Η έκθεση «Στο Ίδιο Ποτάμι Δύο Φορές» στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς που μόλις ολοκληρώθηκε ήταν η πιο μεγάλη έκθεση σύγχρονης τέχνης που είδαμε στην πόλη τη φετινή χρονιά. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ σε συνεργασία με το New Museum της Νέας Υόρκης, που ήρθε σε συνέχεια της έκθεσης «The Equilibrists / Οι Εξισορροπιστές» πριν τρία χρόνια, και όπως ειπώθηκε από τους επικεφαλής του ιδρύματος στην εναρκτήρια παρουσίαση, αποτελεί μέρος μιας σειράς εκθέσεων που ήρθαν να αντικαταστήσουν το θεσμό του Βραβείου ΔΕΣΤΕ (1999 - 2015), θεωρώντας ότι συμβάλει με αυτόν τον τρόπο πιο αποτελεσματικά στην υποστήριξη των Ελλήνων καλλιτεχνών.
Μέσα από έργα περισσότερων από τριάντα δημιουργών διαφορετικών γενιών που ζουν ή ζούσαν στην Αθήνα, οι επιμελήτριες του νεοϋορκέζικου μουσείου Margot Norton και Natalie Bell θέλησαν να παρουσιάσουν το πορτρέτο της πόλης μέσα από το «διαρκώς εξελισσόμενο εικαστικό της τοπίο με τους αναρίθμητους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους καλλιτεχνών, τις διατομεακές συνεργασίες και εκδηλώσεις και την ασίγαστη ενέργεια που έχει προσελκύσει πολλούς μη έλληνες καλλιτέχνες να εγκατασταθούν εδώ».
Οι επιμελήτριες αναγνωρίζουν εξαρχής το μάταιο της πρόθεσης αυτής ήδη από τον τίτλο της έκθεσης που προέρχεται από τον Ηράκλειτο και δηλώνει ότι δεν μπορεί να μπει κανείς δυο φορές στον ίδιο ποταμό, όπως δεν μπορεί κανείς να συλλάβει τη διαρκή μεταμόρφωση της σημερινής εικαστικής σκηνής της Αθήνας. Βέβαια, η επιλογή του τίτλου και ο σχετικός αναστοχασμός φαντάζουν μάλλον προσχηματικά, αφού το να συνοψίσεις εν έτει 2019 την τέχνη μιας οποιασδήποτε γεωγραφικής σκηνής κάτω από την ομπρέλα μιας έκθεσης είναι εξαρχής καταδικασμένο. Αποπνέει μια λογική εκθέσεων της δεκαετίας του ‘90 που τα διεθνή μουσεία και οι φουαρ έβριθαν από εκθέσεις που εστίαζαν στην εικαστική παραγωγή μιας συγκεκριμένης χώρας. Μια λογική που σήμερα, με την μετά-αποικιακή κριτική αλλά και την αυτοκριτική των παραγόντων διαφορετικών σκηνών της παλαι πότε «περιφέρειας» σχετικα με την προσπάθεια τους να συντονιστούν με τις εξωτικές προσδοκίες του «διεθνούς» βλέμματος, αλλά και με τον επαναπροσδιορισμό του τοπικού και του διεθνούς, του κέντρου και της περιφέρειας που συντελείται τα τελευταία χρόνια μοιάζει όχι μόνο παρωχημένη αλλά και προβληματική.
Η «ενέργεια» της εικαστικής Αθήνας των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων και των διατομεακών συνεργασιών, την οποία οι επιμελήτριες δηλώνουν ότι θέλουν να τιμήσουν, απουσίαζε από την αποστειρωμένη παρουσίαση των έργων και την αισθητικοποιημένη ματιά στην τοπική παραγωγή, όπως απουσίασε και οποιαδήποτε παράλληλη «ζωντανή» δράση που θα μπορούσε να προσθέσει πληροφορίες.
Φυσικά, όπως περιμένεις από μια έκθεση τέτοιου μεγέθους και σοβαρότητας η εμπειρία της επισκέψης είχε ενδιαφέρον, με αρκετές καλές επιλογές έργων, και σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, όπου όπως είχαμε επισημάνει στην κριτική μας θύμιζε μια εκλεκτική συλλογή αντικειμένων που μοιάζουν αποκομμένα από το όποιο τοπικό ή χρονικό πλαίσιο, οι επιλογές τώρα ήταν πιο πολυσυλλεκτικές. Παρόλα αυτά, πολλά έργα, ειδικά τα γλυπτά και οι εγκαταστάσεις, όπου κυριαρχούσαν μάλιστα συγγενή υλικά όπως το μάρμαρο, είχαν αντιμετωπιστεί και πάλι με μια φορμαλιστική λογική, σε μεγάλο βαθμό ως αντικείμενα σε γκαλερί, δημιουργώντας μια ομοιογενή εικόνα που λέει λίγα για το πλαίσιο της δημιουργίας τους. Αν και αυτή τη φορά είχαμε μια πολύ λιγότερο άχρονη και α-τοπική έκθεση, παραμένει αξιοσημείωτη η απουσία σχεδόν οποιουδήποτε πολιτικού συμβάντος που να συνδέεται με την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας από τα όσα έβλεπες, τουλάχιστον σε επίπεδο εικόνας. Η πόλη και η πραγματικότητά της, πόσο μάλλον οι συγκρούσεις της, υπήρχουν κυρίως κρυπτικά, μέσα από θραύσματα, πίσω από κλειστές πόρτες. Σε λίγα έργα αναδεικνύονταν σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά διακυβεύματα (θέση του ξένου, έμφυλες ταυτότητες κλπ.) που απασχολούν την πόλη και την εικαστική της σκηνή ή αυτά αναδεικνύονταν με έναν καταγραφικό τρόπο μέσω φωτογραφικών έργων.
Το σημαντικότερο πάντως που αξίζει να σκεφτεί το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, είναι το κατά πόσο αντίστοιχες εκθέσεις υποστηρίζουν όντως τους εγχώριους καλλιτέχνες και αν η εμπειρία δείχνει ότι δημιουργούν ουσιαστικά δίκτυα με διεθνείς επιμελητές ή αρχίζουν και τελειώνουν σε μια τοπικής εμβέλειας έκθεση.
Η «ενέργεια» της εικαστικής Αθήνας των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων και των διατομεακών συνεργασιών, την οποία οι επιμελήτριες δηλώνουν ότι θέλουν να τιμήσουν, απουσίαζε από την αποστειρωμένη παρουσίαση των έργων και την αισθητικοποιημένη ματιά στην τοπική παραγωγή, όπως απουσίασε και οποιαδήποτε παράλληλη «ζωντανή» δράση που θα μπορούσε να προσθέσει πληροφορίες. Όσο για το εξαντλητικό namedropping καλλιτεχνών και πρωτοβουλιών στα κείμενα του καταλόγου, αυτό δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο των όσων άφησε εκτός η έκθεση - ίσα ίσα μια πιο επιλεκτική αλλά περισσότερο αναλυτική παρουσίαση που θα έπαιρνε θέση για τις ταυτότητες διαφορετικών δρώντων και τον τρόπο που έχουν επηρεάσει τη σκηνή θα είχε περισσότερο νόημα από αυτό το εγχειρίδιο ονομάτων.
Το σημαντικότερο πάντως που αξίζει να σκεφτεί το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, είναι το κατά πόσο αντίστοιχες εκθέσεις υποστηρίζουν όντως τους εγχώριους καλλιτέχνες και αν η εμπειρία δείχνει ότι δημιουργούν ουσιαστικά δίκτυα με διεθνείς επιμελητές ή αρχίζουν και τελειώνουν σε μια τοπικής εμβέλειας έκθεση. Γιατί στην τελευταία περίπτωση, πιθανόν ένας θεσμός βραβείου, με όμως ξεκάθαρη ταυτότητα, που συνοδεύεται και από μια οικονομική υποστήριξη για τον νικητή και δίνει ένα κίνητρο κινητικότητας στους καλλιτέχνες, να είναι τελικά πιο αποτελεσματικός.
Το καλλιτεχνικό σχήμα FYTA άνοιξε συζήτηση με το «the New Museum Chronicles» δημοσιοποιώντας τις συνομιλίες τους με τους επιμελητές που δεν οδήγησαν τελικά στη συμμετοχή τους στην έκθεση, με έμφαση στο γεγονός ότι δεν προβλέπεται αμοιβή για τους συμμετέχοντες παρά το βαρύ θεσμικό πλαίσιο της όλης διοργάνωσης. Σε μια εποχή που ο χάρτης και η δράση των ιδρυμάτων της πόλης επαναπροσεγγίζεται και η επαγγελματικοποίηση ενός κατεξοχήν επισφαλούς πεδίου αποτελεί σταθερό διακύβευμα, το πώς αρθρώνεται η εκάστοτε θεσμική υποστήριξη είναι σημαντικό.