Με μια θεαματική και ατμοσφαιρική εικονογραφία, η τραγωδία του Ανδαλουσιανού ποιητή αντιμετωπίζεται με αισθητικά αντισυμβατικό τρόπο, σαν το μακάβριο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, σε μια παράσταση που ξενίζει και προκαλεί.
Οι τοίχοι δεν είναι ασβεστωμένοι, τα κοστούμια δεν είναι σπανιόλικα και αντί για φλαμένκο ακούγονται ροκιές. Ο Γιάννης Κακλέας μοιάζει να αντιμετωπίζει τον «Ματωμένο γάμο» σαν μια τραγωδία αιματηρής εκδίκησης, όπως είναι λόγου χάρη η «Ισπανική τραγωδία» (1587) του Τόμας Κιντ. Εμβαπτίζει δηλαδή την ανδαλουσιανή τραγωδία στην μπαρόκ αντιφατικότητα και το ισπανικό «duende» στο γκροτέσκο παράλογο. Η παράστασή του (ευτυχώς) δεν είναι μια ηθογραφική αναπαράσταση του πώς ζουν, αγαπούν και πεθαίνουν οι αγρότες της Ιβηρικής. Μοιάζει μάλλον με μια σειρά από tableaux vivant αισθητικά αγέρωχα κι επιβλητικά μέσα στο βιομηχανικής λογικής σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, τα οποία συνθέτουν μια εικονογραφία απροσδόκητη για το εν λόγω έργο, αλλά οικεία για τον εν λόγω σκηνοθέτη. Το ερωτικό σύμπλεγμα Νύφης - Γαμπρού είναι έξοχο (αν κι επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα ως Νύφη - Λεονάρντο), η σκηνή των ξυλοκόπων στις καταπακτές εντυπωσιακή, ενώ εκείνη με το Φεγγάρι (Ιφιγένεια Αστεριάδη) παραπέμπει μάλλον σε παραμυθόδραμα λόγω και της ενδυματολογίας (διά χειρός Εύας Νάθενα).
Διατηρώντας την ποιητική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, ο Κακλέας επιλέγει υποκριτικούς κώδικες που κοντράρονται μαζί της: ένας ωμός, αδρός ρεαλισμός με στιγμιαίες εξπρεσιονιστικές εκφάνσεις. Η δε δραματουργία του Λόρκα «διαβάζεται» ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Ωραία τοποθέτηση – θεωρητικά. Πρακτικά όμως λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη των χαρακτήρων, του ρυθμού και του αισθήματος. Με τη λογική του «προαναγγελθέντος» ακυρώνονται τα προμηνύματα θανάτου που συσσωρεύονται στο έργο. Αν από την πρώτη σκηνή τα πρόσωπα δρουν σαν «νεκροζώντανοι», σαν να βαραίνει επάνω τους ο ίσκιος ενός επικείμενου πένθους, πώς θα φανούν τα σύμβολα, πώς θα υπάρξουν εσωτερικές συγκρούσεις, πώς θα επιτευχθούν διακυμάνσεις ύφους, πώς θα εξαρθούν η υποδόρια συγκίνηση και το δέος απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος; Κάτι ακόμη. Ο Λόρκα έλεγε: «Το θέατρο ζητά από τα πρόσωπα να φορούν ένα κοστούμι ποίησης και να αφήνουν τα κόκαλα και το αίμα τους ακάλυπτα». Ο Κακλέας μοιάζει να ακολούθησε αυτήν την απαίτηση.
Αφαίρεσε τα πρόσωπα από το ιστορικοκοινωνικό και τοπικό τους υπόβαθρο και τα εξέθεσε «γυμνά» στην οντολογία τους – έρμαια στο «σκοτεινό ποτάμι» του πάθους. Μόνο που το έκανε και κυριολεκτικά. Η παράστασή του έχει τόσο γυμνό, που η ερωτική παραφορά ακυρώνεται από την πολλή… σάρκα. Χρειαζόταν να γίνει ακόμη πιο ακραίος, συγκεκριμένος και αποφασιστικός σε αυτήν την προοπτική. Ξεκαρφώνοντας δηλαδή τα πρόσωπα από το πλαίσιό τους, έπρεπε να τα εντάξει με σαφήνεια σε ένα άλλο πλαίσιο. Ήθελε, λόγου χάρη, να δώσει το σφαγείο αυτό του έρωτα σαν ένα μαφιόζικο ξεκαθάρισμα στο Παλέρμο του 1950 για λόγους τιμής; Διότι υπάρχει (και) μια τέτοια αίσθηση, ειδικά στη συνάντηση Μάνας και Πεθερού. Ή ήθελε να αποδώσει το πάθος με την αγριότητα των ελισαβετιανών συγγραφέων; Παρακολουθώντας τελικά την παράσταση του Κακλέα, περισσότερο ασχολείσαι με τα ζητήματα που θέτει η σκηνοθεσία παρά με το έργο. Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, πως ο θίασος, με προεξάρχουσες τις Εβελίνα Παπούλια (Μάνα), Λένα Παπαληγούρα (Νύφη) και Αριάδνη Καβαλιέρου (κορίτσι-Θάνατος), «μιλά» την ίδια γλώσσα. υπάρχουν θαυμαστή ομοιογένεια και συνοχή στον υποκριτικό κώδικα.
ΑΠΟΘΗΚΗ Σαρρή 40, Ψυρρή, 2103253153. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ματωμένος γάμος
Ο έρωτας αναμετριέται με το θάνατο στο έργο, που αντλεί στοιχεία από την ποίηση της Ανδαλουσίας αλλά και από χαρακτήρες της καθημερινής ζωής.