατόρια διεθνούς κύρους όπως το "Hakkasan", μαζί με πρεσβευτές της haute τοπικής γαστρονομίας όπως το "Maiz", boutique με πολυτελείς χειροποίητες δημιουργίες, περίπτερο με τα coffee table books της "Assouline", καρουζέλ και τσαγερί. Σύμφωνα με τους οραματιστές της, η Diriyah θα αποτελεί ένα ορόσημο βιωσιμότητας, υλοποιώντας πρωτοβουλίες που επικεντρώνονται στην εξοικονόμηση νερού, την ενεργειακή απόδοση, την ευεξία, τη διατήρηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς και την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, ενώ θα είναι 100% περπατήσιμη, προωθώντας έναν υγιή πληθυσμό.
Επισκέψιμο κυρίως τις απογευματινές και βραδινές ώρες, όπως και τα περισσότερα αξιοθέατα στο Ριάντ ειδικά αυτή την εποχή λόγω της ζέστης, το At-Turaif προσφέρει μια γοητευτική περιήγηση στην ιστορία, χωρίς να είναι βέβαια απόλυτα εμφανής η διάκριση ανάμεσα στα πραγματικά κατάλοιπα του παρελθόντος και στα ανακατασκευασμένα κτίσματα.


"Μετά τη βροχή"
Απλωμένη σε μια αχανή βιομηχανική έκταση 12.900 τ..μ. και τον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο, η έκθεση διαρθρώνεται σε 6 ενότητες φέρνοντας μαζί 177 έργα 100 καταξιωμένων και ανερχόμενων καλλιτεχνών από διαφορετικές γενιές και χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, των χωρών του Κόλπου και της Ανατολικής Ασίας. Χωρίς να λείπουν οι μνημειακές εγκαταστάσεις και τα έργα που πατούν σε παραδοσιακές τεχνικές χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά, τάσεις που κυριαρχούν στις μπιενάλε και τις φουάρ διεθνώς, τα ερευνητικά έργα και γενικότερα η ανάδειξη της έρευνας ως αυτόνομο κομμάτι της έκθεσης, το ενδιαφέρον για το ντοκουμέντο και το αρχείο, η έντονη παρουσία της φωτογραφίας και τα διεπιστημονικά projects που έχουν προκύψει από συνεργασίες καλλιτεχνών με αρχιτέκτονες, τεχνίτες, αγρότες, βοτανολόγους, βιολόγους και άλλους επιστήμονες αποτελούν τον κορμό της μπιενάλε "Μετά τη βροχή". Προσφέροντας μια αναζωογονητική ματιά στις τρέχουσες τάσεις της τέχνης, όπως η χειροτεχνία και η γνώση των αυτοχθόνων, τοποθετώντας τες σε ένα πιο ιστορικό και ερευνητικό συγκείμενο και χωρίς την αγωνία να επιβάλει μια "μεγάλη" αφήγηση - κανόνα.

Καθοριστική σημασία ως προς αυτό έχει η ενότητα "Modern Lageacies and Geopoetics", που συστήνει πρωτοπόρες.ους εικαστικούς του Αραβικού Κόσμου που έδρασαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60-70 συνομιλώντας με τις διεθνείς πρωτοπορίες, στην οποία θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω, και η ενότητα "Research and Search", η οποία προσομοιάζει σε ένα co-working space ή ανοιχτό ατελιέ, όπου παρουσιάζεται σε ξεχωριστά τραπέζια ο τρόπος έρευνας διαφορετικών καλλιτεχνών που χρησιμοποίησαν μεθόδους όπως χαρτογράφηση, συνεντεύξεις, έρευνα σε αρχεία είτε για έργα που βλέπουμε αλλού στην έκθεση είτε για έργα που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για την online πλατφόρμα "Learning Garden". Για παράδειγμα, το αρχιτεκτονικό στούντιο Bahraini-Danish, μια συνεργασία αρχιτεκτόνων που ζουν στο Μπαχρέιν και την Κοπεγχάγη και κατάγονται και από τις δύο περιοχές αντίστοιχα, καταπιάνεται με τη συνήθεια των Σαουδαράβων μηχανικών στις πετρελαιοπηγές να παίρνουν τις οικογένειές τους και να συλλέγουν θραύσματα κεραμικών κοντά σε παλιές περιοχές ανασκαφών, συνδέοντάς την, όπως και την κεραμική τέχνη των πολιτισμών της εποχής του χαλκού στον αραβικό Κόλπο, με τη σημερινή χρήση του πηλού από τους καλλιτέχνες ("Surface Finds").

Η δυσκολία συντήρησης των παραδοσιακών Αφρικανικών κτιρίων από λάσπη που καταγράφει ο φακός του Βρετανού James Morris στη σειρά "Butabu" αλλα και η πολυπλοκότητα της κατασκευής τους, η οποία δεν αποδίδεται σε ανώνυμους αρχιτέκτονες, όπως συχνά συμβαίνει με τα παραδοσιακά κτίρια, η επείγουσα ανάγκη της "αρχειοθέτησης" του παρόντος που εκφράζει ο Λιβανέζος Vikram Divecha ("Wall Extract: Riyadh") ενεργοποιώντας και ενίοτε συλλέγοντας τοίχους κτιρίων που κατεδαφίζονται διερωτώμενος πώς μπορούν να μεταμορφωθούν σε κοινωνικά αντικείμενα που φέρουν μια εναλλακτική, συμπεριληπτική πολιτιστική ιστορία, αλλά και η αντίληψη της ερήμου όχι ως άδειος χώρος που περιμένει να αξιοποιηθεί ή να κατακτηθεί αλλά αναλύοντας τις τρέχουσες χρήσεις της (από τις φάρμες καμήλας ως τις βιομηχανίες πρώτων υλών) και το οικοσύστημά της από την Aseel Alyaqoub ("The Secret Lake”/ "Desert as Method/ Art Practice as Research”) από το Κουβέιτ είναι μερικά έργα που προβληματικοποιούν τόσο τις τοπικές όσο και στις παγκοσμιοποιημένες αφηγήσεις για το τοπίο, την ιστορία και την πρόοδο με το βλέμμα στις μεταμορφώσεις του μέλλοντος αλλά και στους πολέμους της εποχής μας.

Η Azra Akšamija (γεν. Σεράγεβο, ζει στις ΗΠΑ) εστιάζει στο ύφασμα bisht που φτιάχνεται στη Σαουδική Αραβία από μαλλί κατσίκας και τρίχες καμήλας και προφυλάσει από τις ακραίες καιρικές συνθήκες της ερήμου για να κατασκευάσει ένα διάτρητο υφασμάτινο στέγαστρο στον εξωτερικό χώρο της Μπιενάλε που προφυλάσσει από τον ήλιο και δημιουργεί την ψευδαίσθηση ψηφιδωτού δαπέδου μέσω της φωτοσκίασης. Το έργο δημιουργήθηκε ανακυκλώνοντας κουβέρτες προσφύγων και περισσεύματα από την προηγούμενη μπιενάλε, ενώ ό,τι περίσσεψε θα δωρηθεί εκ νέου σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Δουλεύοντας με τοπικούς βοτανολόγους η εικαστικός ενσωμάτωσε στο ύφασμα βότανα της ερήμου και μπαχαρικά με σκοπό να αναδίδει ένα ανεπαίσθητο άρωμα, μια πρακτική που έχει χρησιμοποιηθεί και αλλού στην έκθεση, με τη μυρωδιά να αποτελεί ένα από τα εργαλεία της. Μάλιστα, η ερευνήτρια αρωμάτων και εικαστικός Sissel Tolaas που ζει στο Βερολίνο, όπου έχει ιδρύσει το SMELL RE_searchLab Berlin, μια από τις μεγαλύτερες πηγές τεχνητών αρωμάτων στον κόσμο, δουλεύοντας στην κατεύθυνση της "αποπλαισιοποίησης της μυρωδιάς”, δηλαδή στην αναπαραγωγή των μορίων που συνδέονται με ένα άρωμα εκτός του συνηθισμένου πλαισίου τους προκαλώντας τα όρια ανάμεσα στις "ωραίες” και "άσχημες” μυρωδιές, κλήθηκε να δημιουργήσει ένα άρωμα για την έκθεση εμπνευσμένο από τη μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, το οποίο διαχέεται στο χώρο, ενώ η έρευνα παρουσιάζεται αναλυτικά σε ένα υπαίθριο χώρο χαλάρωσης.

Πόσο zero waste μπορεί να είναι μια μπιενάλε;
Η ίδια η καλλιτεχνική διευθύντρια Ute Meta Bauer μας μίλησε για την υιοθέτηση επιλογών που λαμβάνουν υπόψη τη βιωσιμότητα και τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος στις επιλογές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της δημιουργίας των έργων, υιοθετώντας, για παράδειγμα, κατά κύριο λόγο ενιαίους ανοιχτούς χώρους χωρίς τοίχους, "από τους οποίους ούτως ή άλλως έχουμε αρκετούς να μας περιβάλλουν στην εποχή μας", έτσι ώστε να μην παράγονται όσο γίνεται εκθεσιακά απόβλητα. Η αναζήτηση βιώσιμων λύσεων στο πιεστικό τοπίο που βιώνει ο πλανήτης και διαφορετικές κοινωνίες αποτέλεσε το σημείο εστίασης διαφορετικών έργων που συνδυάζουν με ποικίλους τρόπους, είτε πιο εφαρμοσμένους και ρεαλιστικούς είτε πιο συμβολικούς και μυθοπλαστικούς την επιτόπια έρευνα και καταγραφή με την καλλιτεχνική αφήγηση.

Η υπαίθρια εγκατάσταση-τοίχος "Glass to Stone" της Anne Holtrop που ζει μεταξύ Ολλανδίας και Μπαχρέιν, παράλληλα με τις αισθητικές δυνατότητες του επαναχρησιμοποιούμενου γυαλιού, διερευνά την επανάχρηση αποβλήτων γυαλιού ως μέσο ενίσχυσης της βιωσιμότητας μέσω της εξέλιξης στην τεχνολογία του γυαλιού, ένα υλικό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατασκευαστική βιομηχανία της Σαουδικής Αραβίας λόγω της αφθονίας ψιλής άμμου. Στην εμβυθιστική ηχητική της performance "Call from the Edge: Under Water”, αποτέλεσμα υποθαλάσσιων ηχογραφήσεων στους κοραλλιογενείς υφάλους της Ερυθράς Θάλασσας, η Νορβηγίδας Jana Winderen, η πρώτη artist in residence της Coral Research & Development Acceleration Platform στο King Abdullah University of Science and Technology, επισύρει την προσοχή μας στις φωνές των κατοίκων αυτών των σπάνιας βιοποικιλότητας και σημασίας θαλάσσιων δασών και στο πώς οι ανθρωπογενείς ήχοι επηρεάζουν την ικανότητα τους να επικοινωνούν, να κυνηγούν και να προσανατολίζονται.

Ο ποιητικός ακτιβισμός συλλογικοτήτων που δρουν σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και μια διαφορετική ματιά στην κοινωνική δράση διέπει μια σειρά έργα που ανοίγουν διάλογο και με ζητήματα και πρακτικές που διερευνούνται και σε καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά projects στις ελληνικές πόλεις και την περιφέρεια. Όπως η ταινία "{if your bait can sing the wild one will come}Like Shadows Through Leaves” του The Migrant Ecologies Project από τη Σιγκαπούρη που διηγείται την προσπάθεια της ομάδας να επανασυνθέσει ό,τι έχει απομείνει (μέσα από εικόνες από birdwatching groups, μνήμες κατοίκων, ηχητικές καταγραφές, συνεντεύξεις με ακτιβιστές αλλά και ποιήματα) από την πλούσια παρουσία πάνω από 100 ειδών πτηνών σε ένα πρωτοπόρο οικιστικό συγκρότημα που έχει εκκενωθεί προκειμένου να κατεδαφιστεί. 'Ή η βραβευμένη δουλειά των Alexander Eriksson Furunes & Sudar Khadka που από το ξαναχτίσιμο της πληγμένης από τυφώνα πόλης του Tacloban στις Φιλιππίνες πριν 10 χρόνια συνεχίζουν να διερευνούν συλλογικές μορφές αρχιτεκτονικής που απομυθοποιούν τον σχεδιασμό και προκρίνουν την ενσωμάτωση αξίας στο ίδιο το χτισμένο αντικείμενο, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ μέσω αρχείων ("To Lift Together: Mutual Support and Collective Action”).

Ιστορίες αποικιοκρατίας, αποκλεισμού και επούλωσης
Μια διαφορετική ματιά στην κληρονομιά της αποικιοκρατίας στην Αφρική προσφέρει ο φακός του Sammy Baloji ("Aequare: the Future that Never Was”) καθώς διατρέχει το Εθνικό Ινστιτούτο Αγρονομικής Έρευνας του Βελγικού Κογκό που ιδρύθηκε το 1933 για να εκπονήσει επιστημονική έρευνα με στόχο τον εκσυγχρονισμό των αυτόχθονων γεωργικών πρακτικών ή όπως ακούμε στην εκφώνηση, να εξημερώσει τη γη και τους κατοίκους της παρουσιάζοντάς το ως ανθρωπιστική υπηρεσία. Τα προπαγανδιστικά φιλμάκια αρχείου αντιπαραβάλλονται με το travelling στις ρημαγμένες εγκαταστάσεις, όπου η οργιώδης φύσης μαζί με τα έντομα, τα ψάρια και τους κατοίκους έχει πάρει ξανά τον έλεγχο, κάνοντας τις όποιες βεβαιότητες για αντίστοιχα σημερινά σενάρια προόδου να λιμνάζουν.

Πιο φουτουριστικό, με το ντοκιμαντέρ να συναντά την αισθητική των ταινιών επιστημονικής φαντασίας, αν και αντίστοιχα δυστοπικό, το ταξίδι στις εσχατιές της νοτιοδυτικής Κίνας, στο οποίο μας οδηγεί το βίντεο-δοκίμιο "Bitcoin Mining and Field Recordings of Ethnic Minorities” του Liu Chuang δίνοντας εικόνα και τοποθεσία σε συχνά υπόγειες διεργασίες κυβερνητικής. Εκεί όπου άκμαζαν πριν λίγα χρόνια τα διεθνή εργοστάσια εξόρυξης κρυπτονομισμάτων πριν απαγορευτούν από την κυβέρνηση, και τεράστια υδροηλεκτρικά φράγματα κατασκευάζονται ερήμην των τοπικών πληθυσμών, συνήθως οικονομικά και πολιτικά αποκλεισμένων εθνικών μειονοτήτων με πλούσιο πολιτιστικό και γλωσσικό υπόβαθρο. Τα φιλμ αυτά αποτελούν μέρος μιας ενδιαφέρουσας συλλογής έντεκα καλλιτεχνών που παρουσιάζονται στο αμφιθέατρο-Black Box της έκθεσης.

"Το υλικό είναι το συγκείμενο" ακούσαμε στην ενδιαφέρουσα συζήτηση "Γνώση των υλικών και Πνευματική ευφυΐα", που συνδεόταν με την αντίστοιχη ενότητα της έκθεσης, με αναφορά στο ποιός έχει πρόσβαση σε ποιά υλικά, και, μπορούμε να προσθέσουμε εμείς, σε ποιές επιστημολογίες και μεθοδολογίες. Η κατασκευαστική παράδοση, οι τελετουργίες, τα αρώματα, τα φυσικά υλικά κυριαρχούν, παράλληλα με τα ερευνητικά projects, στα έργα των καλλιτέχνιδων από τις χώρες του Κόλπου που εκπροσωπούνται στην έκθεση, γεμίζοντας με μεγάλες εγκαταστάσεις τους αχανείς εργοστασιακούς χώρους που όσο προχωράμε προς τις τελευταίες αίθουσες βυθίζονται στο σκοτάδι. Περπατώντας γύρω από την τουβλοειδή κατασκευή "Now That I’ve Lost You in My Dreams, Where Do We Meet?” της ανερχόμενης Σαουδαράβισσας εικαστικού Sara Abdu εισπνέεις τα αρώματα καμφοράς και σαπουνιού με τα οποία καθαρίζουν τα σώματα των νεκρών πριν την ταφή, αρώματα ταυτισμένα κατ’ αυτήν με τη θεραπεία, σε μια εγκατάσταση που οι σειριακότητα των δομών και των χαραγμένων σε αυτές λέξεων λειτουργεί ως μάντρα για την απώλεια. Αντίστοιχα, η συμπατριώτισσά της Reem Al Nasser εναποθέτει σε μια μεγάλη μπλε μεταλλική κατασκευή που εμπνέεται από τα παραδοσιακά παράθυρα της Abha, πεταμένα κλαδιά αρκεύθου από τα βουνά της επαρχίας Aseer, με αναφορά στις φωτιές που έπληξαν τον εθνικό δρυμό Al Jarrah το 2021 ως ένα μνημείο συλλογικού πένθους αλλά και προβληματισμού για μια μεταλλασσόμενη οικολογία ("Blue Windows”).

Κατασκευάζοντας αρχεία που έχουν σημασία
Δύο από τα πιο ενδιαφέροντα έργα έρχονται από τη Μαλαισία συνθέτοντας διαφορετικού τύπου μωσαϊκά του κοινωνικού και περιβαλλοντικού ιστού της. Το εκτενές φωτογραφικό αρχείο 260 καθιστικών σπιτιών (χωρίς τους κατοίκους τους) στη Δυτική Μαλαισία ("Dalaam”), είναι ο τρόπος της Simryn Gill να μιλήσει για μια πολυεθνική κοινωνία σε αναζήτηση μιας in progress συλλογικής εθνικής ταυτότητας αλλά και να θέσει το ερώτημα του αν, στο πλαίσιο της φωτογραφικής διαδικασίας, "ένα μεγάλο σύνολο μας λέει περισσότερα ή λιγότερα; Μας λέει περισσότερα αληθινά;” Ένα διαφορετικό επιτοίχιο αρχείο ιστοριών και υλικών συνθέτει η Shooshie Sulaiman που ζει μεταξύ Μαλαισίας και Ιαπωνίας ("Lore of Equator #2”) παρουσιάζοντας μικρές γλυπτικές και ζωγραφικές χειρονομίες, είδη λαϊκής τέχνης, έτοιμα υλικά και παραλλαγμένους χάρτες που αναφέρονται στον Ισημερινό διερευνώντας ιστορικές και σύγχρονες κληρονομιές και συνηγορώντας υπέρ μιας "Αυτόχθονης Στάσης” που πάει πέρα από την καπιταλιστική απληστία και μας διδάσκει μια σύνδεση με όσα μας περιβάλλουν - βλάστηση, θάλασσα, ουρανό.

Βασισμένα σε προσωπικές φωτογραφίες και ιστορικά αρχεία, και "ξεγυρισμένα” σε ουδέτερο μπλε φόντο, τα επιδραστικά ζωγραφικά πορτρέτα σε φυσικό μέγεθος της Πολωνής Malgorzata Mirga-Tas αποδίδουν τον δέοντα σεβασμό σε διαφορετικά Ρομά υποκείμενα που μετοίκησαν σε μια γειτονιά της ανατολικής Κρακοβίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο πλαίσιο ενός σοσιαλιστικού προγράμματος στέγασης εργατικών πληθυσμών, είτε πρόκειται για έναν μάγειρα εστιατορίου ή για έναν γνωστό βιολιστή, σε μια επουλωτική, αντι–ρατσιστική χειρονομία.

Αντίστοιχα, ένα χώρο μνήμης και θε1ραπείας με αναφορές στην ιστορία των προγόνων της, στήνει η Κουβανεζικης καταγωγής Maria Magdalena Campos-Pons με δύο μεγάλα πορτρέτα ενός άνδρα και μιας γυναίκας που έζησαν τη διαδρομή της σκλαβιάς από τη Δυτική Αφρική στην Αμερική ("Liminal Circularity”), τα οποία σπάνε σε τρεις καμβάδες το καθένα και περιβάλλονται από συμβολικά Αφρο-Καραϊβικά λατρευτικά μοτίβα της θρησκείας Yoruba, ενώ δυο διάφανα πλαστικά ομοιώματα σκαμπό που χητεύτηκαν με βάση ένα αντίστοιχο ξύλινο οικογενειακό κειμήλιο που περνά από γενιά σε γενιά, στέκονται μπροστά τους ενσαρκώνοντας ένα διττό χώρο απουσίας - παρουσίας.

Δύο από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της έκθεσης, επιχειρούν φιλμικές έρευνες - εναλλακτικές βιογραφίες δύο διαφορετικών καλλιτεχνών και ταυτόχρονα travelling στην περίπλοκη ιστορία σημείων του Αραβικού κόσμου, επιβεβαιώνοντας την ιδιαιτερότητα κάθε περίπτωσης που φυσικά δεν χωράει σε εύκολες αναπαραστάσεις. Το πειραματικό βίντεο-δοκίμιο "Of all the gin joints in all the towns in all the world” της Γερμανίδας Ines Weizman, ιδρυτικής διευθύντριας του Centre for Documentary Architecture, αναζητά τα ίχνη της διάσημης Αφρικανοαμερικανίδας και Γαλλίδας χορεύτριας και τραγουδίστριας Josephine Baker, από το Αλγέρι και την Καζαμπλάνκα ως τη Δαμασκό και τη Χάιφα, όπου ταξίδεψε με τη διπλή ιδιότητα της καλλιτέχνιδας και της κατασκόπου από το 1941 ως το 1943. Ελλείψει ντοκουμέντων από την παρουσία της στην περιοχή η Weizman ανασυνθέτει την πορεία της μέσω φωτογραφιών τοποθεσιών από αρχεία και ορισμένες σύγχρονες λήψεις, από βομβαρδισμένους αρχαιολογικούς χώρους μέχρι λόμπι αριστοκρατικών ξενοδοχείων, σε μια ενδελεχή έρευνα που προσφέρει τροφή για σκέψη πάνω και στη σχέση αρχιτεκτονικής, αποικιοκρατίας και φασισμού.

Η ταινία "Iraq’s Invisible Beauty” των Jurgen Buedts και Sahim Omar Kalifa είναι ένα πορτρέτο του Latif al-Ani (1932-2021), γνωστού ως ο πατέρας της Ιρακινής φωτογραφίας, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του το 1950 καταγράφοντας την εξέλιξη του σύγχρονου Ιράκ για το περιοδικό της Ιρακινής Εταιρείας Πετρελαίου και μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, όταν και διεύθυνε το φωτογραφικό τμήμα του Ιρακινού Πρακτορείου Ειδήσεων απαθανάτισε διαφορές πτυχές της χώρας, της πολιτιστικής κληρονομιάς και των ανθρώπων της σταματώντας να φωτογραφίζει όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Σαντάμ Χουσεΐν, έχοντας χάσει την αισιοδοξία του για το μέλλον της χώρας. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του σε μεγάλη ηλικία για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, στην οποία και έζησε μέχρι το θάνατό του, επισκέπτεται ξανά πληγωμένες περιοχές της, ιδιαίτερα στη Μοσούλ, αναζητά τους τόπους ορισμένων από τις 2000 από τις 200.000 φωτογραφίες του που έχουν επιβιώσει, μιλά με τους ανθρώπους, απαντά σε δύσκολες ερωτήσεις και παραδίδει ένα συγκινητικό όσο και αποκαλυπτικό προσωπικό πορτρέτο της χώρας του.
Η ταινία παρουσιάστηκε στο κλείσιμο της έκθεσης, στον χώρο δημοσίων δράσεων συνοδεία ποπ κορν, από το Red Sea Film Foundation, ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό ίδρυμα που εδρεύει στη Τζέντα, οργανώνει το ομώνυμο κινηματογραφικό φεστιβάλ και έχει ως στόχο να προάγει την κινηματογραφική παιδεία στη χώρα και να υποστηρίξει τους κινηματογραφιστές. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος ήταν απαγορευμένος στη χώρα για 35 χρόνια και τα πρώτα σινεμά ξανάνοιξαν το 2018 από τον Πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στο Βασίλειο μέσω της ψυχαγωγίας, ενώ μέχρι το 2030 υπολογίζονται να έχουν εγκαινιαστεί 2600 μεγάλες οθόνες σύμφωνα με το Arab News.
Πιο σίγουρα για τον εαυτό τους και, κατ’ επέκταση πιο περιγραφικά και αναμενόμενα, τα φωτογραφικά πορτρέτα γυναικών από το Ριαντ που απαθανατίζει η Γερμανίδα Christine Fenz, γνωστή για τις μακροχρόνιες φωτογραφικές έρευνές της σε τόπους που ζουν διαδικασίες μετάβασης, από την Σαγκάη που ετοιμαζόταν για την Expo του 2009 ως το Ανατολικό Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους. Οι "Γυναίκες του Ριαντ”, έργο-παραγγελία της Μπιενάλε, μας κοιτάζουν με αυτοπεποίθηση, χωρίς ή με μαντήλες, από διαφορετικά σημεία της πόλης, σε φυσικό μέγεθος, όπως και όπου οι ίδιες επέλεξαν να ποζάρουν, μοιάζουν όμως περισσότερο με διαφήμιση μιας χώρας που εκσυγχρονίζεται, με την οποία δεν μπορούμε να συνδεθούμε περισσότερο απ’ ότι με τις έτοιμες προσλαμβάνουσες με τις οποίες φτάνουμε εδώ έχοντας διαβάσει τις ταξιδιωτικές οδηγίες και συχνά διαψεύδονται.
Η μπιενάλε ως κοινωνικός χώρος συνεύρεσης
47 έργα της έκθεσης αποτελούν αναθέσεις ή αναπαραγωγές με στόχο να συνδεθεί πιο έντονα με το τοπικό συγκείμενο. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στο να αποτελέσει η Μπιενάλε σημείο συνάντησης, δημόσιο χώρο και προορισμό για οικογενειακές και φιλικές έξοδους, στόχος ο οποίος σύμφωνα με τους διοργανωτές επιτεύχθη, εξού και αρκετά έργα πατούν στην παράδοση της σχεσιακής τέχνης και δημιουργούν χώρους συνεύρεσης που ενεργοποιήθηκαν και στο πλαίσιο διαφορετικών εκδηλώσεων και περφόρμανς, από το μπαρ Njokobok Bar της ομώνυμης ομάδας που έχει δημιουργήσει κοινωνικούς χώρους-εστιατόρια από τη Σλοβενία και τη Σενεγάλη ως το Όσλο, όπου μπορείς να τονωθείς με ένα δωρεάν σφηνάκι χυμού με τζίντερ και κουρκουμά ή με ένα τσάι μέντας από την τοπική φάρμα Alzahrani, μέχρι τον κήπο-εστιατόριο της μπαγκλαντεσιανής ομάδας Britto Arts Trust "Palan & Pakghor (The Kitchen Garden & The Social Kitchen) που φιλοξένησε τα μαγειρέματα διαφορετικών κοινοτήτων προσφέροντας δροσιά, φαγητό και χώρο για κουβέντα.

Οι συντελεστές της έκθεσης που δεν ήταν ντόπιοι μας μίλησαν για την πρωτοφανή γι' αυτούς εικόνα της μεταμεσονύκτιας συρροής οικογενειών με παιδιά την περίοδο του ραμαζανιού, αλλά και τη συνεχή παρουσία σχολείων (8000 παιδιά από 200 σχολεία την επισκέφτηκαν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων) και νεαρού κοινού. Η καλλιτεχνική διευθύντρια, ξεναγώντας μας στην έκθεση, στάθηκε στο νεαρό της ηλικίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας, αλλά και στους νέους που επιστρέφουν στη χώρα έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό και στη δυνατότητα που έχει η τέχνη και ο πολιτισμός ως γλώσσες ικανές να εκφράσουν τις αποχρώσεις και τη δυναμική της κινούμενης άμμου στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα βιώνοντας μια επιταχυνόμενη πορεία κοινωνικού και πολιτιστικού μετασχηματισμού. "Ο καθένας έχει τη δική του οπτική για τη Σαουδική Αραβία οπότε καλό είναι να έρθεις να τη δεις από κοντά". Επίσης, στάθηκε στη σημασία που είχαν οι συνέργειες και η επικοινωνία επαγγελματιών και θεσμών από άλλες χώρες με τους τοπικούς, συνεργασίες που σε διάφορες περιπτώσεις θα συνεχιστούν και μετά το πέρας της Μπιενάλε, αλλά και στο ρίσκο του να παρουσιαστούν έργα, ειδικά επιτελεστικά, που δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πως θα τα δεχθεί το κοινό, το οποίο αποδείχθηκε φιλοπερίεργο, ανοιχτό και με διάθεση να συνδεθεί με αυτό που έβλεπε και βιώνε.


Στη διάρκεια της Μπιενάλε έγιναν διάφορες περφόρμανς και εκπαιδευτικά προγράμματα, με επίκεντρο έργα-εγκαταστάσεις όπως το "The Tree of Life / How Do We Read Signs We Cannot Understand?” των Mona Vatamanu και Florin Tudor από τη Ρουμανία, ένα είδος "σχολείου κάτω από ένα δέντρο” που είχε στηθεί προς το τέλος της έκθεσης, καλώντας μας να καθίσουμε στα κιλίμια αναβιώνοντας την παράδοση των majlis, των χώρων συνεύρεσης ανά τον αραβικό κόσμο, όπου και φιλοξενήθηκαν διάφορες συζητήσεις. Πάντως, ενας από τους πιο φιλόξενους και χαλαρωτικούς χώρους στην έκθεση, όπου μπορούσες να πάρεις μια απόσταση και να σκεφτείς πάνω στα όσα είχες δει, όσο οι συνθήκες θέασης μιας μπιενάλε επιτρέπουν κάτι τέτοιο, ήταν το Shamalat, το μόνο off-site project της Μπιενάλε, το οποίο φιλοξενούνταν στο ομώνυμο μικρό πολιτιστικό κέντρο-καφέ που έχει δημιουργήσει η αναγνωρισμένη καλλιτέχνις Maha Malluh που κατάγεται από τη Τζέντα σε συνεργασία με τους Syn Architects, ένα εγχώριο γραφείο που ειδικεύεται στον οικολογικά ευαίσθητο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ασκεί κριτική στην εξάλειψη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στο Ριάντ και ασχολείται συστηματικά με την καταγραφή της μοντερνιστικής και μεταμοντέρνας κτιριακής κληρονομιάς.


Στο "Shamalat: An Architecture of Continuity”, με επίκεντρο δύο παλιά κτίρια από χώμα, τα οποία έχουν ανακαινιστεί κάνοντας ορατή την ιστορία τους αλλά και τις σύγχρονες παρεμβάσεις, παρουσιάζεται μια έκθεση αφιερωμένη στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τη διατήρησή της σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη τάση της "ασυνέχειας” που παρατηρείται στις ανακαινίσεις ιστορικών κτιρίων ανακατασκευάζοντας το υποτιθέμενα πρωτότυπο. Στο πεζοδρόμιο έξω από το κτίριο, μπροστά από το φιλικότατο καφέ, μέρος του κέντρου, στο πλαίσιο της Μπιενάλε η Πακιστανή Mariah Lookman έχει δημιουργήσει μια διαδρομή νερού - νησίδα πρασίνου τοπικών ενδημικών φυτών, δουλεύοντας με τους ντόπιους αγρότες (ένα έργο που θα παραμείνει και μετά το πέρας της έκθεσης), ενώ ένας χάρτης και ένα audio guide μας καλεί να περπατήσουμε στη γειτονιά ή να καθίσουμε απολαμβάνοντας έναν αραβικό καφέ με κάρδαμο και σαφράν και να χαθούμε στα ταξίδια των μπαχαρικών, τις ναυτικές και αποικιοκρατικές ιστορίες και τις πορείες των καραβανιών μες στους αιώνες, όπως τις συνέλλεξε ταξιδεύοντας τη Σαουδική Αραβία, σε μια ποιητική, ολιστική εμπειρία γνώσης και αποκατάστασης.;A


Οι μοντερνισμοί του Αραβικού κόσμου και το άλγος του αρχείου
Περπατώντας στα πέριξ του Shamalat, το οποίο βρίσκεται στη Diriyah, λίγα χιλιόμετρα από την καλλιτεχνική γειτονιά JAX και τις εγκαταστάσεις της Μπιενάλε, όπου παλιά σπίτια συνυπάρχουν με εργοτάξια που υπόσχονται καλλιτεχνικά studio Coming Soon, αλλά και βλέποντας τη δουλειά των Syn Architects έχοντας πάρει πρώτα μια γεύση από την επίσημη φιλοσοφία αποκατάστασης αρχαιολογικών χώρων στο Ριαντ, όπου δύσκολα αναγνωρίζεται τι είναι αυθεντικό και τι προσθήκη, αντιλαμβάνεσαι ότι το πεδίο του γραψίματος της ιστορίας και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω του τουρισμού και του πολιτισμού είναι αυτή τη στιγμή ιδιαίτερα σημαντική περιοχή όπου διασταυρώνονται διαφορετικές πολιτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι όσο η χώρα στρέφεται δυναμικά στο μέλλον με διάφορα mega στρατηγικά σχέδια και άνοιγμα σε νέες αγορές και τομείς με ορίζοντα το 2030, μεγαλώνει και το ενδιαφέρον για το παρελθόν είτε αυτό που χωράει είτε αυτό που διαγράφεται ή διαφεύγει της επίσημης αφήγησης.

Ειδικότερα στον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης διακρίναμε ένα "άλγος για το αρχείο” που έχει παρατηρηθεί παλιότερα σε άλλες καλλιτεχνικές σκηνές που βρίσκονταν σε διαδικασία μετάβασης, όπως χαρακτηριστικά στην μετά-κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη. Στη συζήτηση "Σύγχρονα κληροδοτήματα και γεωποιητικές” που εμπνέεται από τη σχετική ενότητα της έκθεσης, η καταξιωμένη επιμελήτρια, σύμβουλος τέχνης, με συμμετοχή σε διάφορους θεσμούς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Μουσείων της Σαουδικής Αραβίας Raneem Zaki Farsi μίλησε για τις δυσκολίες καταγραφής της πρόσφατης ιστορίας της τέχνης στην περιοχή και τη δουλειά που απαιτείται για να εντοπιστούν οι κληρονόμοι σημαντικών καλλιτεχνών και να δεχθούν να συνεργαστούν προς ανάδειξη του έργου τους, την έμφαση στις προσωπικές επαφές και τη διαφορά από χώρες όπου υπάρχουν εκτενή αρχεία και βιβλιοθήκες.
Η 84χρονη ζωγράφος, ακτιβίστρια και προστάτιδα των τεχνών Hind Nasser από την Ιορδανία, η οποία συμμετέχει και στην έκθεση με μια σειρά αφαιρετικά έργα ζωγραφικής που εμπνέονται από τα τοπία της χώρας της, διαρκώς παρούσα τόσο στο πάνελ όσο και στα διάφορα events των ημερών του κλεισίματος, μίλησε για τη διαρκή καταγραφή της δουλειάς της μέσω πολαρόιντ και σλάιντς, στην οποία την είχε μυήσει η μέντοράς της Τουρκάλα Fahrelnissa Zeid.

Στην ίδια ενότητα της έκθεσης αίσθηση κάνει το εκτενές αρχείο σχεδίων της επίσης 84χρονης Safeya Binzagr από τη Σαουδική Αραβία που επέστρεψε στη χώρα καταγωγής μετά από σπουδές στο Central Saint Martins στο Λονδίνο τη δεκαετία του ‘60 και βιώνοντας τη ραγδαία αλλαγή της χώρας της επιδόθηκε στην καταγραφή των όσων χάνονταν, εθίμων, φορεσιών, καθημερινών τελετουργιών. Στην Μπιενάλε παρουσιάζεται η σειρά "Turathuna” (Our Tradition), 39 φωτογραβούρες παραδοσιακών κοστουμιών από διαφορετικές περιοχές της χώρας. Μάλιστα, η Binzagr, πρωτοπόρος της σκηνής της Σαουδικής Αραβίας της δεκαετίας του ‘70 ήταν από τις πρώτες γυναίκες που έκαναν έκθεση στη χώρα σε μια εποχή που δεν υπήρχαν εμπορικές γκαλερί και έχει μια σπάνια συλλογή παραδοσιακών ρούχων και κοσμημάτων τα οποία εκθέτει μαζί με τα έργα της στο Darat Safeya Binzagr, ένα μουσείο, καλλιτεχνική σχολή και χώρο συνεύρεσης καλλιτεχνών που έχει ιδρύσει στη Τζέντα από το 1995.

Αντίστοιχα, τα υφασμάτινα κολάζ-πάτσγουορκ της Nabila Al Bassam, καλλιτέχνιδα της μεταπολεμικής γενιάς της Σαουδικής Αραβίας, με καταγωγή από την Ινδία και σπουδές στη Βυρητό, βασισμένα σε πολυετή έρευνα και συνεντεύξεις με παραδοσιακές τεχνίτριες - υφάντρες από το 1979 που πήγε να ζήσει στη Σαουδική Αραβία, όπου και ίδρυσε την Arab Heritage Gallery στο Al Khobar, εκθεσιακό χώρο και αρχειοθήκη μοντέρνων και σύγχρονων έργων με αντίστοιχη στόχευση, καταγράφουν την τοπική αρχιτεκτονική και υφαντική παράδοση μπολιάζοντάς την με τα μοντερνιστικά ιδεώδη.

Γενικά η ενότητα "Modern Legacies and Geopoetics" πετυχαίνει να μας συστήσει τον κοσμοπολιτισμό της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας των δεκαετιών ‘60-’70 στη Σαουδική Αραβία αλλά και αλλού στον Αραβικό Κόσμο, την ώσμωση με τα όσα συνέβαιναν στις χώρες της Δύσης την εποχή εκείνη αλλά και σε πιο γνωστές "περιφέρειες”, και τη συμβολή πρωτοπόρων καλλιτεχνών.ιδων στην εκπαίδευση, τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη συγκρότηση δεσμών με νεότερους.ες δημιουργούς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του πρωτοπόρου εννοιολογικού καλλιτέχνη Hassan Sharif που γεννήθηκε το 1951 στο Ιράν, σπούδασε στο Λονδίνο τη δεκαετία του ‘80 και έζησε στα Αραβικά Εμιράτα όπου και πέθανε το 2016. Επηρεασμένος από το fluxus δημιούργησε δικά του συστήματα τα οποία εφάρμοσε σε περφόρμανς στο δημόσιο χώρο, εστιασμένες σε απλές πράξεις, επαναλήψεις και μετρήσεις με το σώμα του, οι οποίες καταγράφονταν σε snapshots και συνοδεύονταν από οδηγίες. Παρακολουθώντας τις περφόρμανς του, όπως παρουσιάζονται εδώ, σε σειρές φωτογραφιών μαζί με σημειώσεις, καθώς μετράει ξαπλωμένος, για παράδειγμα, με το σώμα του σε πόσα τετράγωνα μιας "σκακιέρας” μπορεί να απλωθεί, κατέγραφε πέτρες στην έρημο των Εμιράτων ή μετρούσε με το πόδι του τα ράφια της βιβλιοθήκης του Byam Shaw School of Art εξηγώντας στους επισκέπτες μερικά "άχρηστα πράγματα” περί βιβλιοθηκών, σκέφτομαι, πέρα από τα όσα των συνδέουν με τους.ις Έλληνες.ίδες πρωτοπόρους της εποχής, το πού η ιστορία της τέχνης διασταυρώνεται ή διαφεύγει της επίσημης Ιστορίας και τις διαδρομές γνώσης, μοιράσματος, ευαισθητοποίησης και καλλιέργειας συμπερίληψης, ενσυναίσθησης και ανοιχτότητας που έχουμε την ευκαιρία να παίρνουμε από αυτήν όταν η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα μας προδίδει.

Έξω στην πόλη του Ριάντ ξεκινώντας για την επιστροφή, παρότι όλοι είναι πολύ φιλικοί, αισθάνεσαι ασφάλεια και το Uber λειτουργεί κανονικά, η αναπνοή είναι πιο δύσκολη… Και όχι μόνο επειδή το θερμόμετρο έχει ξεπεράσει τους 40 βαθμούς και η αναζωογονητική μυρωδιά του εδάφους μετά τη βροχή λείπει. Επιστρέφω στην Αθήνα προετοιμασμένη ευτυχώς για τις υψηλές θερμοκρασίες. Στο λεωφορείο του αεροδρομίου όσο φτάνουμε προς το κέντρο παρατηρώ το πολύχρωμο μωσαϊκό στις στάσεις, ευπρόσδεκτες εικόνες γύμνιας, δυο κορίτσια αγκαλιά, διαφημίσεις ενός queer φεστιβάλ, συνειδητοποιώ την "κανονικότητα” που μου είχε λήψει, ξαναμπερδεύομαι ως προς το τι έμαθα και τι όχι σε αυτό το ταξίδι, ποιά δημοκρατικά κεκτημένα που μοιάζουν αυτονόητα πρέπει να περιφρουρήσουμε και να διεκδικήσουμε για ακόμη περισσότερες αλλά και ποιές βεβαιότητες αξίζει να ξανασκεφτούμε πριν επιλέξουμε άσπρο ή μαύρο.